Κείμενα και Κριτική
Ελληνικό τραγούδι Λογοτεχνία και ΜΜΕ October 20, 2022
Μαντώ Παπαρρηγοπούλου
Μουσική: Χαΐνηδες
Στίχοι: Δημήτρης Αποστολάκης
Έτος κυκλοφορίας 2005
Από μικρή τής άρεσε, μες στην κουζίνα μόνη
τις ώρες να σκοτώνει
με τη μαγειρική,
και πέφτανε τα δάκρυα θυμώντας τη ζωή της
και δίναν στο φαΐ της
μια γεύση μαγική.
Κύμινο, μοσχοκάρυδο και κόκκινο πιπέρι,
ποτέ δεν είχε ταίρι
ν’ αλλάξει μιαν ευχή,
να χαμηλώσεις τη φωτιά μετά την πρώτη βράση,
να γίνονταν η πλάση
ξανά απ’ την αρχή.
Ψιλοκομμένος μαϊντανός, και σκόρδο μια σκελίδα,
να ‘φεγγε μιαν ελπίδα
στα μάτια τα μελιά,
και προς το τέλος πρόσθεσε ένα ποτήρι λάδι,
να ‘νιωθε ένα χάδι
μια μέρα στα μαλλιά.
Μια νύχτα έπιασε φωτιά μέσα στο μαγερειό της,
που `κανε το φευγιό της
να μοιάζει με γιορτή,
τέτοια που γύρω φύτρωσαν άσπρα του γάμου κρίνα,
ολόιδια με κείνα
που είχε ονειρευτεί.
Πόσες καρδιές που γίνανε αναλαμπή κι αθάλη,
μας κάμανε μεγάλη
κάποια μικρή στιγμή,
κι αθόρυβα διαβήκανε απ’ της ζωής την άκρη,
χωρίς ν’ αφήσει δάκρυ
σε μάγουλο γραμμή
Ήδη από τον τίτλο του τραγουδιού Συνταγές Μαγειρικής φανερώνεται η έννοια της αναλογίας, καθότι ο στιχουργός αντλεί στοιχεία από την μορφολογία μιας συνταγής για να μιλήσει για τους δύο πυλώνες της ανθρώπινης ύπαρξης: την δημιουργία και τον θάνατο. Τα βασικά συστατικά του τραγουδιού- για να αξιοποιήσουμε και το πνεύμα του δημιουργού του- είναι η αφήγηση της ιστορίας μιας γυναίκας, η συνταγή που εξελίσσεται παράλληλα, το στοχαστικό επιμύθιο/ερώτημα της τελευταίας στροφής και τελευταίο -αλλά όχι αμελητέο- το άστιχο φινάλε όπου τραγουδιέται η μελωδική γραμμή με τον κλασικό και οικείο φθόγγο «λα», συνοδεία μουσικής.
Η ομοιοκαταληξία του τραγουδιού είναι η λεγόμενη ζευγαροπλεχτή ομοιοκαταληξία, έτσι λοιπόν και στην παρούσα ανάλυση θα ζευγαροπλέξουμε την νοηματική με την μορφολογική ανάλυση. Βασικό ρόλο στην δομή και την ανάπτυξη του τραγουδιού παίζει η χρήση των τριών διαφορετικών ρηματικών προσώπων. Ο κεντρικός άξονας της αφήγησης είναι γραμμένος στο γ΄ ενικό πρόσωπο καθώς ο αφηγητής μας εξιστορεί την ζωή της ανώνυμης γυναίκας-δημιουργού. Μας μιλάει για εκείνη, μας την γνωρίζει και ταυτόχρονα προωθεί την πλοκή. Το β’ ενικό πρόσωπο χρησιμοποιείται στην περιγραφή της συνταγής, «να χαμηλώσεις την φωτιά», «προς το τέλος πρόσθεσε» και με την χρήση της υποτακτικής κάνει πραγματικά ανάγλυφη την διαδικασία δημιουργίας του φαγητού. Δίνει ακόμα την αίσθηση ότι ο αφηγητής μιλάει ταυτόχρονα σε εκείνη, και σε εμάς για εκείνη, δημιουργώντας ένα σύμπαν όπου είμαστε όλοι παρατηρητές και συμμέτοχοι. Αυτή η αίσθηση της συμμετοχής κορυφώνεται στην τελευταία στροφή του τραγουδιού όπου με την χρήση α’ πληθυντικού συμπεριλαμβανόμαστε και εμείς στην ιστορία -ή μάλλον στην κουβέντα- στοχαζόμαστε μαζί με τον στιχουργό στο σχεδόν ρητορικό ερώτημα που θέτει « Πόσες καρδίες που γίνανε αναλαμπή και αθάλη, μας κάνανε μεγάλη κάποια μικρή στιγμή.» Ανάλογης σημασίας είναι και η επιλογή του χρόνου των ρημάτων όπου επικρατούν οι παρελθοντικοί χρόνοι καθώς η αφήγηση μας οδηγεί από την παιδική ηλικία της γυναίκας «από μικρή» , στην ζωή της «ποτέ δεν είχε ταίρι», μέχρι και το τέλος της «μια νύχτα έπιασε φωτιά». Ο ενεστώτας και πάλι εξυπηρετεί την παραστατικότητα της συνταγής η οποία άλλωστε παραμένει πάντα αναλλοίωτη στον χρόνο ενώνοντας με τον πλέον γνώριμο τρόπο γενεές ανθρώπων. Τέλος, όσον αφορά την έγκλιση της υποτακτικής που προαναφέρθηκε, αξίζει να σημειωθούν δύο ακόμα παρατηρήσεις. Πρώτον πως η φράση «να χαμηλώσεις την φωτιά» αποτελεί προοικονομία του επικείμενου θανάτου της μαγείρισσας και είναι ειπωμένη σαν συμβουλή ή προειδοποίηση λες και ο στιχουργός προσπαθεί να σώσει την ηρωίδα του. Δεύτερον πως η υποτακτική εμφανίζεται μια ακόμα φορά στην διατύπωση της ευχής «να γίνονταν η πλάση ξανά απ’ την αρχή» μια ευχή που για λίγο ξεγλιστράει από την ιστορία και ίσως τρυπώνει και στα δικά μας στόματα.
Εκτός όμως από την αναλογία κυριαρχεί και η έννοια της αντίθεσης. Η ίδια η κουζίνα είναι ο τόπος που η ηρωίδα μας δημιουργεί αλλά και ο τόπος που πεθαίνει, ο τόπος που της δίνει χαρά αλλά και ο τόπος που την γεμίζει θλίψη («πέφτανε τα δάκρυα») για όσα δεν έζησε. Η ίδια η μαγειρική αποτελεί το σύμβολο της ενότητας και της φροντίδας. Μαγειρεύω για κάποιον, φροντίζω κάποιον και έτσι συνδέομαι. Το γεγονός ότι εκείνη που αγαπά τόσο την μαγειρική δεν έχει με ποιόν να μοιραστεί τις δημιουργίες της, αποτελεί μια ακόμα χαρακτηριστική αντίθεση. Η σημαντικότερη όμως αντίθεση φανερώνεται στην τέταρτη στροφή όπου παρομοιάζεται ο θάνατος με γιορτή. Το παράδοξο αυτό σχήμα, σε συνδυασμό με την επακόλουθη ονειρική εικόνα των λευκών κρίνων που φυτρώνουν μέσα από την στάχτη, είναι τόσο σπαρακτικό όσο και λυτρωτικό για τον ακροατή. Άλλωστε, το ίδιο το τραγούδι βασίζεται σε δύο αντιθετικά δίπολα αυτό της δημιουργίας και του θανάτου και αυτό της απλότητας ως μεγάλη δημιουργία. Η έννοια της απλότητας αντικατοπτρίζεται τόσο στην οικεία και καθημερινή διαδικασία της μαγειρικής, όσο και στον ταπεινό χαρακτήρα της ανώνυμης ηρωίδας. Όπως ακριβώς, το στοιχείο του μεγάλου και θριαμβευτικού πηγάζει από την πραγματική, υλική κατάθεση του πόνου («πέφτανε τα δάκρυα») ως το μαγικό συστατικό που εξυψώνει την απλή, λαϊκή δημιουργία («και δίναν στο φαΐ της μια γεύση μαγική»), («…μας κάνανε μεγάλη κάποια μικρή στιγμή.»)
Το παραπάνω δίπολο αντικατοπτρίζεται και στον ρυθμό του τραγουδιού (βαλς) σε αντίθεση με το παραδοσιακότροπο ύφος και γλώσσα που χρησιμοποιεί. Η χρήση των λέξεων «θυμώντας», «φευγιό», «μαγερειό» κ.α. δίνουν την αίσθηση μιας διαλέκτου και παραπέμπουν σε μη αστικές εικόνες. Φτιάχνουν δηλαδή ένα περιβάλλον επαρχίας οικειότητας και ζεστασιάς για τον ακροατή. Επομένως, ακόμη και αν δεν χρησιμοποιούμε στην καθημερινή μας ζωή τις φράσεις αυτές («ν’ αλλάξει μιαν ευχή») είναι γραμμένες στην συλλογική μας μνήμη και διεγείρουν τις αισθήσεις μας. Τέλος, η αντίθεση φανερώνεται και μέσα από τα ζευγάρια της ομοιοκαταληξίας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τα «πιπέρι-ταίρι», «μαγερειό-φευγιό», «αθάλη-μεγάλη», «στιγμή-γραμμή». Οι παραπάνω συνδυασμοί ενισχύουν τις δύο βασικές αντιθέσεις στις οποίες στηρίζεται το τραγούδι, ενώ το πρώτο δίπολο «πιπέρι-ταίρι» μεταδίδει με γλαφυρό αλλά συνάμα ελαφρύ τρόπο την πικρία και την ματαίωση που νιώθει η μαγείρισσα μας όταν αναλογίζεται την μοναξιά της. Οι συνδυαστικές ομοιοκαταληξίες εξισορροπούν τις αντιθετικές και γεννούν ζωντανές εικόνες «μαγειρική-μαγική», «ζωή της-φαΐ της», «μελιά-μαλλιά», «λάδι-χάδι», «γιορτή-ονειρευτεί», «άκρη-δάκρυ».
Βλέπουμε δηλαδή πως οι εικόνες αλλά και οι αισθήσεις αποτελούν εξίσου βασικό στοιχείο του τραγουδιού. Τα συστατικά που αναφέρονται (κύμινο, μοσχοκάρυδο, κόκκινο πιπέρι, μαϊντανός, σκόρδο, δάκρυα) σε συνδυασμό με τα λουλούδια (κρίνα) συνθέτουν μια εμπειρία μέσω των αισθήσεων της όσφρησης και της γεύσης με καταλυτικό στοιχείο την φωτιά. Το κύμινο συμβολίζει το ελάχιστο, το φευγαλέο, το μοσχοκάρυδο την ζεστή οικογενειακή ζωή ενώ το κόκκινο πιπέρι το πάθος. Δεν θα ήταν παράλογο να ισχυριστούμε πως η μαγείρισσα του τραγουδιού συνομιλεί με την Οφηλία του Σαίξπηρ. Η μία βρίσκει τον θάνατο από το νερό και η άλλη από την φωτιά, η μία συνομιλεί με σύμβολα λουλούδια ενώ η άλλη με σύμβολα τα μπαχαρικά της. Οι εικόνες όμως δεν περιορίζονται στα συστατικά της συνταγής αλλά διάσπαρτες μέσα στις στροφές, υφαίνουν διακριτικά τον κόσμο του τραγουδιού, δίνουν ένταση εκεί που πρέπει «κι αθόρυβα διαβήκανε απ’ της ζωής την άκρη» και μαλακότητα εκεί που χρειάζεται «να ‘νιωθε ένα χάδι μια μέρα στα μαλλιά». Το τελευταίο άστιχο μέρος του τραγουδιού εκπληρώνει και την τελευταία ανάγκη του ακροατή, την λύτρωση. Όταν τελειώνουν τα λόγια -τι άλλο να πεις;- η μουσική συνεχίζει γιορτινή, μας βοηθάει να εκτονωθούμε, να απελευθερωθούμε και αποτελεί ταυτόχρονα τον απόηχο των γεγονότων. Η μελωδία σαν γιατρικό μας δίνει την ευκαιρία να ξεσπάσουμε ύστερα από την εμπειρία του τραγουδιού.
Κλείνοντας, το τραγούδι Συνταγές Μαγειρικής καταφέρνει να δημιουργήσει έναν κόσμο γνώριμο και οικείο για να μιλήσει για το πιο ανοίκειο και άγνωστο σε όλους μας, τον θάνατο. Καταφέρνει όμως να θίξει και το ζήτημα της δημιουργίας και συγκεκριμένα της λαϊκής δημιουργίας. Η διαδικασία παρασκευής ενός φαγητού με απλά υλικά και πολύ μεράκι ανοίγει τον διάλογο σχετικά με το λαϊκό έργο και την τεράστια σημασία του. Το τραγούδι μοιάζει να αφιερώνεται στον ανώνυμο καλλιτέχνη που συνθέτει με απλά υλικά και παρόλο που ίσως δεν δοξάστηκε ποτέ, η συνεισφορά του βρίσκεται στην συλλογική μνήμη και συνείδηση όλων μας. Με την σωστή δοσολογία των υλικών και την ισορροπία των γεύσεων το υλικό και το άυλο, το πραγματικό και το μαγικό δένονται μεταξύ τους και φανερώνουν το έργο. Φυσικά, από τα υλικά αυτά δεν θα μπορούσε ποτέ να λείπει ο πόνος, τα δάκρυα, η ανιδιοτελής προσφορά και η αγάπη που κάνουν την γεύση πραγματικά μαγική.
Σημείωση: Για την παρούσα εργασία δεν χρησιμοποιήθηκε κάποια πηγή η βιβλιογραφία πέραν των όσων αναρτήθηκαν στο e-class προς διευκόλυνση μας.