Criticism

Κείμενα και Κριτική

Πληγές που δεν έκλεισαν σωστά και μύρισαν πορτοκάλι

Πληγές που δεν έκλεισαν σωστά και μύρισαν πορτοκάλι

Κριτική Πεζογραφίας April 27, 2020

Γιώργος Κυριακόπουλος, Η τρισέγγονη της αραπίνας και άλλες ιστορίες. Διηγήματα. Εστία, 2017

του Κωσταντίνου Αδάμ

Αραπίνα: μπορεί άραγε μια λέξη τόσο προβοκατόρικη και ρατσιστική να κρύβει οτιδήποτε θετικό προς το άτομο που χαρακτηρίζει; Μια λέξη όνειδος, σημαία της άγνοιας, που όμως χώρεσε στις σκέψεις του Καββαδία με την ίδια ευκολία που βγήκε από τα χείλη κάποιου οπαδού της ευγονικής. Ισορροπώντας ανάμεσα στις Νύχτες Μαγικές του Τσιτσάνη και το ομώνυμο τραγούδι του Ζαμπέτα, η λέξη, ιδίως όσον αφορά τις γυναίκες στα έργα αυτά, αφήνει ίχνη από έναν ανοίκειο ερωτισμό, μία ηδονιστική απεικόνιση του ανέμελου.

Ο Γιώργος Κυριακόπουλος σε αυτή την πρώτη του απόπειρα, αναζητά τις διαδρομές των λέξεων και των εννοιών που αλλάζουν τόσο δραματικά τη γεύση και την υφή τους ανάλογα με τα χείλη που βγαίνουν.  Τα διηγήματά του, εξιστορούν μικρές πτυχές  που συνθέτουν τη σύγχρονη Ελλάδα, αλλά όχι μόνον αυτήν. Οι εξαιρετικά παραστατικές περιγραφές, μας βάζουν μέσα σε σπίτια ξεπεσμένων αστών, σε ημιυπόγεια κατώτερων κοινωνικά στρωμάτων, σε ντουζιέρες αποδυτηρίων αγγλικής λέσχης και σε παιδικές κατασκηνώσεις της Αγροτικής, στον Διόνυσο.

Όλα τόσο αληθινά. 21 μικρές εξομολογήσεις που απεικονίζουν την Αθήνα μέσα στα χρόνια της κατοχής, του γύψου και της μεταπολίτευσης έως πρόσφατα. Χαλκίδα, Σπάρτη, Κάρπαθος και άλλοι τόποι, αστικοί και μη, συνήθως ελληνικοί, συνοδευόμενοι από ένα ψυχογράφημα των ανθρώπων που τους κατοικούν, μια διερεύνηση του παρελθόντος τους και μια παρατήρηση των διαδράσεων τους. Σε αυτές τις διαδράσεις  λανθάνει η διάθεση να ξεχαστεί ότι έφτασε να χωρίσει τους χαρακτήρες, μια μορφή συναίνεσης, όχι όμως και συμφιλίωση. ” Στα 1939 ο Λευτεράκης γράφτηκε στην ΕΟΝ. Εκών άκων, όπως και ο πατέρας μου και άλλοι πρόσκοποι τότε, υποχρεωτικά[…]Και απολύθηκε ο Λευτεράκης. Ούτε χρόνο δεν είχε συμπληρώσει“.

Τα συμβάντα, τα ιστορικά γεγονότα και οι ιδεολογικές διαφορές έπαιξαν τον ρόλο τους στην απομάκρυνση του ενός από τον άλλον και η ανάγκη των ανθρώπων για συνέχεια έφερε την σύγκλιση. Η συμφωνία όμως δεν ήρθε ποτέ, ούτε ο σεβασμός που απαιτεί μια τέτοια συνθήκη. Αυτό που εδραιώθηκε, ήταν ο συμβιβασμός, με κύριο εργαλείο του την αποσιώπηση. ” Ότι έγινε, έγινε..” λοιπόν στην περίπτωση του Λευτεράκη και εκείνη την ιστορία που είχε για τα παλιά του αφεντικά, την πήρε τελικά μαζί του. Έτσι συνέβη και με το μωρό που το βάφτισε εκείνος ο καλός μητροπολίτης. Το ίδιο και για τη Βικτωρία και ας της κάνουν που και που καμιά πλάκα οι πιτσιρικάδες. “..Ο αέρας να το πάρει“.  Άλλωστε, όπως τόσο υποκριτικά αλλά και τόσο εύστοχα σημείωσε η κ. Νουάρου  “Ο καθένας με ότι όπλα είχε εκείνη την εποχή“.

Οι βίαιες εικόνες που περιγράφονται και υπαινίσσονται στην “Μούσα παιδική”, την “Βικτωρία” και “την τρισέγγονη της αραπίνας” σοκάρουν τόσο με την πράξη καθεαυτή, όσο και με την αλήθεια που περιέχουν για τέτοια περιστατικά έμφυλης βίας. Κανείς δεν είναι έτοιμος να διαχειριστεί την αλήθεια. Όταν στον Ρίκο έρχεται η αυλή αντιμέτωπη με την αλήθεια, ακολουθεί η συγκοπή, ο θάνατος. Η Ελλάδα έμαθε να σωπαίνει και να προχωρά, ελπίζοντας στην επούλωση του χρόνου, “ Η Χαρίκλεια μάζεψε το σεντόνι και βγήκε με τον κουβά να σφουγγαρίσει. Άνθρωποι θα ερχόντουσαν, να είναι καθαρά“. Μια ευχή περισσότερο, παρά μια βάσιμη ελπίδα που φαίνεται όμως, τουλάχιστον επιφανειακά, να έχει αποτέλεσμα.

Κάποιες στιγμές, στις πρώτες ιστορίες, θα δούμε το φίδι ή στοιχεία του να φορτίζουν τις αφηγήσεις και να μας σηματοδοτούν τον κίνδυνο του θανάτου αλλά και του άκρατου ερωτισμού, όπως στην περίπτωση της “Μούσας”, του “κάτω στις Κουκουβάουνες” και της “θείας Ινούς”. Ίσως σαν προειδοποίηση του δημιουργού. Η απαγορευμένη γνώση συνεπάγεται την αποπλάνηση και το στοιχείο που πρωταγωνιστεί σε αυτή την συλλογή είναι η γυναίκα.

Σε όλα τα διηγήματα υπάρχουν απτές αποδείξεις της αγάπης και του θαυμασμού του συγγραφέα για το γυναικείο φύλο. Ινώ, Λέττη, Σιάντρα, Λωρέττα, μαμά , Λεϊλά όπως και τόσες άλλες μέσα στα κείμενα υπάρχουν για να μας παράσχουν ένα ισχυρό και στιβαρό γυναικείο πρότυπο, άλλοτε απενοχοποιημένο, πάντα με συνείδηση της δύναμης και της αξίας του. Ακόμα και ως αναφορά η Γκρείσια, δίνει το φεμινιστικό στίγμα της στο “Cognoscere Causas Rerum”, ενώ “Στα σκαλιά του Ούζι”, η κόρη του αφηγητή υπάρχει για να υπενθυμίζει κάθε τι αγνό και άσπιλο, ώστε να χρησιμεύσει σαν αντίθεση για τις ερωτικές περιπέτειες τόσων φτηνών κοριτσιών με τον Άγγελο, αλλά κυρίως της Ζήνας και του εκχυδαϊσμένου, από τον αφηγητή, παρελθόντος της.

Ο συγγραφέας, όταν δεν κατασκευάζει λέξεις (σταφυλοπατημένος, ασπιλόχρουν),  χρησιμοποιεί έξυπνα την πένα του για να βάλει στο κεφάλι μας την μουσική επένδυση που έχει επιλέξει, περιγράφοντας τα χαρακτηριστικά της γυναίκας όπως την ονειρεύεται. Η Φλέρυ Νταντωνάκη τραγουδώντας την μουσική του Μάνου Χατζιδάκι προσδίδει στις ιστορίες ένα ξεκάθαρο και ζωηρό άρωμα γυναίκας. Μια γυναίκα εκλεπτυσμένη, δυνατή, απρόσιτη και ερωτεύσιμη “Αν μου αρέσει το κέντημα; Πως σου ‘ρθε; Εγώ δεν έχω υπομονή ούτε να περάσω την κλωστή στην βελόνα. Έχω βέβαια μια αγάπη για τη συμμετρία“. Στο “Ωσεί μονόπρακτο”, θυμίζοντας έντονα μια εναλλακτική σονάτα υπό το σεληνόφως, η Γυναίκα εξομολογείται τα πάθη της στον σιωπηλό εραστή της, αλλά δεν απολογείται. Χαίρεται την σεξουαλικότητά της,  μιλά απελευθερωμένα για αυτήν και αγαπάει τον εαυτό της και την μυρωδιά που αφήνει πάνω στους άνδρες. Η γιαγιά φίλη της Λωρέττας, τόσο διαφορετική από την ίδια, μοιάζει να συμπληρώνει το όλον της γυναικείας Ιδέας μαζί με την προκλητική συνοδοιπόρο της.

Οι άνδρες δεν χρειάζονται πουθενά εδώ. Ίσως μόνο σαν βάρος, σαν ένα αναγκαίο κακό. Η συλλογή στο “ποίημα του ενός ευρώ” κλείνει με την παραδοχή του συγγραφέα  που συμπυκνώνεται σε ένα δίστιχο. Κεντρομόλος, φυγόκεντρος. Η ψευδής δύναμη, η κεντρόφυγη σκέψη, είναι αυτή που καθορίζεται από την πραγματική δύναμη της ερωτικής επιθυμίας. Όλα αρχίζουν από εκεί όπου πηγάζει η δημιουργική διάθεση στο κέντρο αυτού του νοητού κύκλου, ενώ υπάρχει η ψευδαίσθηση ότι μια άλλη πηγαία δύναμη το σπρώχνει να φύγει έξω από την κυκλική και προδιαγεγραμμένη του τροχιά. Μία ακόμα ομολογία του ερωτευμένου δημιουργού.

 Η ιστορία της Μαρίας λοιπόν, όχι τραγουδισμένη από τον Βασίλη Νικολαΐδη αυτή την φορά, αλλά εξιστορημένη από τον Κυριακόπουλο, μας ταξιδεύει σε Ελλάδες,  γνώριμες και μη, με χαρακτήρες όλων των κοινωνικών τάξεων, μικρού και μεγάλου ηθικού αναστήματος, κυρίως όμως ανθρώπινους, με διάθεση να φυλάξουν τα μυστικά τους μέχρι αυτά να ξεχαστούν ώστε να προχωρήσουν μπροστά με το βάρος της λήθης. Μια διακριτική ενσυναίσθηση των ανθρώπων για τα  πράγματα που τους ενώνουν και μια βιαστική όσο και ειλικρινής διάθεση να αφήσουν πίσω αυτά που τους χωρίζουν. Με την φροντίδα μιας γυναίκας που μυρίζει λιβάνι και πορτοκαλανθούς. Για τα μάτια μιας γυναίκας που δεν έγινε δική τους ποτέ, της Γυναίκας.