Criticism

Κείμενα και Κριτική

«Μια ποιήτρια που δεν ήθελε να αλλάξει τον κόσμο. Ένας ύμνος στην καταστροφή»

«Μια ποιήτρια που δεν ήθελε να αλλάξει τον κόσμο. Ένας ύμνος στην καταστροφή»

Κριτική Ποίησης March 27, 2021


του Γιάννη Γκρέκου


Βιβλιοκριτική του Zine της Α. Επίθετης «Μικρή Ωδή σε μας λίγο πριν το τέλος»


Μετά από το «Κορένι»[1] η Αλεξάνδρα Επίθετη επιστρέφει με την «Μικρή Ωδή Σ’ Εμάς Λίγο Πριν Το Τέλος». Ακόμα μια αυτοέκδοση σε μορφή zine[2], με την πρώτη κυκλοφορία  στην Αθήνα του πρωτοφανούς lockdown του Μαρτίου του 2020.


 Πριν προχωρήσουμε όμως στο νέο της βιβλίο, αξίζει να πούμε δύο λόγια για την νεαρή ποιήτρια. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Χαλκίδα, μέχρι να έρθει στην Αθήνα για σπουδές στα 18 της. Έχει εκδώσει προς το παρόν τα δύο zine «Κορένι» και «Μικρή Ωδή Σ’ Εμάς Λίγο Πριν Το Τέλος», ενώ το Επίθετη αποτελεί ψευδώνυμο, με την σημασία και την προέλευση του να είναι αινιγματική και να μην έχει αποκαλυφθεί από την ίδια. Πέρα από την γραφή ασχολείται ενεργά με την προφορική ποίηση, την performance και είναι μέλος της καλλιτεχνικής ομάδας “The Bad Poetry Social Club”. Τις παραστάσεις της ομάδας παρακολουθούσαμε στην προ πανδημίας εποχή κυρίως στο μπαρ Κιούμπρικ στα Εξάρχεια. Η performance της Επίθετης χαρακτηρίζεται από ήρεμη, αργή απαγγελία και έντονο συναισθηματισμό, λειτουργώντας έτσι ως σημείο εξισορρόπησης μεταξύ των πιο έντονων παρουσιάσεων των υπόλοιπων μελών της ομάδας.


Στο κλίμα των ημερών λοιπόν,  η Επίθετη μας εισάγει στην ποιητική της συλλογή με το πρώτο της κείμενο να μας ενημερώνει  ότι «ο πλανήτης θα αυτοκαταστραφεί σε περίπου 15 λεπτά». Στις πρώτες γραμμές ξεκινά την ωδή, την τελευταία γιορτή πριν από την τελική καταστροφή. Ο τρόπος που θα έρθει το τέλος αβέβαιος, ο φόβος έκδηλος και το μέλλον άγνωστο, μα υπαρκτό.  Ένα τέλος που μοιάζει να έχει έρθει για όλους μας εδώ και καιρό. Θυμίζει το τέλος μιας συνηθισμένης μέρας όπου «Κι εμείς βγήκαμε στο σκονισμένο μπαλκόνι, πιάσαμε να κάνουμε το τελευταίο τσιγάρο κι όλα ήταν τόσο ήσυχα που θα’ λεγες πως όλοι, έχουμε ήδη πεθάνει. Το τέλος ήρθε, κι ήταν σαν κάθε άλλο βράδυ Παρασκευής.». Μας  ωθεί να αναλογιστούμε αν μια κυριολεκτική καταστροφή θα ήταν χειρότερη από τον καθημερινό «θάνατο» στο κυνήγι της επιβίωσης. Μια επιβίωση που κυνηγάμε σε κακοπληρωμένες εργασίες, βιώνοντας την εκμετάλλευση περιπλανώμενοι στην απέραντη Αθήνα. Μιλά ουσιαστικά για την συναισθηματική φθορά του ατόμου που προσπαθεί να προσαρμοστεί στις σημερινές συνθήκες εργασίας, αλλά και στους απαιτητικούς, «ανθρωποφάγους» ρυθμούς ζωής.


Εξαρχής λοιπόν, γίνονται γνωστές οι δύο θεματικές που συνδυάζονται στις σελίδες που ακολουθούν. Από τη μια, η Επίθετη αναφέρεται σε μια κοινωνία ανάλγητη, όπου η δουλειά γίνεται δουλεία («ανήκω στην τραπεζική απόδειξη, 0.00 υπόλοιπο ταμιευτηρίου»), και οι πρωταγωνιστές των ιστοριών της προσπαθούν να αποφύγουν ή και να απολαύσουν την καταβρόχθιση από την καταναλωτική κοινωνία. Από την άλλη, θίγει τα ζητήματα των ανθρώπινων σχέσεων και της απώλειας, όπως βιώνονται στα ερείπια της μολυσμένης πόλης που ζει. Η αφήγησή της για την Αθήνα της σήψης και της καταπίεσης είναι ωμή. Με έντονο τον ρεαλισμό και το πεσιμιστικό στοιχείο, η Επίθετη δεν επιθυμεί να ξαναχτίσει ή να αλλάξει την πόλη που έχει καταστραφεί από την εκμετάλλευση και την αδιαφορία (ίσως και αναισθησία) των υπολοίπων, αλλά πολλές φορές είναι έτοιμη να δεχτεί το τελειωτικό χτύπημα φωνάζοντας: «δεν ξαναξυπνάω σ’αυτή την πόλη…θα την αφήσω να πάρει το σώμα μου και να με διαλύσει, και να μην ξυπνήσω ποτέ ξανά εγώ». Και αφού η πόλη την απορροφήσει και την κάνει αναπόσπαστο κομμάτι της,  η ποιήτρια θα είναι εκείνη  που τελικά θα την βυθίσει πιο βαθιά στην σήψη της, που θα «την λούσω με βενζίνη από άκρη σ’άκρη». Μια Αθήνα όμως που από βάρδια σε βάρδια η ποιήτρια την καθάρισε «με τις παλάμες και τα γόνατα», μια πόλη που έμαθε να αγαπά στις βόλτες μετά το σχόλασμα, στο κλάμα μετά τον χωρισμό και στις νύχτες της αϋπνίας. Μια πόλη που έχει ταυτιστεί με το τραύμα, που ίσως είναι το τραύμα και σιγά σιγά συγχωνεύεται με το είναι μας για να καταφέρουμε να «ξαναξυπνήσουμε σε αυτή την πόλη».


Παρατηρούμε μια διττή σχέση της Επίθετης με την Αθήνα. Από την μια ένα κατηγορώ και μια προσπάθεια να φύγει μακρυά της, από την άλλη όμως και μια μορφή συναισθηματικής σύνδεσης με την πόλη, στην οποία η ποιήτρια πόνεσε, κοπίασε, έκανε φίλους, βρήκε όμως και μικρά σημεία χαράς και αποσυμφόρησης. Φαίνεται να ακροβατεί συχνά μεταξύ της οργής και μιας μορφής στοργής για την Αθήνα.


Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προσδίδουν και οι εικονογραφήσεις του Βασίλη Γεωργούλα. Λεπτομερείς και τοποθετημένες στο κατάλληλο σημείο ώστε να τραβήξουν την προσοχή μας. Εικόνες με μορφές ρευστές, δεν ξεχωρίζει το φύλο. Μόνο φανερό στοιχείο τα τσιγάρα στο στόμα των χαρακτήρων. Μορφές  συγχωνευμένες στα ταξί και τα στενά των Αθηνών, ψάχνοντας να βρουν την ταυτότητα τους. Στον ίδιο ακριβώς ρυθμό η ποιήτρια αλλάζει συνεχώς τον αφηγητή της. Συχνά μιλά από το προσωπείο του άντρα, άλλες φορές από αυτό της γυναίκας και άλλες είναι αβέβαιο το πρόσωπο που μας μιλά.


Η αλλαγή του αφηγητή είναι εμφανής στα κείμενα που μιλούν για τις σχέσεις. Η ποιήτρια προσπαθεί να πάρει την θέση και των δύο προσώπων σε μια ετερόφυλη σχέση. Να ακούσει και την άλλη πλευρά («σύεται ο κόσμος, όλοι πέφτουν και μένω μόνος»), να της αφηγηθεί αυτά που ποτέ δεν μπόρεσε να πει από κοντά μιας και οι λέξεις είναι ο τρόπος της να εκφραστεί και να συνδεθεί μέχρι να «μάθει να μιλάει».


Οι ανθρώπινες σχέσεις και κυρίως οι ερωτικές μεταφέρονται στα κείμενα της με το αίσθημα του τέλους. Παράλληλα με την συγχωνευμένη ζωή, μπλέκονται και οι σχέσεις που φτάνουν στο τέλος και το αρνούνται, εκείνες που τελείωσαν με την πικρή ελπίδα της επιστροφής, οι σχέσεις των συμβιβασμών και εκείνες των συναισθημάτων που ποτέ δεν εκφράστηκαν, τουλάχιστον όχι όπως θέλαμε ή ονειρευτήκαμε ( «εσύ γιατί δεν έρχεσαι; ξέρω πάντα γιατί δεν έρχεσαι. γιατί με κοιτάς καμιά φορά μπορεί να κλαις, κι έχεις κλάψει. και καμιά φορά μ’ αγαπάς, όχι τόσο, ποτέ τόσο όσο θέλεις ή θέλω αλλά ξέρω ακριβώς»).


Σε αυτό το πλαίσιο γράφεται η «Επιστολή λίγο πριν την τελική αποχώρηση». Μια ωδή αυτή την φορά στον χωρισμό και την απώλεια. Μια εξομολόγηση για εκείνες τις στιγμές που κανείς μας δεν πίστεψε «πως έγραφες εσύ και μου ζήταγες να φύγω». Μια πικρή διαπίστωση για τις φορές που «φωνάζουμε ο ένας στον άλλο», αντί να φωνάξουμε και να βρυχηθούμε στην πόλη που μας πνίγει και στην δουλειά που μας κρατά στην «παρατημένη πρωτεύουσα… να χρωστάμε τα κέρατα μας στην ΔΕΗ». Μια επιστολή εξομολόγησης που ζητάει το χάδι και ταυτόχρονα προσπαθεί να συνειδητοποιήσει την απώλεια («Όπως συνεχίσαμε όλοι. Έτσι συνεχίζεις. Το κόβεις όλο μια ευθεία.»).


Χαρακτηριστικό κείμενο για τις ανθρώπινες σχέσεις, ίσως θα λέγαμε προφητικό, είναι το «όσοι χορεύουν, φαίνονται πάντα πιο όμορφοι». Στα μάτια της Επίθετης, «είμαστε καθισμένοι, 2 μέτρα ο ένας από τον άλλο», πριν την έλευση του κορονοϊού στη ζωή μας. Χορεύοντας από απόσταση μέχρι να το πάρουμε απόφαση να πέσουμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, με τον φόβο της απογοήτευσης να παγιώνει τα 2 μέτρα απόστασης. Μας μιλά η ποιήτρια για τον φόβο τόσο της μοναξιάς, αλλά και της συσχέτισης, μιας και η απώλεια θα πονέσει περισσότερο, και η μοναξιά θα επιστρέψει πιο οργισμένη. Η Αθήνα θα μας καταβροχθίσει πιο εύκολα αυτή την φορά εκείνες τις στιγμές που «θα μπήγω τα κλάμματα και…ευτυχώς δεν θα ξεχωρίζουν τα δάκρυα από τον ιδρώτα».


Σε αυτή η σειρά των κειμένων για τις σχέσεις μπορούμε να πούμε ότι ίσως επιχειρείται ένα είδος βιωματικής σύνδεσης με τον αναγνώστη. Φαίνεται ότι η Επίθετη θέλει να απαγγείλει τόσο στους  αναγνώστες που «φοβούνται την Βιρτζίνια Γουλφ», όσο και σε εκείνους που διαβάζουν για πρώτη φορά ποιητική συλλογή. Η ποιήτρια βγαίνει στην σκηνή και με γλυκόπικρη νοσταλγία μιλά για όλους μας και σε όλους μας. Μοιράζεται το συναίσθημα της τόσο για να το πιστέψει η ίδια και να το  απαλύνει μέσω της δικής μας κατανόησης και ταύτισης, όσο και επειδή «δεν είχα ποτέ τα λόγια, έχω μόνο τις λέξεις.» Σαν να μας προετοιμάζει για το επερχόμενο τέλος και νιώθει την ανάγκη να μας διαβάσει τον επικήδειο της ζωής μας, που αυτή την φορά όμως έρχεται λίγο πριν το τέλος.


Η Επίθετη μας θυμίζει ότι είναι  ποιήτρια performer, με εμπειρία στην προφορική ποίηση (slam). Τις ιστορίες της, τις γράφει σαν να αφηγείται στους κοντινούς της, παρότι μας αναφέρει συχνά ότι γράφει μέχρι να μάθει να μιλά. Σαν να νιώθει ότι η φωνή της δεν ακούγεται, ίσως και να είναι αδύναμη μέσα στην βουή των πολλών, αλλά μέχρι να βρει την δύναμη έχει τουλάχιστον τα κείμενα της. Τα κείμενα της έχουν λόγο απλό, αφήγηση που εμπνέει ηρεμία, και λίγα σημεία στίξης για να μας καθοδηγήσουν στην ανάγνωση και να μας δώσουν τον κατάλληλο χρόνο να κάνουμε παύση, να γυρίσουμε πίσω σε μια στροφή ή να βιαστούμε για να δούμε την συνέχεια. Για αυτό άλλωστε, το ένα κείμενο συνεχίζει ή συνομιλεί με το άλλο, οι τίτλοι κόβονται και επανέρχονται στην επόμενη σελίδα, και ο αναγνώστης συμμετέχει σε μια εξερεύνηση.


Η Επίθετη αντί γλωσσικών τεχνασμάτων, προτιμά να χρησιμοποιεί στα κείμενα αναφορές της pop κουλτούρας και της παράδοσης για να κριτικάρει με τρόπο κωμικό και πιο οικείο την σημερινή κοινωνία. Ο θάνατος προσωποποιείται με την μορφή της Μόρα[3], με την οποία εν τέλει συμφιλιώνεται(«γιατί μπορεί να θέλει να σκέφτομαι πως με λυπήθηκε»). Την μέρα που η οργή θα φέρει την ανατροπή και «θα γίνουμε εμείς τα καρφιά στα καθίσματα τους», η ποιήτρια θα τους φωνάζει χαμογελαστή «όχι πια δάκρυα» , καπηλευόμενη το διαφημιστικό τους ρητό για το «Johnson’s Baby Shampoo». Αυτή θα είναι η απάντηση της στους παρελθοντικούς εργοδότες και στους ανθρώπους που την «πόνεσαν» και την εκμεταλλεύτηκαν.


Χαρακτηριστική είναι και η χρήση της ειρωνείας με κυριότερα παράδειγμα τον τίτλο της συλλογής. Η «μικρή» ωδή που έχει οπτικοποιηθεί με μεγάλα και ανοίκεια στο μάτι γράμματα. Καλεί εμάς τους αναγνώστες που δουλεύουμε, που χωρίζουμε, που στεκόμαστε στα ερείπια της Αθήνας όπως οι χαρακτήρες της, να γιορτάσουμε με το τραγούδι της, την ωδή που έγραψε για εκείνη και για μας, αλλά να μην το φωνάξουμε, και να το σκεπάσουμε κάτω από την λέξη «μικρή».  Αισιοδοξία μετρημένη και απόλαυση με το σταγονόμετρο.



Κλείνοντας, η Επίθετη διαπραγματεύεται την καθημερινότητα της αστικοποιημένης κοινωνίας, της γενιάς των 500 πλέον ευρώ, που παλεύει για την επιβίωση, την συσχέτιση, τον έρωτα. Η υποταγή εναλλάσσεται με την οργή και το κάλεσμα για  αιμοβόρα εκδίκηση σε ότι και όποιον μας πόνεσε, χωρίς όμως να γίνεται λόγος για αναδημιουργία. Τα όνειρα και οι ελπίδες στερεύουν, όμως το κλείσιμο έρχεται με την αισιόδοξη νότα της συντροφικότητας και της φιλίας. Των αγαπημένων προσώπων που μέσα στον βυθό της ορμητικής Αθήνας φωτίζουν το μαύρο, απαλύνουν τον φόβο της αυτοκαταστροφής του πλανήτη που δόθηκε στην πρώτη κιόλας γραμμή και συντελούν ώστε «να μην ονειρεύομαι τους νεκρούς πλέον. Ονειρεύομαι μόνο αυτούς που θα’ναι μαζί μου λίγο πριν το τέλος. Λίγο πριν το τέλος, θα είμαστε μαζί.».



[1] Επίθετη, Α., 2018. Κορένι/Корени (*). Αθήνα: Αυτοέκδοση

[2] Τα zine αποτελούν εκδόσεις κειμένων με εικονογραφήσεις, θυμίζοντας συχνά τη μορφή περιοδικού

[3] Συνήθως περιγράφεται από την ελληνική παράδοση ως μορφή ηλικιωμένης γυναίκας που εμφανίζεται στον ύπνο του ατόμου και εκείνο είναι αδύναμο να κουνηθεί ή να αντιδράσει. Μύθος γύρω από το φαινόμενο της υπνικής παράλυσης.