Κείμενα και Κριτική
Κριτική Πεζογραφίας April 27, 2020
Γλυκερίας Μπασδέκη «Κλάματα», LIFO βιβλία, 2019
του Γιάννη Ραουζαίου
Tι συμβαίνει όταν η λιτότητα συναντιέται με το γούστο, το πεζό με την θλίψη, η ελεγεία με την σάτιρα και η μελαγχολία με την ευτυχία, χωρίς να επιτρέπει στον εαυτό της να γίνεται ούτε χαρμολύπη αλλά ούτε και να κατρακυλά στην ψυχολογική συντριβή ενός λίγο-πολύ αναμενόμενου- λογοτεχνικού πάντοτε!-φινάλε;
Κάπου σε αυτή την μακρινή, αστρική ζώνη-μεθόριο συναντιόμαστε με την συγγραφική προσπάθεια μιας φωνής που ώριμα διεκδικεί, χωρίς όμως ταπεινά να το δηλώνει πουθενά-να είναι μία από τις φωνές, τις ίσως πιο κατασταλαγμένες και απέριττες, της γενιάς εκείνης που γεννήθηκε κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ΄60 και στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Της γενιάς που υμνώντας σήμερα την ύπαρξη, είτε σε παραπεταμένα υπαλληλικά γραφεία είτε σε θαλάμους νοσοκομείων, είτε, έστω, σε ταξίδια μακρινά (αν και όχι πάντοτε ονειρεμένα) στα ίχνη των δικών της Μάρκο Πόλο, αναζητεί το βορειοδυτικό πέρασμα.
Προς μία ισορροπία γήινη είναι αυτή η επιζητούσα διαφυγή, κάτω από τους ουρανούς των παγωμένων πόλων της ωρίμανσης.
Κλάματα! Γιατί; Ποιος θα κλάψει ή ποιος κλαίει ήδη; Μήπως αυτή η στιγμή έλαβε χώρα σε κάποιο απροσδιόριστο παρελθόν; Μήπως κάποιος θα κλάψει προβάλλοντας τον εαυτό του σαν ένα γιγάντιο Χαϊντεγκέριο βέλος προς το μέλλον, συζητώντας σε ξέφωτα και ανοιχτότητες, το πώς η μέριμνα φροντίζει και φροντίζεται εντός του χρόνου και το πώς εκείνος καταβροχθίζει εκείνη αλλά και εμάς τους ίδιους, στο απαλό αλλά αδυσώπητο πέρασμά του; Κλάματα, σύμφωνοι λοιπόν αγαπητή κυρία Μπασδέκη! Κλάματα γενικώς, μερικώς, αλλά οπωσδήποτε ειδικώς!
Κάποιος αντιγυρίζοντάς το προς εμάς θα έλεγε, σχολιάζοντας αυτή την πρώτη επαφή και την είσοδό μας “εν τω κόσμω τούτω”, πως ίσως χρειάζεται “μία λειτουργική περιγραφή εδώ” ή πως “χρειάζεται να γνωρίζουμε”. Τι θα ήταν αυτό που θα εμπλούτιζε την γνώση μας επιπλέον;
Είναι σημαντικό να αντιληφθούμε πως η συλλογή χωρίζεται σε συζευκτικά ζεύγη (ενίοτε και αντιθετικά!). Σε τμήματα αναφοράς. Σε ζεύγη σημείων προτεινόμενα ως: σπίτια/πατρίδες, ήρωες/εγκώμια, ηθικά/ διδάγματα, ζέστη/ κρύο, έρωτες / καημοί, οικογένεια/οικογένειες, άγγελοι/θαύματα. Εξίσου αναγκαίο είναι επίσης ότι θα αναζητούσαν αρκετοί αναγνώστες από την κριτική λογοτεχνίας σε αυτό το έργο μία σαφή αναφορά-αν όχι ερμηνεία!- του επιλόγου.
Ωραία! Είμαστε σε θέση να συμφωνήσουμε τουλάχιστον σε αυτό! Αυτή είναι μία τέλεια περιγραφή του τι θα έπρεπε να συμβεί εδώ. Άλλωστε, οι περιγραφές έχουν σκοτώσει την ποίηση της καθημερινότητας εδώ και πολύ καιρό τώρα! Η κριτική λογοτεχνίας θα είναι ταπεινός υπηρέτης του αναγνώστη σε αυτή την περιπλάνηση, λοιπόν.
Η Γλυκερία Μπασδέκη φαίνεται να αναγνωρίζει και η ίδια τη βραδυφλεγή δύναμη του έργου της.
Ευτυχώς, εκεί που άλλοι επέλεξαν να χαράξουν τα χέρια τους με ξυράφι ή έστω να κλωθογυρίζουν πάνω από τα στρώματα των επικαλύψεων της ύπαρξής τους βλέποντας μπροστά τους μόνον χρήματα, ηδονές και διασκεδάσεις που θα μπορούσαν ν’ αγοράσουν με αυτά τα χρήματα, ποδόσφαιρο τα Σάββατα και τις Κυριακές και ακόμη περισσότερα χρήματα, η Μπασδέκη μοιάζει να ακολούθησε “μία άγνωστη δόση…μια κατεύθυνση προς τον Θεό…μια άγνωστη διεύθυνση”, σαν βγαλμένη μέσα από τους στίχους εκείνου του ανεπανάληπτου τραγουδιού των Στέρεο Νόβα και του Κωνσταντίνου Βήτα, στις αρχές της δεκαετίας του ’90.
Η συγγραφέας θα ήθελε οι χαρακτήρες της να πάνε (μαζί της!) στα πανηγύρια (“Θέλω να με πας στα πανηγύρια”). Θα ήθελε πλημμυρισμένοι από την σαρκαστική διάθεση που διαπνέει όλη τη συλλογή των “κλαμάτων” να παραδοθούν στην εκστατική κατάρρευση που επιφέρει η λαϊκή παράδοση στα κοινωνούντα αυτήν υποκείμενά της. Η στιγμή που “Θα με ταΐζεις λουκάνικα με πράσο, μέχρι να ανοίξει το στομάχι από την τόση ευτυχία και…θα πεταχτούν οι λέξεις που έκρυβα πρόχειρα στους πεπτικούς σωλήνες και σε άλλες θαλάσσιες σπηλιές” να ανταμώσει με « μπίρα με την μπίρα, ηχείο το ηχείο, γαρίφαλο το γαρίφαλο” και ακόμη με την άλλη , εκείνη την τρομερή στιγμή όπου “τίποτε δεν θα’ναι πλέον το ίδιο…” και μετά από “τρεις ημέρες μέγα θάμα…θα τα μαζεύει η ορχήστρα…”.
Η Μπασδέκη μας φέρνει αντιμέτωπους με πολλούς χαρακτήρες. Είναι ένα δείγμα της τεράστιας ευρυμάθειας της αλλά και της προσπάθειας της να περιγράψει σε ένα τεράστιο πάζλ, όλο εκείνο το ιδιαίτερο πνεύμα που κρύβεται σαν αίσθηση στην γενιά της και στις εποχές που έχει αυτή διάγει.
Στο ποίημα Γιατί είναι βλέπεις ο άνθρωπος μου, η Μπασδέκη συναντά την ποιητική εποποιία του παρελθόντος και την συγκρότηση της νέας Ελλάδας. Λέει πως θα ήθελε να είναι ο κόντε Σολωμός, ο άνθρωπός της, συνδέοντας τα ξανά όλα αυτά με χιούμορ με το παρόν, τις αναμνήσεις” κάποιου δεκαπενταμελούς” και τον “Μήτσο” από την Λάρισα των “Δέκα μικρών Μήτσων” (“να είναι σούζα το αλογάκι!”). Αυτή όμως η ενθύμηση, αυτή η σύνδεση, δεν κάνει εκείνον που στοχάζεται και θυμάται, να σχεδιάζει το “νέο αντάρτικο πόλεων” ή να χαζεύει τον”Ανδρέα Παπανδρέου να ξεροσταλιάζει στην Ιφιγένεια!”
Η συγγραφέας επιλέγει αντιθέτως να κλαίει υπογείως. Να κλαίει με ποίηση αλλά να κλαίει και με πεζό. Επιτυγχάνει όμως να έχει και τα δύο σε ένα, τελικά. “Είναι έστω Κυριακή”, έτσι μας λέει σε μία σπαρακτική καταβύθιση στους στίχους και στην υπόνοια που κρύβεται στο How soon is now των Smiths. Βρίσκεται σε τόπους αλλά πρώτα από όλα στον ίδιο τόπο.
Βρίσκεται σε αυτόν αλλά όχι στον ίδιο χρόνο, γιατί εκεί κάπου εμφανίζεται το (νεανικό) περιοδικό του ΄80 Μανίνα και οι εφηβικοί έρωτες για τον Πάνο Μιχαλόπουλο των ελληνικών b movies και των σειρών της δικάναλης τηλεόρασης, να έχουν γρήγορα αντικατασταθεί, στην εναλλαγή των χρονικοτήτων, από την λήθη των νεότερων γενιών για όλα αυτά. Στην θέση τους έχουν αναδυθεί οι απολύσεις, οι κρίσεις, οι απεργίες πείνας πολιτικών κρατουμένων και η οδυνηρή συνειδητοποίηση ότι τα πράγματα είναι πλέον σοβαρά και ότι “δεν είσαι πια κοριτσάκι”.
Αυτή η ροή εικόνων, λέξεων και δακρύων, ακολουθεί την ιδιαίτερη ρηματική εκφορά της, στις πάνω από τις ενενήντα σελίδες των κειμένων της Μπασδέκη. Δεν μας αφήνει ούτε για ένα λεπτό από τα τόσο ουσιαστικά και συνεπή παιχνίδια του ύφους της.
Αυτό εξελίσσεται, αναπνέει ή σταματά να αναπνέει, σαν την “Κλάρα Πετάτσι, κρεμασμένη ανάποδα στην κεντρική κρεαταγορά του Μιλάνου, Απρίλη του ΄45” στο Some Girls ή όταν αποχαιρετά τα είδωλα μαζί με τον χρόνο τους και την Άννα Βιαζένσκι, μία από τις μούσες του Γκοντάρ, στο ποίημα της Κατά τύχη η Αννούλα.
Μοιάζει στο τέλος να πέφτει κάτω από τα γέλια στην περιγραφή της στράτευσής της στην ΚΝΕ σε νεαρή ηλικία, δίπλα σε έρωτες όπως τους βίωνε αυτή τότε, εφηβικό φετιχισμό και γαλανά μάτια γενικών γραμματέων με την γκροτέσκα περιγραφή να αποτυπώνεται όμορφα στο ποίημα Κομμουνιστικός Κίνδυνος.
Οι ενότητες και τα επιμέρους ποιήματα συνθέτουν μία πολύ ενδιαφέρουσα, υφολογικά, γοητευτική επανάληψη παραδειγμάτων, αναμνήσεων και περιβαλλόντων. Τα βιώνουμε όλα αυτά δε, σε μία ασυνεχή, άλλοτε δυσάρεστη και άλλοτε ευχάριστη, εναλλαγή διαθέσεων, διαισθανόμενοι κατά την ανάγνωση μία ιδιάζουσα υπόνοια. Ποια είναι αυτή; Τι υπονοούμε; Ποιο είναι το αντικείμενο;
Αφορά τον χρόνο αυτή και τις συνειδητοποιήσεις που αυτός φέρνει. Αφορά την ζωή που φεύγει και δεν περιμένει αφήνοντας πίσω της τα θραύσματα των αναμνήσεων. Αφορά τέλος μία βιωμένη ενατένιση αυτού του κύκλου του βίου, που έχει γίνει κτήμα πλέον και απορροφά μέσα του, σε μία στιγμή σαν μια σημειακή μαύρη τρύπα, όλα τα πρόσωπα που είχαμε, έχουμε και θα έχουμε, ακολουθώντας τη δημιουργική του δεινότητα, σαν μια αδιάκοπη πηγή γέννησης εναλλασσόμενου ρεύματος. Μήπως όμως έχουμε εδώ και την άρνηση μίας βαρύτητας η οποία μας τραβά προς το χώμα (και κάτω από αυτό!), προ(σ)καλώντας τα σώματα και το πνεύμα μας, περιδινιζόμενοι στις λέξεις και τα σημαινόμενα της;
Ο Μεγάλος Τιμονιέρης, θα ειρωνεύεται συχνά μέσα στον νου μας, όλους εμάς αλλά και την ίδια, ακολουθώντας την στο ποίημα Πολιτιστική Επανάσταση και θα σαρκάζει τις κρυφές, μπουρζουάδικες συνήθειες μας ή θα χαμογελά πικρόγλυκα ατενίζοντας τις δικές μας Μπλάνς Ντυμπουά και τους δικούς μας Στάνλει Κοβάλσκι, όταν θα ψάλλουν νεανικές ελεγείες ερώτων δίπλα στον Τζίμη Πανούση, τον Τέννεσι Γουίλιαμς και τις κραυγές των εξεγερμένων πολιτών στα Ιουλιανά.
Σε Εσένα κάποια από αυτά μπορεί να θυμίζουν έρωτες αλλά σε κάποιους άλλους θυμίζουν άγριες απεργίες!
Προσεγγίζοντας σταδιακά την λανθάνουσα διαδοχή των περιόδων μέσα από το χρονικό πίσω-εμπρός της Μπασδέκη, βρισκόμαστε να πλησιάζουμε στον κεντρικό πυρήνα του έργου της.
Ακούμε, σηματοδοτώντας αυτή την διαδοχή με τα τελευταία λόγια του Λέοναρντ Νιμόυ (ο κύριος Σπόκ, της τηλεοπτικής σειράς Σταρ Τρεκ) το κοινό μας υποκείμενο, να μένει σιγά-σιγά πίσω.
Η κοινή μας εμπειρία και το τέχνημα της δημιουργίας να μας εγκαταλείπει μόνους, απέναντι στο χρόνο και τις συνέπειες των επιλογών μας. Μία αύρα μας περικλείει συμπερασματικά, αυτή του πόνου και της απώλειας. Απώλειας για κάποιον…”πλανήτη που σβήνει” και για κάποια “…μητέρα που χάθηκε” αφήνοντας πίσω μόνον δάκρυα. Πρόκειται άλλωστε για μία συλλογή που λέγεται “κλάματα”.
Η επωδός αυτή μας συνοδεύει σαν ένα αόρατο χάδι στον επίλογο που τα στοιχεία του ακολουθήσαμε σαν ίχνη στο δάσος, μίας διαδρομής η οποία μελετώντας αυτό το έργο, περιέκλεισε την ίδια της την πορεία και τις εικόνες της, εγκιβωτίζοντάς την στην παγωνιά της μνήμης.
Η συνέχεια των αναμνήσεων και των επεμβάσεων ολοκληρώνεται εδώ, στην κίνηση. Τοποθετείται εντός ενός πολυπρισματικού ψηφιδωτού, που τόλμησε στις γραμμές του να είναι τόσο πάζλ όσο και κουρελού πολύχρωμη, με τα στοιχεία της ενσυναίσθησης της θέσης του παρελθόντος και του σημείου του παρόντος να είναι οι ουσιαστικοί, τελικοί, ενδοκειμενικά δηλωτικοί του παράγοντες.
Με το Άλλαξες κλείνει η ποιητική συλλογή. Ταιριαστός επίλογος! Κάτι προσφέρει όλο αυτό σε εμάς. Είναι μία παρακαταθήκη. “Άλλαξες…καμία σχέση, δεν είσαι εσύ! Και αυτή που είσαι , αντί για ντισκομπάλα στα club έχει μια τέτοια σφηνωμένη στο κεφάλι και κάτι ημικρανίες που σε σφάζουν”.
Μα μόνον αυτό θα απέμενε, εάν ερωτούσαμε την αγαπητή συγγραφέα;
“Αυτό μόνον”.
Ας είναι και έτσι!
Άλλωστε όπως λέει και εκείνη σε ένα σημείο των “κλαμάτων”, αναφερόμενη στο Φαρενάιτ 451 του Μπράντμπερι και στην αριστουργηματική μεταφορά του στο σινεμά από τον Φ.Τρυφώ:
‘Έξω από το δάσος , μας κυβερνά ένα σύστημα γεμάτο οθόνες…”