Criticism

Κείμενα και Κριτική

Οι σαγηνευτικές ζωές της «περιθωριακότητας»

Οι σαγηνευτικές ζωές της «περιθωριακότητας»

Κριτική Πεζογραφίας April 27, 2020

Θεόδωρου Γρηγοριάδη, Ζωή Μεθόρια, εκδ. Πατάκη, 2015

της Ματίνας Κοντού

Η Ζωή στο μυθιστόρημα του Θεόδωρου Γρηγοριάδη είναι μεθόρια γεωγραφικά, κοινωνικά, ιδεολογικά, πολιτικά και πολιτιστικά με έναν τρόπο που ταξιδεύει τους νοσταλγικούς και καθηλώνει τους ρομαντικούς. Η νεαρή Ζωή, που συμβολίζει μία ολόκληρη γενιά, την ανήσυχη γενιά του ’60, είναι μία αντισυμβατική ιδεαλίστρια φεμινίστρια που μεγάλωσε στα χρόνια της μεταπολίτευσης στη Θεσσαλονίκη και μέσα από γεωγραφικές και εσωτερικές διαδρομές προσπαθεί να μείνει ακέραιη στις αξίες και τα ιδανικά της. Μία προσεγμένη έκδοση με ασπρόμαυρο και αινιγματικό εξώφυλλο, που συντροφεύει ιδανικά τους ταξιδιώτες και μαγνητίζει τους συναισθηματικούς αναγνώστες.

Μέσα από γλαφυρές περιγραφές τοπίων, συναισθημάτων και ανθρώπων ο Γρηγοριάδης καταφέρνει με το ευφάνταστο λογοπαίγνιο της πρωταγωνίστριας Ζωής, να αποδώσει αβίαστα την συνάρθρωση και διασταύρωση ιδεολογικών, θρησκευτικών, γλωσσικών και κοινωνικών διαφορών που χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους. Η Ζωή, η τολμηρή και δυναμική καθηγήτρια που πηγαίνει να διδάξει αρχικά στη Δράμα, είναι ουσιαστικά η νεανική και φεμινιστική αντικουλτούρα που με το πάθος ενός νεανικού και συνάμα λογοτεχνικά κατασκευασμένου έρωτα, χτίζει κοινότητες αλληλεγγύης υπερασπίζοντας τους κοινωνικά αποκλεισμένους.

Η Ζωή μεθόρια είναι ένα εξαιρετικά επίκαιρο μυθιστόρημα που υπογραμμίζει με βιωματικό τρόπο τις βαθύτατες μεταμορφώσεις της ελληνικής πολιτικής σκηνής και της κοινωνίας που άρχισε να ξεχνά τους αγώνες και τα όνειρά της και σίγησε τον άλλοτε ανυπότακτο και ασυμβίβαστο κοινωνικό παλμό της. Ο Γρηγοριάδης εύστοχα εισάγει στην αφήγηση το ημερολόγιο της Ζωής, το οποίο αναντίρρητα βρίσκεται στο επίκεντρο της φεμινιστικής σκέψης αφού διαπλάθει τον εαυτό και για την πρωταγωνίστρια Ζωή λειτουργεί ως το ασφαλές ιδιωτικό πεδίο έκφρασης και σκέψης.

Αντιστεκόμενη στις νόρμες της εποχής, η Ζωή, με μία πηγαία αγανάκτηση που δεν συμβαδίζει με την τότε ευρεία κοινωνική συναίνεση, παραμένει μια αντικομφορμίστρια φεμινίστρια, αφοσιωμένη στα ιδανικά της αριστεράς, και υπερασπίστρια της ανθρώπινης ελευθερίας και της αυτονομίας από επιβεβλημένα κοινωνικά στερεοτυπικά δεσμά. 

Εισάγοντας διαρκώς νέες ετερότητες, φύλου, πολιτισμού, γεωγραφίας και ιδεολογίας, ο Γρηγοριάδης καταφέρνει σε ένα μικρό μυθιστόρημα δρόμου, να συμπυκνώσει την πολιτική απόσταση της μεταπολίτευσης από την ιδεαλιστική αριστερά ή αλλιώς το όραμα μιας ολόκληρης γενιάς, μιας ‘αντικουλτουριάρικης’ νεολαίας που λάτρεψε τη θεωρία αλλά δυσκολεύτηκε με την πράξη.

Μέσα από τα ταξίδια της Ζωής φωτογραφίζεται το φυλετικό και πολιτισμικό μωσαϊκό της Θράκης, με το λογοτεχνικό έργο να εντάσσεται, όπως άλλωστε και άλλα έργα του Γρηγοριάδη, στην μεθοριακή αφήγηση, η οποία επικεντρώνεται κυρίως στις διασχίσεις ορίων. Διασχίσεις και διακινήσεις περιοχών που στο εν λόγω έργο είναι περιθωριοποιημένες όχι μόνο γεωγραφικά, αλλά κυρίως κοινωνικά. Όπως σημειώνει ο Βασίλης Λαμπρόπουλος (2002: 57 – 68) “η μεθοριακή λογοτεχνία εστιάζει σε επίκαιρα θέματα συλλογικής, εθνοτικής, φυλετικής, θρησκευτικής, σεξουαλικής, γλωσσικής ταυτότητας”.  Χαρτογραφώντας τα όρια, τις προσωπικότητες και τις διαφορετικές πολιτισμικές και πολιτικές αναφορές, η μεθοριακή λογοτεχνία αποτυπώνει την μεταβλητότητα και τον πλουραλισμό των ταυτοτήτων.

Με βέλη στη συγγραφική του φαρέτρα την αμεσότητα και την απλότητα, ο Γρηγοριάδης πραγματεύεται στο έργο του πολυδιάστατα και δαιδαλώδη ζητήματα όπως η εξουσία, οι ανθρώπινες σχέσεις και η πολιτική ιδεολογία με τέτοιο τρόπο που, χωρίς να αποπροσανατολίζουν, παρασύρουν τον αναγνώστη. Υπό τη μυθιστορηματική σκέπη ενός δυνατού έρωτα, θαρραλέων εσωτερικών αναζητήσεων και σκοτεινών δεισιδαιμονιών, που όμως φαίνεται να επιβεβαιώνονται, η μεθόρια Ζωή αναμετριέται με τους δαίμονές της.

Όσο άτρωτη κι αν στέκεται απέναντι στα κοινωνικά κλισέ, η πρωταγωνίστρια κατά βάθος είναι ευάλωτη, όσο κοινωνική κι αν δείχνει, νιώθει μόνη, έχει αδύναμες στιγμές και σταδιακά κυριεύεται από τον φόβο ότι οι άντρες για τους οποίους αναπτύσσει συναισθήματα, δεν θα έχουν ευοίωνο μέλλον. Ακροβατώντας ανάμεσα στη αλήθεια και μια μεταφυσική πραγματικότητα, η Ζωή από αυτό το οντολογικό μεταίχμιο παλεύει να κλείσει τις παλιές της πληγές, όμως αντί για αυτό, ανοίγει άλλες, πιο βαθιές.

Με ισχυρούς συμβολισμούς, πολιτικούς, κοινωνικούς και πολιτισμικούς, ο Γρηγοριάδης επιλέγει να θίξει με ευανάγνωστο τρόπο τις σχέσεις εξουσίας που ριζώνουν στην κοινωνία, τις ταξικές και ιδεολογικές διαφορές καθώς και την «ενηλικίωση» μιας γενιάς με ελπίδες και μνήμη. Με αποσπασματικές και μικρές καταθέσεις ψυχής από το ημερολόγιο της Ζωής, ο Γρηγοριάδης πετυχαίνει μία αυθεντική εξομολόγηση των βαθύτερων σκέψεων της πρωταγωνίστριας, που καλούν τον αναγνώστη αν όχι να ταυτιστεί, σίγουρα να συμμεριστεί τις ανησυχίες μίας νέας γυναίκας με όνειρα και ιδανικά.

Το εντυπωσιακό με την πένα του Γρηγοριάδη στη Ζωή Μεθόρια είναι πως υποδόρια, άρρητα, υπό τον μανδύα μιας νεανικής ερωτικής ιστορίας, καταφέρνει να πει τόσα πολλά για τις μεταμορφώσεις του κοινωνικού και πολιτικού γίγνεσθαι σε μία γεωπολιτικά και κοινωνικά ταραγμένη περίοδο, ενώ παράλληλα στρέφει το βλέμμα του αναγνώστη στη μεθόρια ζωή, πέρα από τη Ζωή.

Η Ζωή δεν αντιλαμβάνεται τον έρωτα νομοτελειακά ή χρησιμοθηρικά, δεν συντάσσεται με τις παραδοσιακές αξίες, ούτε τις υιοθετεί. Χαρακτηριστικά, η πρωταγωνίστρια γράφει στο ημερολόγιό της για την κολλητή της φίλη Ναταλία, που κάποτε μοιράζονταν την ίδια δίψα τη ζωή (σελ. 83): «Οι εξουσίες και τα παρακλάδια της ευνοούν σχέσεις και καριέρες αλλά παρέρχονται με κάθε αλλαγή. Η Ναταλία είχε παντρευτεί κάποιον που συμβάδιζε με την εποχή και τις ανάγκες της και όχι με την ψυχή της τελικά».

Μέσα από ένα λογοτεχνικό αμάλγαμα ερωτισμού, αντίστασης και αντίδρασης, μέσα από τις μουσικές, τις διαδρομές και τις εξομολογήσεις, ο Γρηγοριάδης με μεστό τρόπο χτίζει έναν πολύ δυναμικό χαρακτήρα, που όμως έχει μία Αχίλλειο πτέρνα, αυτή του φόβου ότι οι άνδρες με τους οποίους συνάπτει δεσμούς, δεν έχουν καλό τέλος.

Ο έρωτας της Ζωής με τον ναυτικό Γιάννη, η αλληλογραφία τους και το πάθος τους, κάνει το βιβλίο ένα αυθεντικά ρομαντικό έργο. Όμως, τίποτα δεν προεικάζει το τέλος. Ανατρεπτικό και κάπως απότομο, αναμένεται πιθανώς να ξενίσει αλλά και να καθηλώσει ακόμη περισσότερο τον αναγνώστη, αφού πρόκειται για μία απόλυτη επιβεβαίωση και την ίδια στιγμή, μία τεράστια διάψευση. Και οι δύο της Ζωής. Όμως ποιας ζωής άραγε;

Βιβλιογραφική Αναφορά

Λαμπρόπουλος, Β. (2002). Μεθοριακή λογοτεχνία και κριτική στο Α. Σπυροπούλου και Θ. Τσιμπούκη (επιμ), Σύγχρονη Ελληνική Πεζογραφία: Διεθνείς Προσανατολισμοί και Διασταυρώσεις, Αθήνα, εκδ. Αλεξάνδρεια, σ. 57-68.