Criticism

Κείμενα και Κριτική

Το τίμημα της επιβίωσης

Το τίμημα της επιβίωσης

Κριτική Πεζογραφίας April 27, 2020

Ελισάβετ Χρονοπούλου, Ο έτερος εχθρός, εκδ. Πόλις, 2017

της Παρασκευής Παπαγρηγορίου  

Δέκα ιστορίες που θα μπορούσαν να παρομοιαστούν με δέκα φωτογραφίες από την εποχή της Κατοχής απέσπασαν το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος-Νουβέλας 2018 από την Ακαδημία Αθηνών. Καθόλου τυχαία η βράβευση, καθώς η συγγραφέας Ελισάβετ Χρονοπούλου, που είναι παράλληλα και σκηνοθέτης και μοντέζ, δημιουργεί τη νέα συλλογή διηγημάτων της Ο έτερος εχθρός σαν να συνθέτει ένα κολλάζ από εικόνες.

Εύλογα θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί γιατί επιλέχτηκε η συγκεκριμένη ιστορική περίοδος, ενώ έχουν προϋπάρξει πολλοί άλλοι συγγραφείς που έχουν ασχοληθεί με τα σχετικά γεγονότα κι έχουν μικρότερη χρονική απόσταση από αυτά. Ο κριτικός Γιώργος Ν. Περαντωνάκης εύστοχα επισημαίνει ότι «η κρίση έκανε ξανά επίκαιρη μια τέτοια περίοδο…επειδή κάποιοι ξαναβλέπουν τον Γερμανό ως εχθρό, επιχειρώντας μια υποδόρια αναλογία μεταξύ του οικονομικού εκμεταλλευτή του 21ου αιώνα και του πολεμικού κατακτητή της δεκαετίας του ’40».

Η ίδια η συγγραφέας έχει δηλώσει ότι η συλλογή «γεννήθηκε στα πρώτα χρόνια της κρίσης, απ’ την αγωνία για το αν θα καταφέρουμε, ατομικά και συλλογικά, να σταθούμε άξιοι των καιρών». Για τη συγγραφή της συλλογής προηγήθηκε έρευνα και αντλήθηκαν ιστορικά στοιχεία από διάφορες πηγές. Η Χρονοπούλου θεωρεί πως κάποια από τα διηγήματα που έγραψε συνδέονται με τη σημερινή οικονομική κρίση και πως θα την ενδιέφερε να γυρίσει ένα από αυτά σε ταινία.

Παρά το γεγονός, λοιπόν,  ότι η συγκεκριμένη εποχή είναι λίγο πολύ γνωστή σε όλους, η πρωτοτυπία των υποθέσεων και η διαπραγμάτευσή τους με έναν ξεχωριστό τρόπο κάνουν αυτή τη συλλογή να διαφέρει από άλλες, ενώ παράλληλα την καθιστούν επίκαιρη στα σύγχρονα δύσκολα χρόνια. Διαβάζοντας τα διηγήματα ένα προς ένα στέκεσαι για να αναλογιστείς τι έζησαν οι άνθρωποι στην Κατοχή και πώς κατάφεραν να πάνε στη ζωή τους παρακάτω, όσοι τα κατάφεραν… Σύμφωνα με την Ελισάβετ Χρονοπούλου «κράτησαν μέσα τους το τίμημα αυτής της επιβίωσης, σαν ένα μυστικό που το βάρος του συνόδευσε όλη την υπόλοιπη ζωή τους».

Κάθε διήγημα, τυπικά, περιστρέφεται γύρω από ένα κύριο επεισόδιο στο οποίο πρωταγωνιστεί ο ήρωας. Υπάρχει, όμως, μια διαφοροποίηση. Κάποια διηγήματα του βιβλίου έχουν την συνηθισμένη δομή, δηλαδή αρχικά παρουσιάζονται κάποια βασικά δεδομένα της ιστορίας, όπως ο τόπος, ο χρόνος, τα χαρακτηριστικά του ήρωα και ακολουθεί το κύριο επεισόδιο, η κλιμάκωση και η κορύφωση της ιστορίας, χωρίς απαραίτητα να υπάρχει και λύση. Και η αλήθεια είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξει λύση στις τραγικές ιστορίες που εξιστορούνται. Άλλα διηγήματα, όπως το «Σμέτι»,έχουν τη δική τους ανορθόδοξη δομή με την αφήγηση να παλινδρομεί ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν και να δίνονται οι πληροφορίες σταδιακά.

Σε κάθε διήγημα ο αφηγητής είναι ένα διαφορετικό πρόσωπο και έχει διαφορετικό ρόλο. Άλλοτε είναι μια γυναίκα που τότε μπορεί να ήταν έφηβη και τα γεγονότα να χάραξαν την ψυχή της, άλλοτε ένας άντρας που τότε ήταν νεαρό αγόρι και αφηγείται οικογενειακά περιστατικά από τη ζωή στην Κατοχή που είναι αδύνατον να ξεχαστούν. Η αφήγηση γίνεται πάντα σε πρώτο πρόσωπο, καθώς το πρόσωπο που αφηγείται έζησε το ίδιο τα γεγονότα. Το παρελθόν, δοσμένο με αναδρομική αφήγηση,  συγχέεται με το παρόν και το στοιχειώνει.

Η γερμανική κατοχή είναι το φόντο των ιστοριών και παρουσιάζεται κάθε φορά ιδωμένη μέσα από διαφορετικά μάτια αλλά η ουσία της μένει η ίδια. Στιγμές αδυναμίας και δυσκολίας που εντυπώθηκαν για πάντα στις ψυχές των ηρώων και φτάνουν με ευρηματικό τρόπο στο παρόν ως αναμνήσεις μέσα από γράμματα ή σημειώματα, που άλλα βγαίνουν στο φως ενώ άλλα αποκρύπτονται για πάντα και μένουν θαμμένα μυστικά. Με λιτότητα η συγγραφέας μιλάει για ιστορίες που διαδραματίζονται ογδόντα χρόνια πριν, αλλά νιώθεις ότι τις ζεις κι εσύ σήμερα μαζί με τους ήρωες.

Στην αρχή της συλλογής γίνεται μια μικρή μνεία στους Γερμανούς και καθώς προχωράμε στην ανάγνωση είναι όλο και πιο έντονη η παρουσία τους. Ο ένας εχθρός, λοιπόν είναι οι Γερμανοί. Το ερώτημα που προκύπτει αβίαστα από τον τίτλο της συλλογής είναι το ποιος είναι ο ‘έτερος’ εχθρός. Η απάντηση αποκαλύπτεται στο πέμπτο διήγημα, στην καρδιά της συλλογής, πως ο έτερος εχθρός είναι «ο διαρκής φόβος», «η ψυχική αποκαρδίωση», «η ηθική εκμηδένιση», «η απάθεια προς το αποτρόπαιο», «η συλλογική αποκτήνωση» στην οποία περιήλθαν τότε οι άνθρωποι, χωρίς να έχουν ουσιαστικά τη δυνατότητα επιλογής.

Η ίδια η συγγραφέας έχει δηλώσει ότι «η ιδέα της δεν ήταν να γράψει γενικά για την Κατοχή, αλλά το θέμα της είναι το “homo homini lupus” (o άνθρωπος είναι για τον άνθρωπο λύκος), το πόσο αντέχουν οι ανθρώπινες αξίες, αν αντέχουν, σε άγριες καταστάσεις». Ο έτερος εχθρός λοιπόν είναι η ηθική κατάπτωση με τις ποικίλες της εκφάνσεις: ο εξαναγκασμός στην πορνεία, ο υποβιβασμός της ανθρώπινης ζωής, ο εξευτελισμός των ανθρώπινων σχέσεων, η πείνα, η προσπάθεια για επιβίωση με οποιοδήποτε κόστος, η εκμετάλλευση, η προδοσία.

Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου υπάρχει απόσπασμα από το τρίτο διήγημα «Ουδέν το αξιοσημείωτον». Σε αυτό παρουσιάζεται η ανάμνηση ενός ανθρώπου που τότε ήταν δώδεκα χρόνων και αναγκάστηκε μαζί με την αδερφή του να πάρουν μια δύσκολη απόφαση σχετικά με τη γιαγιά τους αφού το διακύβευμα ήταν ένα και μοναδικό: η επιβίωση. Η λέξη «Ζήσαμε» συνοψίζει τον καθημερινό ανελέητο αγώνα για επιβίωση και λειτουργεί αθωωτικά για τις τύψεις, ενώ η φράση του τίτλου «Ουδέν το αξιοσημείωτον» με την οποία κλείνει το διήγημα σε σχήμα κύκλου, περικλείει ακριβώς το αντίθετο: ένα αξιοσημείωτο γεγονός που είναι αδύνατον να ξεχαστεί, αλλά θα μείνει για πάντα μυστικό.

Στο δεύτερο στη σειρά διήγημα «Δεν θα΄ταν πάνω από τριάντα» δίνεται μέσα από την οπτική γωνία ενός μικρού κοριτσιού η εικόνα των στρατιωτών του 1941, όπως τους αντιμετώπισε το κράτος, κάνοντας μας να αναλογιστούμε τη μεγάλη ματαίωση που θα βίωσαν οι άνθρωποι που προσέφεραν τον εαυτό τους στην πατρίδα, χωρίς όμως να τύχουν και της ανάλογης αναγνώρισης. Όπως μας πληροφορεί η ίδια η συγγραφέας, το συγκεκριμένο διήγημα είναι βασισμένο σε ένα απόσπασμα από τα ημερολόγια του Χριστόφορου Χρηστίδη.

Στο «Ένα μέτρο απόσταση» παρατίθεται η συγκλονιστική μαρτυρία ενός παιδιού που είδε τη μητέρα του να αφήνει τον θείο του να πεθάνει προκειμένου το ίδιο να ζήσει πολυτελώς για τα δεδομένα της εποχής: « Άνοιξε, Μαρία, σε παρακαλώ, ξέρω ότι είσαι μέσα, μια μπουκιά ψωμί, Μαρία, έπεσα στο πεζοδρόμιο και δεν είχα δύναμη να σηκωθώ, τα πόδια μου έχουν πρηστεί, Μαρία, κι είναι ασήκωτα». Αν έβαζα μια φωνή; Να φώναζα, εδώ είμαστε, θείε Απόστολε, έχουμε και μαρμελάδα…»

 Στο «Κάθε πρωί» διαβάζουμε εμβρόντητοι για το πώς η ντροπή και ο εγωισμός εξαιτίας ενός ατυχούς περιστατικού, που συνδέεται βέβαια με τους Γερμανούς, μπορούν να διαλύσουν έναν γάμο ακόμη και σε εποχές που τα διαζύγια σπάνιζαν. «Πολλές φορές με ρώτησαν τι συνέβη εκείνη την ημέρα, με ρωτούσαν τότε, τον πρώτο καιρό, με ρώτησαν και μετά, όταν πια είχα ξαναπαντρευτεί κι είχα τα παιδιά μου. Ποτέ δεν απάντησα.»

Κάθε διήγημα είναι μια ιστορία που αφήνει άφωνο τον αναγνώστη, καθώς καταφέρνει όχι απλώς να τον μεταφέρει στην περίοδο της Κατοχής, αλλά κυρίως στην ψυχική κατάσταση των ηρώων. Οι δέκα ιστορίες συνθέτουν το άλμπουμ της ηθικής κατάπτωσης, της εξαθλίωσης, της φρίκης και του θανάτου. Η πραγματικότητα είναι ότι τα χρόνια της Κατοχής έχουν χαραχτεί με ανεξίτηλο μελάνι στη μνήμη του λαού και στις ψυχές μας, ακόμη κι αν δεν ήμασταν εμείς εκεί παρόντες για να τα ζήσουμε. Ωστόσο, η σκέψη που συνοδεύει την ανάγνωση των διηγημάτων είναι πως ο ελληνικός λαός αφού κατάφερε να επιβιώσει από την Κατοχή, θα καταφέρει, έστω και με απώλειες, να επιζήσει και από την οικονομική κρίση, κατά τη διάρκεια της οποίας γράφτηκε η συλλογή.