Criticism

Κείμενα και Κριτική

« Θες να γίνεις Έλληνας ποτέ Αλβανέ Αλβανέ; »

« Θες να γίνεις Έλληνας ποτέ Αλβανέ Αλβανέ; »

Κριτική Πεζογραφίας March 21, 2021


Κριτική του βιβλίου «Patriot», του Mιχάλη Μαλανδράκη, εκδόσεις Πόλις.


του Χρήστου Δανιηλίδη


Πάντα μου έκανε εντύπωση το σύνθημα «Δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ, Αλβανέ Αλβανέ» που φώναζαν οι Έλληνες μετά τον τελικό του 2004. Αυτό το τιμωρητικό ποτέ, του ότι ποτέ δεν θα ανήκει κάπου, όσα χρόνια κι αν ζήσει σε κάποιο τόπο, όσο κι αν προσπαθήσει. Η ύστατη τιμωρία του Έλληνα πολίτη από τις μεθυσμένες μέρες της μεγάλης δόξας μέχρι τις πικρές δύσκολες μέρες της οικονομικής κρίσης. Ποιος όμως νομίζει ότι αυτός ο Αλβανός θα ήθελε να γίνει Έλληνας;


Αυτό είναι και το βασικό αλλά παράλληλα κεκαλυμμένο κίνητρο και πηγαίος προβληματισμός στο βιβλίο του Μιχάλη Μαλανδράκη υπό το όνομα Patriot. Η ταυτότητα κι η αξιοπρεπής επιβίωση. Το “ανήκειν” ως έννοια και ως συνθήκη της καθημερινότητας.Ένα βίωμα αποδοχής για το οποίο είναι άγνωστο το τι θα έκανε κάποιος και που θα μπορούσε να φτάσει. Έστω για να αγγίξει την υπόσταση του, να είναι αποδεκτός κι όχι μια άπατρις persona non grata, ακόμα κι από το ίδιο του το σινάφι.


Η ιστορία που τόσο περιεκτικά –σε μόνο 90 σελίδες- πλέκει ο Μαλανδράκης έχει ένα και φανερά κεντρικό χαρακτήρα, με μερικούς δεύτερους να υποβοηθούν την πλοκή και να λειτουργούν ως αντίβαρα στο προσωπικό του ταξίδι στην αυτογνωσία. Ο Αγκίμ είναι ένα αγόρι 23 χρόνων που ζει εδώ και 10 χρόνια στην Ελλάδα μιλάει άπταιστα ελληνικά και κυνηγάει την εξασφάλιση. Ο δρόμος είναι το μουσικό του απάγγειο και ο τρόπος που αποφασίζει να εκφραστεί. Το κάνει με τα Ηπειρώτικα τραγούδια των δύο πατρίδων του στις οποίες νιώθει ξένος. Θέλει να καταφέρει να ζει από το κλαρίνο και να ζήσει μόνος του χωρίς συγκατοίκους και φτώχεια. Να ξεκινήσει τη ζωή του από την αρχή ως ένας ευυπόληπτος και υπολογίσιμος πολίτης μέσα στον τεράστιο κοινωνικό ιστό. Οι φιλοδοξίες παραμένουν όνειρα ανεκπλήρωτα, μέσα στην στυγνή βία της καθημερινότητας και της επιβίωσης, μέχρι που η πρόταση του, από μηχανής θεού ή καταστρεπτικού αγγέλου, συμπατριώτη του Αντώνη να δουλέψει σε ένα νυχτερινό κέντρο, του αλλάζει την ζωή. Ίσως και να φτάσει πιο κοντά στο όνειρο του.


Μέσα από μια έντονη και καταιγιστική πλοκή που δεν μπορεί παρά να σε αναγκάσει να διαβάσεις μονομιάς αυτή την νουβέλα, σου δίνεται η εντύπωση πως το βιβλίο είναι ένα σενάριο ταινίας, βουτηγμένο στη δράση, τον μονόλογο, τις βωμολοχίες και την αγωνία. Μέσα από την πίστη στην λεπτομέρεια και τον σεβασμό στον αναγνώστη, ο Μαλανδράκης αποφεύγει ένα αποστειρωμένο περιβάλλον, και διαλέγει την βρώμικη πλευρά της πόλης και την decadance των μπουζουκιών, ακόμα και από τα τραγούδια που επιλέγει για να ερμηνεύσει ο ήρωας του. Οι απάτριδες και οι ιστορίες τους πάντα κάπου συμπλέκονται.


Διαβάζοντας  το patriot θεωρώ πως o Αγκίμ συναντιέται στο 24ο χιλιόμετρο Αθηνών – Λαμίας με τον Μάκη Τσετσένογλου και τον Νίκο Κουρή, από το «όλα είναι δρόμος» και το «Αυτή η νύχτα μένει» , με την ελπίδα ότι όταν ξημερώσει θα έχουν βρει την προσωπική τους πατρίδα.


Όσον αφορά την μορφή του το κείμενο ακολουθεί μια πολύ γρήγορη και καταιγιστική αλυσίδα δράσεων, ενώ το τέχνασμα του Μαλανδράκη με τον πρωτοπρόσωπο Αγκίμ που ξεγυμνώνει τις σκέψεις του στον αναγνώστη χωρίς να είναι παντογνώστης, δίνει μια αίσθηση παροντικής και μόνιμης ειλικρίνειας κινήσεων. Το παράδοξο ως όρος κι όχι ως έννοια δεν είναι του στυλ του συγγραφέα καθώς προτιμά τους μονολόγους και τους διαλόγους για να κεντρίσει το ενδιαφέρον του κοινού. Δεν βασίζεται δηλαδή σε παιχνίδια της τύχης ή σε μη ρεαλιστικές περιγραφές για να χτίσει ή να κορυφώσει τους ήρωες του. Σε μια μόνο στιγμή υποχωρεί από την θέση του, όταν και ο Αγκίμ όντας από την Αλβανία παρουσιάζεται ως «Γιάννης» προκειμένου να πάρει την δουλειά στο νυχτερινό κέντρο.


Στην λογοτεχνία, η ολοκλήρωση και η έννοια «όλον» είναι σημαντική , το μισό δεν σε ορίζει, σε κάνει να περιμένεις λειψός και μετέωρος. Το ίδιο εφάρμοσε και στο λογοτεχνικό του ντεμπούτο ο συγγραφέας, με έναν πραγματικά ευφάνταστο και υπολανθάνοντα τρόπο. Με το μοτίβο των στίχων του «Γιάννη μου το Μαντήλι σου» εν είδη μιας ονειρικής ανάμνησης  , ακριβώς στην αρχή και στο τέλος του βιβλίου. «όλα τα φυσίματα, όλα τα αγγίγματα όπως πρέπει. Πλέον το έπαιζα τέλεια: Γιάννη μου, Γιάννη μου το μαντήλι σου. / Δεν έχω αισθήσεις μόνο εικόνες: Καλοκαίρι,Αλβανία. Κάποιοι παντρεύονται, ένας κύκλος σχηματίζεται γύρω μου. Χορεύουν. Στη μέση εγώ με το κλαρίνο μου. Γιάννη μου το μαντήλι σου »


 Η έννοιες φωτεινό και σκοτεινό αναμετρώνται με το άναμμα και το σβήσιμό των φώτων στο νυχτερινό μαγαζί, σε ένα μαγαζί που μέσα του, κλείνει ανθρώπους που ισορροπούν στο καλό και το κακό, το ψέμα και την αλήθεια, την Αλβανία και τη στερεοτυπική ελληνικότητα.


«Γιάννη μου το μαντίλι σου τι το ’χεις λερωμένο; βρε Γιάννη, Γιαννάκη μου, βρε παλικαράκι μου. Το λέρωσε η ξενιτιά, τα έρημα τα ξένα.»


 Με λίγα αλλά περιεκτικά ανοικειωτικά στοιχεία, όπως την Αλβανική γλώσσα διάσπαρτη στο κείμενο και στον τίτλο του βιβλίου «Patriot / Nuk Je patriot», ο Μαλανδράκης επιτυγχάνει να στρέψει την προσοχή στον ανοικείο ήρωα και στην αμφισημία που τον διακρίνει. Στο αν είναι ουσιαστικά έλληνας ή όχι, αν έχει σημασία το τι λέει το διαβατήριο του ή το ότι μιλάει άπταιστα τα ελληνικά. Ακόμα και το τραγούδι είναι αμφισημικό μιας και το διεκδικεί και η Αλβανία , αλλά και η Ελλάδα. Θέτονται έτσι σημεία ταύτισης και αποστροφής για τον ρατσισμό και την ταυτότητα , τόσο για τον συγγραφέα όσο και για τον υπονοούμενο αναγνώστη.


Οι πόλοι κινητοποίησης του ήρωα είναι η σταθεροποίηση και καθιέρωση στην Ελλάδα. Η οικονομική και κοινωνική ανάγκη. Η ανάγκη να αναγνωριστεί ο Αγκίμ ως έλληνας πολίτης και κατ’επεκταση το ταλέντο του. Οι επιθυμίες και τα κίνητρα του καλύπτονται από την ψευδή αίσθηση του ανήκειν  και πραγματώνονται για λίγο , όμως μεγαλύτερες δυνάμεις από τον Αγκίμ τον σπρώχνουν προς την τραγικότητα, σαν ένα πρόβατο στη σφαγή. Μέσα από τους μονολόγους και τις ρεαλιστικές περιγραφές γίνεται και η συναισθηματική ανάπτυξη του ήρωα, ενώ μέσα από τα αρχέτυπα φτάνουμε  στα βασικά σημεία της ύπαρξης του. Το αρχέτυπο της γέννησης υποδηλώνει την επιθυμία του να γίνει έλληνας, ενώ ο θάνατος υποδηλώνει την ματαιότητα και συνάμα την σημαντικότητα των ονείρων του. Ή ίσως είναι και η μη πραγματοποίηση της επιθυμίας του, η βίαιη συνειδητοποίηση ότι δεν θα γίνει Έλληνας ποτέ.


 Ο Αγκίμ ως ένας ευάλωτος νέος που η κοινωνία τον  κάνει να νιώθει ξένος δεν ψάχνει την επίλυση των ψυχικών του συγκρούσεων, αυτό γίνεται μια και καλή στο τέλος του βιβλίου. Ο Αγκιμ αναγνωρίζει τα ταλέντα και τις ελλείψεις του, αλλά και το βαθύ σύμπλεγμα του Αλβανού στην Ελλάδα. Συνειδητά καταπιέζει το φροϋδικό του ΙD και τα ένστικτα του, ενώ το Υπερεγώ του ρυθμίζει την συμπεριφορά και φέρνει τα βασικά του κίνητρα σε πρώτο πλάνο, κάνοντας τον να φερθεί έξυπνα.


Έτσι με την αρχετυπική μορφή του «προστάτη» συμπυκνωμένη σε ένα κλαρίνο, το οποίο του θυμίζει τις δύο πατρίδες του μιας και του το είχε χαρίσει ο πατέρας του, πορεύεται για την ανάκτηση της ταυτότητας του. Μιας ταυτότητας που ακροβατεί στα σύνορα Ελλάδας Αλβανίας, μέσα σε ένα μεικτό πολιτισμικό περιβάλλον, με αποτέλεσμα την μείξη της Αλβανικής παράδοσης με την ελληνική νεωτερικότητα. Ο ήρωας ξέρει που ανήκει, απλώς παίζει με τα χαρτιά του κλειστά και χρησιμοποιεί αυτά που του μοιράστηκαν. Συμφωνεί δηλαδή να συνεργαστεί με τους ανθρώπους του υποκόσμου, χωρίς στην πραγματικότητα να θέλει να βλάψει κανένα, με απότερο σκοπό να καταξιωθεί στην αθηναϊκή νύχτα. «Σκέφτομαι το βράδυ. Θα γίνω το καλύτερο κλαρίνο στην Αθήνα. Θα με ζητάνε όλα τα μαγαζi;a και όλο και καμιά τραγουδιάρα θα βρω να τσιμπήσω.»


Ο ήρωας χρησιμοποιεί την διπλή του πολιτισμική συνείδηση για να βρει τον τελικό του προορισμό. Προσπαθεί ως ένας άποικος να γίνει ένα με τους γηγενείς στο όνομα μιας καλύτερης ζωής και μιας πεποίθησης για ατομική ελευθερία που ξεπερνά τα νοητά σύνορα. Το κλαρίνο και τα μπουζούκια είναι απλώς τα σύμβολα του άποικου και του αποικιοκράτη, ο Αγκίμ απλώς θέλει να γίνει μέρος της αποικίας.


To Patriot είναι ένα βαθιά κοινωνικό βιβλίο, που αποτυπώνει μια κοινωνία που παλεύει να μην αποσυντεθεί και κάθε λογής ανθρώπους που παλεύουν να επιβιώσουν και να ζήσουν το προσωπικό τους όνειρο, άσχετα αν αυτό θα πραγματοποιηθεί ή θα παραμείνει κρυμμένο πίσω από την κατάσταση REM γύρω από συγκατοίκους σε ημιυπόγεια. Στο Patriot είναι φανερό πως περισσότερο προβάλλονται τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα όπως οι συγκάτοικοι του Αγκίμ, ο Αγκίμ ως πλανόδιος μουσικός, το σπίτι στην Ομόνοια και οι άνθρωποι του μεροκάματου. Όλα αυτά, μέσα σε μια Αθήνα της οικονομικής κρίσης, βρώμικη και αφιλόξενη γεμάτη θηρία και θηράματα, με ευκαιρίες και στιγμές που εναλλάσσουν τους ρόλους. Με ανθρώπους που μισούν το διαφορετικό χωρίς να ξέρουν το γιατί και ανθρώπους που θέλουν να γίνουν ένα με το κατεστημένο μήπως και γλιτώσουν από το αδιέξοδο του άδειου πορτοφολιού.


Μέσα σε αυτή την γεμάτη ρεαλισμό ατμόσφαιρα ο Μαλανδράκης θέτει την τέχνη υπό το πρίσμα της παραδοσιακής μουσικής και των μπουζουκιών και το κλαρίνο το μέσο για την λύση των προβλημάτων. Η τέχνη αποτελεί το ενωτικό χαρακτηριστικό του ξένου με την πατρίδα και παράλληλα είναι αυτή που κάνει την γραμμή των συνόρων όλο και πιο βαθειά. Το κλαρίνο είναι η Ήπειρος ή τα Τίρανα; Ο άνθρωπος κρίνεται με βάση την καταγωγή του ή με βάση των ικανοτήτων του;


Η κοσμοθεωρία του συγγραφέα δεν απέχει και πολύ από αυτό που περιγράφει στις σελίδες του βιβλίου του. Οι αλβανοί μετανάστες, ακόμα και αυτοί της δεύτερης γενιάς δεν είναι αφομοιωμένοι, ακόμα κι αν η πλειονότητα των ελλήνων το νομίζει. Υπάρχουν ακόμα στην ελληνική κοινωνία στεγανά που τους κρατούν σε απόσταση. Ο Μαλανδράκης μέσα από το πόνημα του δείχνει το αντιρατσιστικό του mondus Vivendi, επικαιροποιώντας και θίγοντας την ψευδή ενσωμάτωση και αφομοίωση των αλβανών στην Ελλάδα. Μέσα από τις αράδες του κρύβει την δική του αβεβαιότητα για το που ανήκει και τι του επιφυλάσσει το αύριο κοινωνικά και οικονομικά. Τέχνασμα ευφυές, αν σκεφτεί κανείς πως όχι μόνο είναι στην ίδια ηλικία με τον Aγκίμ , αλλά κάνει και το λογοτεχνικό του ντεμπούτο. Η αληθοφάνεια της περιρρέουσας ατμόσφαιρας και των χαρακτήρων – ακόμα και των στερεοτυπικών, όπως αυτός που πουλάει προστασία ή ο ιδιοκτήτης του νυχτερινού κέντρου- δείχνει το πόσο διαβασμένος και συνειδητοποιημένος είναι ο Μαλανδράκης όσον αφορά τον χώρο. Τον μετατρέπει σε τοπίο δράσης μιας ταινίας υπό την μορφή μιας εξομολόγησης. Δεν είναι φειδωλός στις βρισιές και στα ξεσπάσματα, δίνοντας την ένταση που αρμόζει σε ένα βιβλίο που υπηρετεί τον ρεαλισμό και την δράση. Δεν μένει στις στερεοτυπικές αντιλήψεις και γραφές, αλλά κάνει ελεύθερη κατάδυση στο εσωτερικό του ήρωα βγάζοντας όλη την ειλικρίνεια του. Ο Μαλανδράκης κοιτάει σε ένα καθρέπτη, δρέπει τους προβληματισμούς του και γράφει για μια κοινωνία που βάλλεται και κοχλάζει χωρίς εκπτώσεις, ψάχνοντας για εξιλαστήρια θύματα.


Δεν γνωρίζω αν αυτός ο καθρέπτης λειτουργεί σαν την αντανάκλαση του Μαλανδράκη στον Αγκίμ ή αν ο ίδιος ο συγγραφέας θέλει να αποδείξει από τι κράμα είναι φτιαγμένος και τι αξίζει.  Αυτό που γνωρίζω είναι πως η ταυτότητα για τον ίδιο τον συγγραφέα δεν είναι πρόβλημα. Το πρωτόλειο έργο του δείχνει πως επέλεξε σωστά να προσπαθήσει να αποτελέσει μέρος μιας συγκεκριμένης κάστας ανθρώπων. Αυτής των λογοτεχνών.