Κείμενα και Κριτική
Κριτική Πεζογραφίας April 27, 2020
Ελισάβετ Χρονοπούλου, Ο έτερος εχθρός, Πόλις, 2017
του Ευάγγελου Δεληγιαννίδη
“Μπροστά η Φιλίτσα και πίσω εγώ, ανηφορίσαμε για το σπίτι. Δε βγάλαμε μιλιά σ’όλο το δρόμο γιατί ένα πράγμα μόνο ήταν να πούμε κι αυτό δεν θα το λέγαμε ποτέ ο ένας στον άλλον, ποτέ πια όσο ζούσαμε, και πράγματι, ποτέ δεν το ‘παμε. Μας έφτανε που, όταν θα ξημέρωνε η μέρα και θα πηγαίναμε στο μπακάλη με το δελτίο, θα παίρναμε τρεις μερίδες ψωμί κι όχι δύο […]
Τίποτ’άλλο δεν θυμάμαι από κει και πέρα.
Ζήσαμε.”
Η περίοδος της κατοχής στην Ελλάδα έχει αποτελέσει αντικείμενο εκτενούς ιστοριογραφικής έρευνας τόσο της εγχώριας όσο και της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας. Παρά την πληθώρα διαθέσιμων πηγών, η Ελένη Χριστοπούλου καταφέρνει να φέρει στην επιφάνεια μια όψη της κατοχής αποσιωποιημένη και οδυνηρή. Γιατί η Ιστορία, φυσικά, δεν ενδιαφέρεται να ασχοληθεί με τις μικρές, ατομικές ιστορίες.
«Ο έτερος εχθρός» αποτελείται από δέκα διηγήματα όπου το ένα μετά το άλλο συνθέτουν ένα διεισδυτικό πορτρέτο της περιόδου της Κατοχής. Κοινό σημείο των δέκα άρτιων λογοτεχνικά ιστοριών αποτελεί η υπέρβαση, όχι όπως όμως συνήθως την αντιλαμβανόμαστε σε σχέση με την επώδυνη αυτή εποχή. Στον «έτερο εχθρό» δεν διαβάζουμε ιστορίες αυτοθυσίας, αυταπάρνησης, θάρρους και ανιδιοτέλειας όπως έχουμε συνηθίσει να σκεφτόμαστε την εποχή της Γερμανικής κατοχής μέσα από το πρίσμα της ηρωικής μεταπολεμικής τους μεταγραφής σε άσματα και κινηματογραφικές δημιουργίες.
Στα δέκα διηγήματα του «Ετέρου εχθρού» η υπέρβαση παίρνει την μορφή της ασέβειας, της ιδιοτέλειας, της εκμετάλλευσης, της μνησικακίας, της αισχροκέρδειας και του φόβου. Μέσα από την ματιά της Ελισάβετ Χρονοπούλου συντίθεται ένα ζοφερό πολεμικό σκηνικό στο οποίο όμως οι συγκρούσεις δεν λαμβάνουν χώρα στο πολεμικό μέτωπο αλλά στον ψυχικό κόσμο των εκάστοτε πρωταγωνιστών.
Δυο παιδιά δεν αποκαλύπτουν τον θάνατο της γιαγιάς τους για να εξακολουθήσουν να αξιοποιούν στην κατοχική Αθήνα το δελτίο της για τα τρόφιμα.
Ένας νεαρός υποδεικνύει στους κατακτητές την κρυψώνα του κολλητού του για να γλιτώσει από τον θάνατο.
Μια μητέρα προκειμένου να εξασφαλίσει αξιοπρεπή διαβίωση στο μονάκριβο της αγόρι αφήνει τον αδερφό της να λιμοκτονήσει.
Ένας νεόκοπος έμπορος, εκμεταλλευόμενος την κατάρρευση των τιμών ακίνητης περιουσίας, θέτει τις βάσεις της μελλοντικής επαγγελματικής του επιτυχίας.
Ιστορίες εμπνευσμένες στο σύνολό τους από τη δραματικότερη περίοδο της σύγχρονης Ελλάδος απηχούν ένα δραματικά προσωπικό βίωμα. Ιστορίες με τις οποίες οι πρωταγωνιστές ζήσανε χωρίς ποτέ να τις επαναφέρουν στη ζωή τους, αφού ο τίτλος «Ουδέν αξιοσημείωτον» είναι η φράση που ο κ. Μαυρίδης, ο αφηγητής, σημειώνει στο πενηντάφυλλο μπλοκ του νεαρού ερευνητή που του ζήτησε να γράψει τις αναμνήσεις του από την Κατοχή. Όχι όμως «ουδέν αξιοσημείωτον» να αναφερθεί, αλλά «ουδέν αξιοσημειώτον» να διαδοθεί σε όλους εμάς τους τυχερούς που τις σκηνές αυτές πρόκειται να τις δούμε μονάχα στις οθόνες κινηματογραφικών αιθουσών.
Στις δέκα μικρές ιστορίες του βιβλίου της «Ο έτερος εχθρός», η Έλενα Χριστοπούλου ξεδιπλώνει το κινηματογραφικό της ταλέντο με το στυλό αυτή τη φορά και όχι με την κάμερα. Τα διηγήματα διακρίνονται από μια «κινηματογραφικότητα», είναι δηλαδή απολύτως άρτια με αρχή, μέση και τέλος, γερή πλοκή, ολοκληρωμένους ήρωες και ουσιαστικούς διαλόγους.
Οι ήρωες εδώ δεν εξυμνούνται αλλά απομυθοποιούνται. Η ανθρώπινη τους διάσταση αναδεικνύεται σε όλο της το μεγαλείο. Υποκύπτουν στις αδυναμίες τους, η ακεραιότητα τους κατακρημνίζεται. Αποδεικνύονται πιο μικροί από τα ερωτήματα που θέτουν ματαίως στον εαυτό τους εκ των υστέρων.
Όλα τα πρόσωπα έρχονται αντιμέτωπα με έναν… «έτερο εχθρό». Ο πρώτος εχθρός είναι φυσικά ο κατακτητής, ποιος όμως είναι ο άλλος; Αρχικά ακούγεται παράδοξο η διαπίστωση περί ύπαρξης κάποιου «έτερου» εχθρού την στιγμή που η πλειονότητα του Ελληνικού πληθυσμού βιώνει τις συνέπειες της πιο στυγνής κατάκτησης που έχει βιώσει αυτός εδώ ο τόπος εδώ και εκατοντάδες χρόνια. Αν όμως οι συνέπειες από την αναμέτρηση με τον πρώτο, τον όρατό εχθρό, με το πέρασμα του χρόνου επουλώνονται, οι ουλές των χτυπημάτων του δεύτερου παραμένουν ανεξίτηλες. Ο «έτερος εχθρός» δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον εαυτό των πρωταγωνιστών. Ο εαυτός μπροστά στο φόβο του θανάτου. Ο εαυτός που σιωπά, που εξευτελίζεται, που υπομένει, που συμβιβάζεται.
Εκτός από την πείνα, τους όλμους, τις αρρώστιες, την βία των άξεστων πολεμοχαρών κατακτητών, οι άνθρωποι εκείνη την περίοδο είχαν να αντιπαρατεθούν με έναν ακόμη μεγαλύτερο εχθρό: την πιθανότητα να απωλέσουν την ανθρώπινη τους διάσταση, να αποκτηνωθούν.
Απέναντι στους ταλαιπωρημένους από τις κακουχίες Αθηναίους ορθώνονται οι ταπεινές και ποταπές ορμές τους. Η επικράτηση τους κάνει τον άνθρωπο να αισθάνεται αδύναμος, τον γονατίζουν και τον μικραίνουν. Μια δυσάρεστη διάσταση της ανθρώπινης κατάστασης συστήνεται μέσα από την γλαφηρή γραφή της Χρονοπούλου, διάσταση με την οποία όλοι έχουμε έρθει σε επαφή σε δύσκολες στιγμές αλλά κανένας δε τολμά να αναφερθεί σε αυτήν, σαν έναν καλά κρυμμένο ανομολόγητο οικογενειακό μυστικό.
Ο «έτερος εχθρός» λοιπόν είναι ο φόβος, όπως αναφέρει σ’ ένα σημείωμα ένας πατέρας στο σημείωμα που παραδίδει στον γιο του με τον θάνατο του αρκετές δεκαετίες αργότερα, ο ήρωας του διηγήματος «Εν έτει 1942», καθιστώντας τον κληρονόμο μιας καταχωνιασμένης στα βάθη της μνήμης ανάλεκτης ιστορίας.
Τα ερωτήματα που τίθενται στον «έτερο εχθρό» διακρίνονται από μια διαχρονικότητα. Οι εποχές διαδέχονται η μια την άλλη, όμως οι στέρεα εδραιωμένες αδυναμίες του ανθρώπου παραμένουν εκεί για να μας υπενθυμίζουν πως όσο πιο αυτάρεσκα και απαξιωτικά αποστρέφουμε το κεφάλι μας από το παρελθόν, τόσο πιο πιθανό είναι αυτό να βρεθεί ενώπιον μας με άλλη όψη.
Διότι πράγματι ενδέχεται η Γερμανική κατοχή να βρίσκεται αρκετές δεκαετίες πίσω ωστόσο η αποθηρίωση και η μετατόπιση των ορίων της ηθική σε σημείο που ο άνθρωπος να χάνει την ανθρώπινη του υπόσταση παραμένουν δυστυχώς ακόμη επίκαιρες, ειδικά σε περιόδους κοινωνικής και οικονομικής κρίσης.