Κείμενα και Κριτική
Κριτική Πεζογραφίας April 27, 2020
Βασιλείας Γεωργίου, Η έκτη μέρα, Γαβριηλίδης, 2016
της Μαρίας Σαρίκα
“Όταν ο Αλκιβιάδης ξύπνησε εκείνο το πρωινό είχε ήδη πεθάνει”. Έτσι αρχίζει το βιβλίο της Βασιλείας Γεωργίου Η έκτη μέρα, με τον Αλκιβιάδη να ξυπνάει ένα πρωινό όπως όλα τα άλλα. Μόνο που αυτή τη φορά βρίσκεται εγκλωβισμένος στο νεκρό σώμα του. Ακολουθούν έξι μέρες αναζήτησης και αναμονής για να ξεφύγει από αυτή την κατάσταση “ζωντανού-νεκρού” για να μπορέσει να αναπαυθεί οριστικά. Σε όλη αυτή την κατάσταση -πέρα από αυτή στην οποία βρίσκεται ο πρωταγωνιστής- σχηματίζεται ένα ακόμα παράδοξο: τα κοντινά του πρόσωπα τού συμπεριφέρονται σαν να μην είναι νεκρός, με τη σύντροφο του Νόρα μάλιστα να τον πιέζει συνεχώς να φάει και να τον βοηθά να πλυθεί, ακόμα και στα προχωρημένα στάδια της αποσύνθεσης του.
Ένα έξυπνο και σκοτεινό κείμενο με μακάβρια στοιχεία, ικανά να δημιουργήσουν πλήθος συναισθήματα στον αναγνώστη. Παρατηρείται να κυριαρχούν δύο αντίρροπες δυνάμεις που συχνά έρχονται σε αντίθεση μεταξύ τους. Απέναντι από τον Αλκιβιάδη που επιθυμεί να ολοκληρωθεί ο θάνατός του βρίσκεται η σύντροφος του, η οποία του συμπεριφέρεται σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα και η στάση της εκλαμβάνεται από τον ίδιο ως μια προσπάθεια να αλλάξει το αναπόφευκτο, ο θάνατος. Όμως γιατί δεν γαληνεύει αυτό που ονομάζουμε ψυχή; Γιατί ο Αλκιβιάδης ακόμη και νεκρός εξακολουθεί να διατηρεί όλες τις σωματικές του λειτουργίες;
Τα γεγονότα εκτυλίσσονται με φόντο το σπίτι του πρωταγωνιστή καθώς ο ίδιος πλησιάζει με το ζόρι το παράθυρο που το έχει ως μέσο ψυχαγωγίας να χαζεύει τους γείτονες και τους περαστικούς, στην προσπάθεια του να γεμίσει τη μέρα του. Με τριτοπρόσωπο αποστασιοποιημένο αφηγητή, λεξιλόγιο περιγραφικό, οπτικά εκφραστικό και δραματικό, ζωντανούς και πλούσιους διαλόγους και άρτια περιγραφή και ανάλυση χαρακτήρων το μυθιστόρημα γίνεται ευανάγνωστο.
Η συγγραφέας ωστόσο παρόλο που θα μπορούσε να “παίξει” με κάποια χαρακτηριστικά της γλώσσας δεν το έκανε. Θα μπορούσε όπως το σώμα του νεκρού Αλκιβιάδη αποσυντίθεται, έτσι και η γλώσσα του κειμένου να “λιώνει” σταδιακά, να γίνεται πιο ελαφριά και να αλλοιώνεται σιγά σιγά, μέχρι να επέλθει το οριστικό τέλος. Η επιλογή της συγγραφέως να κρατήσει την γλώσσα αναλλοίωτη παρά τις αλλαγές που πραγματοποιούνται ανταποκρίνεται στην ψυχή του Αλκιβιάδη που παρέμεινε ακέραιη και εγκλωβισμένη σε ένα νεκρό σώμα.
Έξι μέρες αναζήτησης και αναμονής του πώς και του γιατί. Και έξι μέρες προσπάθειας να τακτοποιηθούν οι εκκρεμότητες και πράγματα που βασανίζουν τον ίδιο τον πρωταγωνιστή. Ενδόμυχες τύψεις που έχει για την δύσκολη σχέση με τον πατέρα του, αλλά και την Έλενα μια έφηβη που έχει υπό την κηδεμονία του. Ο μόνος λόγος που ο πρωταγωνιστής βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση είναι γιατί οι τύψεις του δεν τον αφήνουν να ησυχάσει. Τύψεις για πράξεις που, ενώ ήθελε, δεν έκανε. Που τις διαχειρίστηκε λάθος. Που όταν έπρεπε να διεκδικήσει πράγματα και να παλέψει για πρόσωπα, όπως για την κηδεμονία της βαφτισιμιάς του, αφέθηκε και άφησε τους άλλους να αποφασίζουν γι αυτόν: “Με το που ο λογισμός του έτρεξε στην Έλενα, ένιωσε μια βαθιά θλίψη. Όχι μόνο γιατί το κακόμοιρο το κοριτσάκι είχε χάσει για δεύτερη φορά έναν κηδεμόνα της τόσο πρόωρα, αλλά και γιατί δεν είχε προλάβει ποτέ να χτίσει μαζί της τη σχέση που πραγματικά επιθυμούσε.”. Και όταν καταφέρνει να βρει ειρήνη με τον εαυτό του, τότε λύνεται το ζήτημα του θανάτου του. Όταν καταφέρει να κάνει μια ειλικρινή συζήτηση με τον πατέρα του και λύσουν το ζήτημα της ταραγμένης σχέσης τους.
Οι Ερινύες τελικά είναι πιο δυνατές από όσο φανταζόμαστε. Δύσκολος ο δρόμος για την κάθαρση. Και όλα αυτά λύνονται την έκτη μέρα. Έτσι ολοκληρώνεται ο κύκλος της ζωής. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία την έκτη μέρα έφτιαξε ο Θεός τον άνθρωπο. “Όταν ξημέρωσε η έκτη ήμερα, ο Θεός είπε: «Ας γεννήσει η γη σήμερα κάθε είδος ζωντανού οργανισμού. Όλα τα είδη των ζώων, των ερπετών και των θηρίων».” Και την έκτη μέρα ο άνθρωπος πέθανε. Το πιο τέλειο και πολύτιμο πλάσμα μέσα στην απέραντη δημιουργία αναπαύεται. Αναπαύεται όντως; Ή μήπως όλα αυτά δε συνέβησαν παρά μόνο στο μυαλό του Αλκιβιάδη λίγο πριν αποφασίσει να δώσει ένα τέλος στη ζωής του; Μήπως όλα αυτά ήταν μια εγκεφαλική αντίδραση λίγο πριν τη στιγμή της αυτοχειρίας; Ο τρόπος του να πει αντίο στη ζωή; “Με γοργές κινήσεις τράβηξε το σκαμνάκι που χρησιμοποιούσε η Νόρα για να φτάνει τα ψηλά ντουλάπια, ανέβηκε πάνω του, πέρασε το κεφάλι του ανάμεσα στο βρόχο και αφού βεβαιώθηκε ότι η ζώνη δεν θα γλιστρούσε από το χερούλι του ντουλαπιού κατά την απαιώρηση του, έσπρωξε το σκαμνάκι στο πλάι και βρέθηκε στο κενό.” Εξάλλου, αν τον κρατούσαν μόνο οι τύψεις σε αυτή την κατάσταση, μόλις έλυνε το πρόβλημα αυτό θα αναπαυόταν αμέσως.
Το μυθιστόρημα της Βασιλείας Γεωργίου μας υπενθυμίζει να μην παίρνουμε τίποτα στη ζωή ως δεδομένο. Να ζούμε χωρίς κακίες και εγωισμούς, να είμαστε ειλικρινείς με τους γύρω μας και τον εαυτό μας, ο χρόνος να μην κυλάει άσκοπα. Και φυσικά κάτι που είναι αυτονόητο αλλά ξεχασμένο πλέον στη σύγχρονη εποχή, να μην ξεχνάμε να ζούμε.