Κείμενα και Κριτική
Ελληνικό τραγούδι Λογοτεχνία και ΜΜΕ January 31, 2022
της Δανάης Κουντούρη
Στίχοι: Γ. Ευαγγελάτος
Μουσική: Θ. Καραμουρατίδης
Ερμηνευτές: Ν. Μποφίλιου
Τους ανθρώπους της ζωής μου
Κάθησα να τους μετρήσω
Τους παρόντες, τους απόντες
Κάνα δυο περαστικούς
Όσους ήρθαν για να μείνουν
Όσους έφυγαν πριν γίνουν
Τους κοινόχρηστους, τους ξένους
Τους πολύ προσωπικούς
Και μου βγαίνουν πάντα λίγοι
Ή μου βγαίνουνε πολλοί
Κι είν’ η μοναξιά που επείγει
Ό, τι με μελαγχολεί
Και μου βγαίνουν πάντα λίγοι
Ή μου βγαίνουνε πολλοί
Σ’ ένα μέτρημα που ανοίγει
Την παλιά μου την πληγή
Τους ανθρώπους της ζωής μου
Θα ‘θελα να τους κρατήσω
Τα αγρίμια, τους αγγέλους
Και τους πιο κανονικούς
Όσους άφησαν σημάδι
Όσους πήρε το σκοτάδι
Τους εκείνους, τους τυχαίους
Τους πολύ προσωπικούς
Και μου βγαίνουν πάντα λίγοι
Ή μου βγαίνουνε πολλοί
Κι είν’ η μοναξιά που επείγει
Ό, τι με μελαγχολεί
Και μου βγαίνουν πάντα λίγοι
Ή μου βγαίνουνε πολλοί
Σ’ ένα μέτρημα που ανοίγει
Την παλιά μου την πληγή
(Άνθρωποι μόνοι
Που άφησαν σκόνη
Φιλίες κι αγάπες που πήραν οι δρόμοι
Κλεμμένοι, κρυμμένοι, κρυφά δανεισμένοι
Τυχαίοι, γενναίοι, δειλοί, φοβισμένοι
Δικοί μου και ξένοι
Λαμπροί και θλιμμένοι
Σε σχέσεις, σε σπίτια, καλά κλειδωμένοι
Χαρούμενοι, άσχετοι, συνεπιβάτες
Μποέμ καλλιτέχνες, παιδιά με γραβάτες)
Και μου βγαίνουν πάντα λίγοι (Εχθροί μου και φίλοι, μικροί και μεγάλοι)
Ή μου βγαίνουνε πολλοί (Που δίνουν με μέτρο, που κάνουν σπατάλη)
Κι είν’ η μοναξιά που επείγει (Αγάπες που έμοιαζαν να ‘χουν αξία)
Ό, τι με μελαγχολεί (Και άλλες που ξέμειναν στη χειραψία)
Και μου βγαίνουν πάντα λίγοι (Φτωχοί συγγενείς που σερβίρουν τα έτοιμα)
Ή μου βγαίνουνε πολλοί (Οι λογικοί κι όσοι ζουν με το αίσθημα)
Σ’ ένα μέτρημα που ανοίγει (Οι λογικοί κι όσοι ζουν με το αίσθημα)
Την παλιά μου την πληγή (Οι λογικοί κι όσοι ζουν με το αίσθημα)
Φοβάμαι πως χάνω το μέτρημα
«Το Μέτρημα» είναι ένα τραγούδι με εμφανές το πολιτισμικό στοιχείο και θέμα την μνήμη. Αναφέρεται στην κοινωνική και στην προσωπική μνήμη στην σύγχρονη εποχή της κοινωνικής αλλοτρίωσης. Θίγει θέματα προσδιορισμού της ταυτότητας, μιας ταυτότητας η οποία είναι σχετική- μπορεί να είναι βιολογική, κοινωνική ή και πολιτική. Ακούγεται σε μια εποχή ιδιαίτερη. Ολόκληρη η Ελλάδα ήδη από το 2009 έχει έρθει αντιμέτωπη με την οικονομική κρίση, καθώς βρέθηκε σε αδυναμία να εξυπηρετήσει τα τοκοχρεολύσια των εξωτερικών της δανείων. Η δυσχερής αυτή συνθήκη δεν έχει επιπτώσεις μονάχα στον εργασιακό τομέα, αλλά και στον προσωπικό. Οι κοινωνικές σχέσεις, παρόλο που αποτελούν θεμέλιο της ανθρώπινης ύπαρξης, υγείας και ευημερίας, είναι πλέον ζήτημα αυξανόμενης περιπλοκότητας. Διαφαίνεται μια χώρα που χάνει τον βιοπορισμό της και την ίδια στιγμή, ενισχύει την κοινωνική αποξένωση που έχει επιφέρει η σύγχρονη τεχνολογική εποχή. Αγγίζοντας αυτά τα ζητήματα αλλά και έννοιες όπως η πολιτιστική εκδοχή της φιλίας, «Το Μέτρημα» καθίσταται ένα έργο σύγχρονο, που έχει πολλά να «πει» για τα βιώματα του μοντέρνου ατόμου.
Η δομή του έργου βοηθά στον εντοπισμό των στοιχείων που το συνθέτουν. Ο τίτλος του, ένα ουσιαστικό με άρθρο, δίνει μια γενική κατεύθυνση, αποφεύγει όμως να δηλώσει τα ξεκάθαρα νοήματά του, στοχεύοντας περισσότερο να τα δημιουργήσει στην πορεία. Στο στιχουργικό πλαίσιο, οι στίχοι, 40 στον αριθμό, διαφοροποιούνται με τρόπο απλό. Κάθε γραμμή κειμένου ακολουθείται από μια επόμενη, χωρίς κενή γραμμή να τις χωρίζει. Η πλειοψηφία αυτών αποτελείται από 8 συλλαβές, αυτό όμως δεν δημιουργεί κάποιον κανόνα, καθώς εντοπίζονται αρκετοί στίχοι με 7 ή 9 συλλαβές. Οι μονές συλλαβές τονίζονται, άρα το μέτρο είναι τροχαϊκό. Δεν εντοπίζεται κατανομή και οργάνωση σε στροφές σταθερής μορφής (π.χ. 1η, 4η στροφή – 8 στίχοι, 2η, 3η στροφή – 4 στίχοι), χαρακτηριστικό της νεωτερικής ποίησης. Εντοπίζεται όμως ύπαρξη διασκελισμού μεταξύ τελευταίου στίχου της 1ης στροφής και του 1ου στίχου της 2ης στροφής (αντιστοιχία 4η – 5η στροφή). Ακόμη, η χρήση της τεχνικής της επανάληψης (στρ. 2,3,5,6,7,8) καθιστά την νοηματική απόδοση απαιτητικότερη, εντονότερη, ρυθμικότερη. Η κατακλείδα του έργου (στ. 40) δεν ακολουθεί την ποσότητα των στίχων των υπόλοιπων στροφών, αφού αποτελείται από έναν μοναδικό στίχο.
Σε αντίστιξη των νεωτερικών χαρακτηριστικών του, το έργο σε ορισμένα σημεία εμφανίζει ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία, κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικό της παραδοσιακής ποίησης («…μείνουν…γίνουν», «λίγοι…πολλοί», «ανοίγει…πληγή», «σημάδι…σκοτάδι», «επείγει…μελαγχολεί»).
Η γλώσσα είναι απλή και καθημερινή, απαλλαγμένη από την επιδίωξη χρήσης σπάνιων λέξεων χάριν εντυπωσιασμού. Υπάρχει όμως μια εκφραστική τόλμη, μια πρωτοτυπία εκφράσεων, όπου λέξεις φαινομενικά αταίριαστες συσχετίζονται («Κι’ είν’η μοναξιά…μελαγχολεί», «Σ’ ένα μέτρημα…πληγή»). Οι λέξεις αποκτούν μια εικονική σημασία, χρησιμοποιούνται για να προσδώσουν κορεσμό, να δημιουργήσουν μια καλλιτεχνική εικόνα. Τα αλλεπάλληλα ασύνδετα σχήματα απεικονίζουν αντιθέσεις αλλά και την αγωνία ο αφηγητής να καταφέρει να μετρήσει τα πάντα, ώστε να μπορέσει να ενστερνιστεί το πιο περίεργο απ’ όλα: την ίδια την ζωή. Το εναλλακτικό ύφος που εκπέμπει το κείμενο, διαδραματίζει και αυτό σπουδαίο ρόλο ώστε να αποδίδεται ο ποιητικός χαρακτήρας που απορρέει από την εικονιστική φύση των λέξεων, που τους δίνει την δυνατότητα να αντανακλούν πολλαπλά νοήματα. Στο τέλος, η συνομιλία του αφηγητή με τον εαυτό εκτός από την νοηματική βαρύτητα που ενέχει, αποτελεί συνάμα και ένα ενδιαφέρον τέχνασμα, καθώς ο «εσωτερικός μονόλογος», μια τεχνική πρωτίστως της πεζογραφίας, εδώ ταιριάζει αρμονικά. Αυτό το ιδιόμορφο είδος αφηγηματικού λόγου δίνει την εντύπωση πως πραγματικά μιλά το υποσυνείδητο, φέρνοντας στην επιφάνεια μια αδιάκοπη ροή σκέψεων και εικόνων που διασχίζουν την ψυχή και τον νου του καλλιτέχνη.
Σε μια απόπειρα προσέγγισης, λοιπόν, του κειμένου με βάση την Αναγνωστική Θεωρία, είναι δυνατόν να κατανοηθεί ότι κατά την επεξεργασία του, το έργο δημιουργεί στον αναγνώστη νόημα σε συνδυασμό με τις δικές του σκέψεις και εμπειρίες. Μέσω αυτής της προοπτικής, το έργο γίνεται σταδιακά μιαν αντανάκλαση του αναγνώστη, δηλαδή του σύγχρονου ανθρώπου. Με έναν τρόπο μάλλον ανεπαίσθητο, μεταδίδει τις σκέψεις και τις εμπειρίες μιας αβεβαιότητας για την αξία των κοινωνικών συναναστροφών και συνάμα για την βαρύτητα της αποξένωσης στον 21ο αιώνα. Προτάσσει την αντίληψη πως αλλιώς εκλαμβάνει τα πράγματα ο αφηγητής και αλλιώς η κοινωνία. Η εμφανής δυσκολία διαχωρισμού «Και μου βγαίνουν πάντα λίγοι ή μου βγαίνουνε πολλοί», υποδεικνύει ένα πρόβλημα καθημερινό και πρακτικό στην μοντέρνα ζωή. Λέξεις κλειδιά: «λίγοι» και «πολλοί». Η γνώση που προσπαθεί να μεταφέρει, είναι πως δεν υπάρχει μόνο ένα είδος φίλων. Οι άνθρωποι, δηλαδή, δύνανται να λάβουν πολλαπλές μορφές, δεδομένο που τροποποιεί την σημερινή αντίληψη για την φιλία αλλά και για την ταυτότητα. Αξιοσημείωτο αποτελεί το γεγονός πως ενώ γράφτηκε το 2010, η ερμηνευτική προσέγγιση στην οποία βασίστηκε – η αλλαγή του προσδιορισμού της ταυτότητας βάσει της ψηφιακής υπόστασης- δεν έχει αλλάξει με τον χρόνο και αντιθέτως, ενισχύεται όλο και περισσότερο.
Το κείμενο συνομιλεί με τις έννοιες σύνολο – περιθώριο – σύγκλιση. Αποτελεί μια τελική απαρίθμηση, ένα ξεδιάλεγμα. Φτάνει σε ένα παραλήρημα, μια συσσώρευση πληροφοριών δίχως ειρμό που ανάγεται στον λόγο της λησμονιάς και της τεχνολογίας. Χωρίζει τους ανθρώπους σε κατηγορίες και προσπαθεί να τους κατανοήσει. Το ερώτημα όμως που παραμένει είναι, γιατί βγαίνουν πάντοτε είτε λίγοι είτε πολλοί αυτοί οι άνθρωποι που μετρούνται;
Σε αυτή την συνομιλία του αφηγητή με τον εαυτό του, δημιουργούνται διάφορα ερωτήματα. Καταρχάς, γιατί συνομιλεί με τον εαυτό του ενώ υποτίθεται ότι υπάρχουν όλοι αυτοί οι «άλλοι»; Γιατί υφίσταται αυτή η ανάγκη να εκφραστούν –με όρους ψυχανάλυσης- το «εγώ» και το «υπερεγώ» τόσο έντονα σε σχέση με το «έξω»; Μήπως το ζήτημα του μετρήματος αποτελεί εν τέλει μια λάθος απόφαση; Είναι άλλωστε μια απόφαση που αδυνατεί να αποδώσει το ζητούμενο, δηλαδή μια σχεδόν μονεταριστική προσέγγιση της ταυτότητας× ίσως και τελικά, υπό μια έννοια, να κριτικάρει την τελείως υπολογιστική αντίληψη όπου η απαρίθμηση των φίλων ισοδυναμεί με εύρεση ατομικής ταυτότητας. Μένει έτσι, με ένα υπόλειμμα σημασίας, μιλώντας για το ζήτημα της πληγής, μιας λέξης κρίσιμης: κάτι υπάρχει, το οποίο δεν μπορεί να καλυφθεί. Εδώ έγκειται και η σημασία της ταυτότητας. «Αναγκάζει» τον κάθε αναγνώστη να θέσει ερωτήματα στον εαυτό του: Γιατί το λέω; Γιατί το ακούς; Πως ταυτίζεσαι;
Ο αναγνώστης αισθάνεται τελικά πως ο ασθματικός χαρακτήρας της απόδοσης της Μποφίλιου παρατείνει την αγωνία και επεκτείνει το μέτρημα. Η σχέση ανάμεσα στον αναγνώστη και το τραγούδι αποκτά αυξανόμενα περιπλοκότητα. H ετερότητα των φίλων που περιγράφονται, αποτυπώνεται έντονα στο έργο θυμίζοντάς «Το πάρτυ» του Κηλαηδόνη, θυμίζοντάς πως οι άνθρωποι μεταξύ τους είναι διαφορετικοί, πως το ίδιο ον δύναται να λαμβάνει εκατοντάδες χιλιάδες διαφορετικές μορφές× και σε αυτό το διαφορετικό υπάρχει ομορφιά, ειδικά στην εποχή της τεχνολογίας που τα πάντα δημιουργούνται και ενεργούν ίδια. Τα ερωτήματα που ο ίδιος ο καλλιτέχνης θέτει στον εαυτό του, ο τρόπος που αποτυγχάνει ο σκοπός του μετρήματος, ενέχουν τελικά ένα πολύ βαθύτερο νόημα από αυτό που φαινομενικά απορρέει στην πρώτη ανάγνωση.
Πηγές – Βιβλιογραφία
Ελληνόγλωσση
Κρασσανάκης, Α.Γ., «Ελληνική Λογοτεχνία και Ρητορική», Αθήνα
Δικτυογραφία
Άγνωστος, https://parea2012.blogspot.com/2015/01/blog-post_15.html?m=0, 15 Ιανουαρίου 2015 (τελευταία επίσκεψη 7 Απριλίου 2021)
Ευαγγελάτος Γ., “Το μέτρημα” https://www.greeklyrics.gr/stixoi/to-metrhma/ (τελευταία επίσκεψη 7 Απριλίου 2021)
Κηλαηδόνης Λ., “Το πάρτυ”, ανακτήθηκε από https://www.greeklyrics.gr/stixoi/to-parti-2/ (τελευταία επίσκεψη 7 Απριλίου 2021)