Criticism

Κείμενα και Κριτική

Όταν το οικείο γίνεται απροσδιόριστο (και το αντίστροφο)

Όταν το οικείο γίνεται απροσδιόριστο (και το αντίστροφο)

Κριτική Ποίησης December 10, 2020

Μαρίας Κούρση, Τρεις κλωστές, Εκδοτική Αθηνών, 2019

Του Σταύρου Βολυράκη

Για τη Μαρία Κούρση, αν κάποιος είναι άρτιος γνώστης των ελληνικών δρωμένων όσον αφορά την ποίηση και τη λογοτεχνία, δεν χρειάζονται πολλές συστάσεις. Αν και το επάγγελμά της προϋποθέτει πολλές ώρες αφιέρωσης στα γράμματα και τις λέξεις, όντας καθηγήτρια, αυτό δεν την εμποδίζει από το να ασχοληθεί με την ποίηση ξεκινώντας από την παιδική της ηλικία. Η ασχολία της αυτή, όπως η ίδια ισχυρίζεται, έχει συνδεθεί άρτια με την ύπαρξή της. Αλάθητη μητέρα των λαθών η επανάληψη, με την ίδια σε συνέντευξή της να παραδέχεται ότι φωτογραφίζει το ζεύγος της διάρκειας και της ποίησής της. Η ποιήτρια που έχει εκπροσωπήσει την Ελλάδα σε φεστιβάλ-συναντήσεις λογοτεχνικού περιεχομένου και μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, το 2019 κυκλοφορεί μια ακόμη ποιητική της συλλογή.
Τρεις κλωστές, που, πέρα από τον τίτλο αυτής της συλλογής, αντικατοπτρίζουν τρεις γυναίκες που έχουν, εκτός από συγγένεια, διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξή της ως ποιήτριας και ανθρώπου. Κάθε κλωστή μία ενότητα, κάθε ενότητα μία γυναίκα. Η Λουκία η γιαγιά της, η Άννα η μητέρα, και η Μιράντα η αδερφή της. Οι δύο πρώτες δεν βρίσκονται πλέον εν ζωή, εξ ου και η έκταση των κλωστών είναι μεγαλύτερη. Με έναν τίτλο που δίνεται ξεχωριστά για την καθεμία, σκέψεις, χαρακτηριστικά, προβληματισμοί ξετυλίγονται στο χαρτί με μια δόση μελαγχολίας, σαρκασμού και έμμεσης αισιοδοξίας. «Ένα ποίημα χίλιες εικόνες –αφηγηματικές λέξεις– ζευγαρώνουν αδιάφορα» αναφέρει χαρακτηριστικά.

«Κάτω από τα καθαρά παπούτσια μου κάθε πρωί κάτι σκοτώνω» αναφέρει στην αρχή, προϊδεάζοντας τον αναγνώστη ότι θα ακολουθήσουν στίχοι από έντονους προβληματισμούς, εικόνες και αντιφάσεις. Πράγματι, εξαρχής τονίζεται η διαφορά στην προσέγγιση της ζωής από τους έμπειρους ηλικιωμένους και των νέων («Ο χρόνος μιλάει σιγά να μην ξυπνήσουν οι νεότεροι»), ενώ φαίνεται πως η σχέση της με τη γιαγιά της ήταν στενότατη και πασχίζει να κρατήσει την εικόνα και την ανάμνησή της μέσα της, σαν να βρίσκεται μαζί της. Δίνει «γη και ύδωρ να μη λιώσουν εκείνες οι λέξεις του παραδείσου». Προσπαθεί μέσα από τα γραφόμενα, μέσα σε έναν κόσμο συμβιβασμένο με τη μετριότητα («Σωματοφύλακες… μου δείχνουν τη μέση λύση, τη μέση τιμή, το μέσο όρο. Ο κόσμος έχει μέση αντί για πόδια, ευλύγιστη μέση. Δεν προχωράει»),  εναλλάσσοντας το πρόσωπο από β σε γ’ ενικό, να δώσει μια αμεσότητα στην εξέλιξη των γεγονότων, δίνοντας κάποια στοιχεία για τη ζωή της πρώτης γυναίκας έμμεσα, αλλά και μια αποστασιοποίηση που μόνο ένας παντογνώστης μπορεί να επιδείξει. Περιγράφει παραστατικά πόσο σημαντική ήταν για την ίδια, πόσο της λείπει και πόσο της στοιχίζει το γεγονός ότι δεν βρίσκεται πλέον μαζί της. Χαμηλώνει τον ήχο, όπως γράφει, και με μια στροφή αντιθέσεων και εικόνων σε ένα νοσοκομειακό τοπίο που παραπέμπουν στην παιδική της ηλικία περνάει στην επόμενη κλωστή. («Νοσηλευμένες αλήθειες, εξιτήριο τα ψέματα. Ο μύθος αδίδακτος σε λόγο πλάγιο.»)

Όπως ξεκινάει να ξετυλίγει την πρώτη κλωστή, ξεκινάει και στη δεύτερη: «Στα σκουπίδια έπεσε τ’ όνομά μου. Θα λερωθώ για να το βρω να μοιάζει πάλι με Μαρία». Εν συνεχεία τονίζεται η οπτική της προς την κλωστή της, με την αίσθηση που κυριαρχεί να είναι αυτή της στέρησης και της απόσπασης, σαν να κλάπηκε από έναν αόρατο εχθρό. Αναφέρεται στη σχέση τους και πώς εξελίχθηκε μέσω αλλά και λόγω της ποίησης, ενώ εννοείται πως με την πάροδο του χρόνου οι συναντήσεις γινόντουσαν μόνο σε εορταστικές περιόδους και ανάλογες συγκυρίες. («Τα Χριστούγεννα της βάζουν λαμπάκια και το Πάσχα ένα αυγό κατακέφαλα…»). Μέσα από την ενότητα αυτή περιγράφεται μια γυναίκα που νοιάζεται για την οικογένειά της, φροντίζει το σπίτι της να παραμένει οικείο και ζεστό. Με το τέλος της ενότητας και ενδεχομένως τον θάνατό της, το σπίτι αλλάζει μορφή. «Βρώμικες μύγες κάνουν φωλιά στην έξοδο της πόρτας. Έχει ησυχία φθονερή» τονίζει χαρακτηριστικά, σε αντίθεση με τις προηγούμενες εικόνες που μας δίνει από το σπίτι και την καθημερινότητα της μητέρας της, με τις φωτογραφίες να έχουν μείνει εκεί να θυμίζουν περιστατικά από άλλες εποχές. Η ενότητα κλείνει με έντονη αντιθετική εικόνα από την πρώτη της στροφή. «Αδειάζω τα σκουπίδια κι όπου πάνε. Και την ευγένεια που κρατούσα»  μας λέει, πριν προχωρήσει κουρασμένη, αδιάφορη και ασυμβίβαστη στην τρίτη και τελευταία κλωστή.

Στην τρίτη κλωστή η εισαγωγή είναι πιο αφηρημένη, καθώς μέσω μιας αντιθετικής και ίσως βουκολικής σκηνής ο πομπός φαίνεται να προσπαθεί μέσω του χρόνου και των δώρων του να κάνει το αδύνατο, να χτυπήσει ένα ποτάμι και να ανάψει μέσα του μια φωτιά, σε μια αρκετά φορτισμένη κατάσταση. «Γονατίζει στο ποτάμι και κλωστή κλωστή τα νερά του ξηλώνει» αναφέρει τελειώνοντας το έργο της η ποιήτρια.

Εν γένει, μέσα στη συλλογή αυτή η ποιήτρια καταφέρνει να συνδέσει αυτές τις τρεις κλωστές, τις τρεις γυναίκες, μέσω βουκολικών, αντιφατικών εικόνων και λέξεων και σουρεαλιστικών στίχων. Στη συνολική έκταση, υπάρχει ένας συνδετικός κρίκος, ο χρόνος. Εξάλλου, σε συνέντευξή της, εκμυστηρεύεται: «Μόνο αλώβητη δεν βγαίνω. Είμαι μονίμως στην εντατική, τον καλοπιάνω τον χρόνο, τον δωροδοκώ, εκμεταλλεύομαι τα δώρα του».  Επίσης, ο τίτλος από μόνος του προσδίδει ένα υλικό απαραίτητο για τη δημιουργία, ευαίσθητο στην αφή, επιτρέποντάς μας να υποθέσουμε ότι, εντέλει, η κλωστή έχει την έννοια της εξωτερίκευσης του συναισθήματος, της οπτικής του πομπού. Ένα υλικό που παραπέμπει στις 3 μοίρες της αρχαιοελληνικής θρησκείας, οι οποίες καθόριζαν τις ανθρώπινες ζωές. Δημιουργείται δηλαδή ένα μοτίβο μοίρας και χρόνου κατά το οποίο συνεπάγεται ότι ήταν αναπόφευκτο να περιπλεχτούν και να ξετυλιχθούν αυτές οι κλωστές μαζί, με τη συμβολή του χρόνου, και να γεννηθούν θύμησες. Σε κάθε ενότητα υπάρχει η αίσθηση της αρχής, της μέσης και του τέλους. Του πριν, του τώρα και του μετά. Υπάρχουν ακόμα διττές (εκ)φράσεις, είτε μέσα στον ίδιο στίχο είτε στην ίδια στροφή, και όχι μόνο, που τονίζουν τη σημασιολογία κάποιων μάλλον αντιθετικών ζευγών όπως παρουσία-απώλεια, ζωή-θάνατος, παροδικότητα-αιωνιότητα, νερό-φωτιά, μνήμη-λήθη, οικείο-άγνωστο, θερμό-κρύο, στοργικός-άστοργος και φυσικά και άλλα. Πρόκειται για ένα άκρως λυρικό έργο που αφενός συγκινεί και αφετέρου επιτρέπει στον αναγνώστη να δημιουργήσει τις δικές του εικόνες και να ταξιδέψει νοερά στον κόσμο της Μαρίας Κούρση, αλλά και στον δικό του, καθώς από τα γραφόμενα πηγάζει κάτι καθημερινό, κάτι οικείο, αν και συνάμα ενίοτε απροσδιόριστο.