Κείμενα και Κριτική
Κριτική Πεζογραφίας April 18, 2020
Χρυσόστομου Τσαπραΐλη, Παγανιστικές Δοξασίες της Θεσσαλικής Επαρχίας, Αντίποδες, 2017.
Του Δημήτρη Κασβίκη
Ως παιδί της πόλης που περνούσε κάποιο διάστημα των καλοκαιρινών του διακοπών σε ένα μικρό χωριό της Καρδίτσας περιτριγυρισμένο από δάση, σπηλιές και ιστορίες των παλιών, ο τίτλος του βιβλίου του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη μου έφερε στη μνήμη εκείνα τα ήσυχα δροσερά βράδια, όταν η φαντασία απογειωνόταν από τον ξάστερο ουρανό και τους απόκοσμους ήχους πουλιών της νύχτας που έσπαγαν τη μεταμεσονύκτια σιωπή.
Οι Παγανιστικές Δοξασίες της Θεσσαλικής Επαρχίας είναι το πρώτο βιβλίο του τριανταπεντάρη συγγραφέα που γεννήθηκε στη Λάρισα και μεγάλωσε στην Καρδίτσα και, παρά τις αρχικές μου προσδοκίες, δεν αποτελεί μία λαογραφική καταγραφή των μύθων και των ιστοριών της περιοχής αλλά μία συλλογή φανταστικών διηγημάτων, στα οποία επιρροές αλληλοσυμπληρώνονται, δημιουργώντας ένα αλλόκοτο και τρομακτικό μείγμα.
Για τον ανυποψίαστο αναγνώστη που θα έρθει σε επαφή με το βιβλίο, οι πρώτες σελίδες ίσως τον ξενίσουν, καθώς η μυθοπλαστική γραφή του συγγραφέα σε συνδυασμό με τη ντοπιολαλιά, η οποία προβάλλεται εντέχνως σε αυτή την επίδοξη επανανοηματοδότηση της παράδοσης, απαιτεί χρόνο.
Ο αναγνώστης, όμως, που έχει επαφή με τη λογοτεχνία του φανταστικού θα κατανοήσει πιο εύκολα τον κόσμο του συγγραφέα, έναν κόσμο που συνδυάζει τη γραφή του Tolkien και του Lovecraft με την Black Metal αισθητική, σε μουσική και στίχους, η οποία στη σκανδιναβική έκφανσή της στηρίζεται σε μύθους και σκοτεινές παραδόσεις. Η άποψη μου είναι ότι η συνοδεία του διαβάσματος των Παγανιστικών Δοξασιών της Θεσσαλικής Επαρχίας με τη μουσική υπόκρουση των δίσκων των Emperor ή των Limbonic Art δίνουν μάλλον ατόφια την ατμόσφαιρα που δημιούργησε την Κυρά της Καταχνιάς, τον Ρακάτη και την Φολέρα.
Από τα Βλαχοχώρια στα Καραγκουνοχώρια και από εκεί στα Δρακοχώρια, οι περιοχές του Κάμπου ξεδιπλώνουν τα μυστικά τους μέσα από 48 ευσύνοπτες ιστορίες που παρουσιάζουν αλληλουχίες γεγονότων και σχέσεων που εξαφανίζουν τη λογική, αναδεικνύουν τις γλωσσικές και πολιτιστικές ιδιαιτερότητες και επανατοποθετούν την παράδοση στο πιο σκοτεινό φόντο.
Μερικές ιστορίες σε ωθούν να επαναλάβεις την ανάγνωση προκειμένου να βιώσεις ξανά την άρτια απόκοσμη ατμόσφαιρα. Κάποιες στιγμές σκέφτεσαι ότι το μέγεθος ίσως περιορίζει την αφήγηση, άλλες φορές ότι η υπερβολή της μυθοπλασίας οδηγεί σε απώλεια της συνοχής και σε αφήνει μετέωρο μέσα στην ανεξάντλητη φαντασία του συγγραφέα, όταν όμως ολοκληρώσεις το ταξίδι ένα είναι σίγουρο: θα έχεις αποκτήσει μία καινούργια αντίληψη για τις μισογκρεμισμένες καλύβες, για τα σκοτεινά κελάρια και τα ξεχασμένα μπαούλα, ειδικά εάν τύχει να βρεθείς σε κάποιο μέρος της Θεσσαλίας.
Η ομώνυμη σελίδα στο Facebook ήταν το πρώτο «σπίτι» των ιστοριών αυτών, αποκτώντας σιγά – σιγά μία φήμη στους λάτρεις του είδους και δημιουργώντας μία κοινότητα που ανέμενε με προσμονή τις αναρτήσεις του συγγραφέα. Στην εποχή του storytelling των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όλο και περισσότεροι νέοι συγγραφείς αναρτούν διηγήματα και λογοτεχνικά κείμενα, δοκιμάζοντας την αποδοχή του κοινού και βρίσκοντας ένα καταφύγιο καταγραφής των σκέψεων τους, που ενισχύεται από τον διάλογο και τη διάδραση που προσφέρουν τα νέα αυτά Μέσα.
Το βιβλίο βρίσκεται ήδη στην τέταρτη έκδοσή του, με τη γνωστή φροντισμένη επιμέλεια του εκδοτικού οίκου Αντίποδες που μας χάρισε το βραβευμένο «Γκιάκ», του Δημοσθένη Παπαμάρκου (ένα ακόμα επιτυχημένο πάντρεμα της λογοτεχνίας με την παράδοση) και αποδεικνύει την προσήλωση των εκδοτών στην ποιότητα και την αισθητική.