Criticism

Κείμενα και Κριτική

Μία μυθοπλαστική συνέντευξη του Τένεσυ Γουίλιαμς για τον “Γυάλινο Κόσμο”

Μία μυθοπλαστική συνέντευξη του Τένεσυ Γουίλιαμς για τον “Γυάλινο Κόσμο”

Δημιουργική Κριτική Φανταστικές συνεντεύξεις March 5, 2021


της Ευτυχίας Φωτιάδου


Βρισκόμαστε, λοιπόν, εδώ, με τον σπουδαίο θεατρικό συγγραφέα, Tennessee Williams. Αλήθεια, γνωρίζουμε πως το Tennessee δεν είναι παρά ένα ψευδώνυμο. Πώς προέκυψε αυτό;


Το πραγματικό μου όνομα είναι Thomas. Thomas Lanier Williams. Tennessee συνήθιζαν να με αποκαλούν οι συμμαθητές μου κοροϊδευτικά, λόγω της βαριάς Νότιας προφοράς μου, όταν μετακομίσαμε στο Σαιν-Λουίς το ‘18.


Πόσο σε επηρέασε αυτή η αλλαγή του περιβάλλοντος;


Ήταν δύσκολο. Τα παιδιά στο σχολείο δεν ήταν φιλικά μαζί μου, με έκαναν να νιώθω κατώτερος. Έτσι, όμως, αναπτύχθηκε μια ακόμη πιο ισχυρή σχέση με την αδερφή μου, Rose. Πάντα ήμασταν δεμένοι, είναι η αλήθεια. Της έχω φοβερή αδυναμία, λόγω της ιδιαιτερότητάς της. Φοβερά εσωστρεφής, μόνιμα θλιμμένη. Διαγνώστηκε με σχιζοφρένεια λίγα χρόνια πριν, κι έτσι υποβλήθηκε σε λοβοτομή. Παρατηρούσα το βλέμμα της, τις κινήσεις της μετά τη θεραπεία∙ προσπάθησα να αποδώσω αυτές τις λεπτομέρειες στον χαρακτήρα της Laura.


Βασίζονται και οι υπόλοιποι χαρακτήρες σε πραγματικά πρόσωπα ή είναι αποκυήματα της φαντασίας σου για να πλαισιώσουν την Laura;


Κατά κάποιον τρόπο, οι Wingfield αναπαριστούν με μεγάλη ομοιογένεια ολόκληρη την οικογένειά μου. Βλέπεις, λόγω της δουλειάς του, ο πατέρας μου ήταν συνεχώς απών, όπως και στο έργο. Θα τον χαρακτήριζα, ίσως, αυταρχικό, όπως κάθε στρατιωτικός. Αυστηρός, σίγουρα. Όπως είναι και η μητέρα μου. Κόρη κληρικού, αριστοκρατική, με σπουδαία καταγωγή. Τρυφερή, με αυστηρές ηθικές αρχές. Μας μεγάλωσε με πολύ κόπο, έβλεπε για τα παιδιά της ένα όμορφο μέλλον, όπως και η Amanda  Wingfield. Πολλές φορές, το ίδιο καταπιεστική. Ακόμα και ο Jim, είναι στην πραγματικότητα ένας καλός μου φίλος.


Και ο Tom;


Ο Thomas Wingfield λαχταρά να ξεφύγει από το στενό περιβάλλον του. Ονειρεύεται να κυνηγήσει την περιπέτεια, μακριά από την αστική οικογένειά του, την ρουτίνα που καταπνίγει την καθημερινή του ζωή στη δουλειά και το σπίτι. Του έδωσα το όνομά μου, γιατί υπήρχε λόγος. Θα έλεγα ότι του έχω εμφυσήσει και τις δικές μου αδυναμίες. Αναζητά το νόημα της ζωής στον κινηματογράφο, στην ποίηση… ακόμα και στο αλκοόλ. Κάναμε μια δουλειά που δεν επιθυμούσαμε. Μοιάζουμε περισσότερο από όσο θα ήθελα να παραδεχτώ.


Συμπεραίνουμε, λοιπόν, πως η προσωπική σου ζωή έχει επηρεάσει άμεσα το κείμενο.


Πρόκειται, μάλλον, για το πιο αυτοβιογραφικό μου έργο. Προέκυψε από κάποιες πρώιμες απόπειρες, όπως το διήγημα «Portrait of a girl in glass». Πολλές σκηνές είναι όμοιες, ενώ άλλες παραλείπονται ολόκληρες. Πήρα στοιχεία κι από ένα μονόπρακτο, το «The Long Goodbye» κι ένα σύντομο σενάριο με τίτλο «The Gendleman Caller». Την ίδια στιγμή, όπως και άλλα έργα μου, έτσι και ο «Γυάλινος Κόσμος», ασκούν επιρροή κι άλλοι συγγραφείς, όπως ο Anton Chekhov, με την μοναχικότητα που αποπνέουν οι χαρακτήρες του, o David Hebert Lawrence, με την ασχολία των έργων του με την κοινωνία, και φυσικά ο ποιητής Hart Crane, χωρίς να θέλω να επεκταθώ παραπάνω.


Βλέποντάς το κείμενο μεταγενέστερα, συνειδητοποιώ πως αντικατοπτρίζει όχι μόνο την πραγματική κατάσταση, αλλά και μια πιο φαντασιακή. Οι ήρωες λένε πράγματα που εγώ απαγορεύεται να πω. Επικοινωνούν όπως θα ήταν το ιδανικό να επικοινωνήσω εγώ. Τους θέτω δοκιμασίες ώστε να τους δοκιμάσω, ενώ στην ουσία δεν δοκιμάζω παρά μόνο τον δικό μου εαυτό. Νιώθω πως ο λόγος που τους δημιούργησα εξ’ αρχής, ήταν για να καθρεφτίσω ιδέες και εμπειρίες που έχω στο μυαλό μου. Προκαλούν, νιώθουν, αντιδρούν. Δοκιμάζουν και πράττουν, οι συνέπειες χτυπούν αυτούς και όχι εμένα.


Βέβαια, αυτό με βάζει σε σκέψεις. Όπως προανέφερα, ο ρόλος του Tom είναι, ουσιαστικά, αντανάκλαση των δικών μου χαρακτηριστικών. Έτσι, όπως κι αυτός, αναπολώ συχνά το παρελθόν. Αναρωτιέμαι, καμιά φορά μετανιώνω τις επιλογές μου, προσπαθώ να σκεφτώ τι θα άλλαζα, αν είχα την ευκαιρία.


Αλήθεια, ποιος είναι ο λόγος που εντάσσεις μια τόσο ιδιαίτερη αφηγηματική τεχνική στο έργο σου;


Η αναπόληση είναι ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο στην αφήγηση. Σου δίνει τη δυνατότητα να παραλείψεις λεπτομέρειες ή να τις υπερτονίσεις. Είναι ένα μέσο που το βαραίνουν οι συναισθηματισμοί, αναδεικνύοντας την άκρως υποκειμενική άποψη του αφηγητή, με την πλήρη απουσία του αντικειμενικού ρεαλιστικού κόσμου. Οι αξίες και οι αντιλήψεις του αφηγητή είναι εκείνες που διαμορφώνουν τον τρόπο που βιώνουμε τη δράση.


Για παράδειγμα, η μητέρα του Tom στο έργο παρουσιάζεται, ίσως σε υπερβολικό βαθμό, κολλημένη στην δική της πραγματικότητα που αντιτίθεται στην δική του, ακριβώς επειδή η αφήγηση βασίζεται στις δικές του αναμνήσεις, επηρεασμένες από τον επαναστατικό του χαρακτήρα.


Ακόμη και μέσα από την διαφορετικότητά τους, όμως, μητέρα και γιος είναι περισσότερο όμοιοι από όσο θα περίμενε κανείς. Το ίδιο συμβαίνει και με την Laura, σωστά;


Το κοινό χαρακτηριστικό που ενώνει την οικογένεια, είναι η απομόνωσή τους από το περιβάλλον. Φυσικά, ο καθένας στην δική του διαφορετική υπαρξιακή φούσκα, στον δικό του «γυάλινο κόσμο», όμως το ίδιο κλεισμένοι, το ίδιο μόνοι. Ειδικότερα, οι τρεις χαρακτήρες, κατακλύζονται από το αίσθημα του ανικανοποίητου, είτε λόγω των κοινωνικών συνθηκών, όσο και της ψυχοπαθολογίας τους.

Περισσότερες ομοιότητες παρουσιάζονται μεταξύ της μητέρας και της κόρης, και οι δύο ανίκανες να προσαρμοστούν, αρνούμενες την πραγματικότητα, σε αντίθεση με τον Tom που επιλέγει ο ίδιος το περιθώριο, μακριά από τα ιδανικά της κοινωνίας. Για την ακρίβεια, αυτός αποτελεί τον συνδετικό κρίκο, αφήνοντας τις δύο γυναίκες αποκομμένες μετά τη φυγή του στις τελικές σκηνές.


Ποιο, κατά τη γνώμη σου, είναι το κύριο χαρακτηριστικό που τους καθιστά τόσο διαφορετικούς τελικά;


Είναι ο τρόπος με τον οποίο βλέπουν και προσκολλούνται στο παρελθόν. Ο τρόπος που διαχειρίζονται το παρόν και οι επιθυμίες τους για το μέλλον.

Ο γιος, ας πούμε, θυμάται κάθε μέρα το παρελθόν. Ανασύρει ξανά και ξανά τις πληγές του, με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα σταματήσουν να τον επηρεάζουν. Αφήνει τα παιδικά τραύματά του, την απόρριψη που δέχτηκε και από τους δύο του γονείς, να τον κυνηγούν στο παρόν. Όπως και με το αίσθημα του «εγκλωβισμού» σε καταστάσεις, που του μετέδωσε ήδη από τα πρώτα χρόνια της ζωής του η Amanda, λόγω του δυστυχισμένου γάμου της. Ζει υποταγμένος στις προσδοκίες της, μα, ύστερα από κάθε καβγά με την μητέρα του, ο Tom φεύγει, απειλεί πως δεν θα ξαναγυρίσει ποτέ. Διαλέγει τον δρόμο της αυτοκαταστροφής∙ του αλκοόλ και του τσιγάρου. Θεωρεί πως, όταν θα φύγει, θα νιώσει ελεύθερος. Θα επιβεβαιώσει, έτσι, και την μητέρα του, θα της αποδείξει πως μοιάζει με τον πατέρα του.

Στην αντίθετη πλευρά, η Αμάντα συνήθιζε να δέχεται την αποδοχή. Υπήρξε όμορφη, πολύ όμορφη, οι άντρες την περιτριγύριζαν και της άρεσε. Το παρελθόν για κείνην συμβολίζει τη χαμένη νιότη της. Κατά τη διάρκεια όλου του έργου, ανασύρει ξανά και ξανά αυτές τις ίδιες αναμνήσεις στο μυαλό της, ξαναζεί τις ίδιες ευχάριστες στιγμές, γιατί είναι οι μόνες που έχει. Τις ζει μέσα σε ένα παρόν που δεν έχει καμία σχέση∙ είναι πια μια αποτυχημένη εργαζόμενη γυναίκα, μια αποτυχημένη σύζυγος και μια αποτυχημένη μάνα. Θεωρεί τον εαυτό της θύμα εξαπάτησης, κατηγορεί πάντα τους γύρω της χωρίς να νιώθει το μερίδιο που της αναλογεί. Η μόνη της επιθυμία για το μέλλον είναι να παντρέψει την κόρη της με κάποιον εύπορο άντρα, ώστε να επανέλθει στην δική της προσωπική κανονικότητα.

Με την Laura… Με την Laura είναι αλλιώς. Είναι, πράγματι, κι αυτή κολλημένη στο παρελθόν. Οι παλιοί δίσκοι του πατέρα της, η επετηρίδα του Γυμνασίου, είναι όλη της η ζωή. Ακόμα και ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιεί την παιδική της αναπηρία, το γεγονός ότι, ακόμα και κάτι σχεδόν αμελητέο, είναι δυνατό να την επηρεάζει ακόμα και τόσα χρόνια μετά. Θεωρεί τον εαυτό της υπεύθυνο για την καταστροφή του μικρόκοσμου που είχαν δημιουργήσει οι γονείς της όταν παντρεύτηκαν, κι αυτό την ακολουθεί. Η ενοχή της παίρνει το σχήμα της κατωτερότητας, με αποτέλεσμα να κυκλοφορεί συνεχώς σαν φάντασμα, σχεδόν αόρατη. Αν τύχει κατά τη διάρκεια του έργου να υψώσει φωνή θα είναι αν κινδυνεύσει η εύθραυστη συλλογή της.

Για τον ίδιο λόγο παρατάει τη σχολή της, κατά κάποιον τρόπο το μέλλον της, καθώς θα μπορούσε να βγάλει χρήματα και να διαφύγει από τον απορριπτικό κόσμο της. Και αυτό είναι που την κάνει να διαφέρει εντελώς από τους υπόλοιπους. Δεν την ενδιαφέρει το μέλλον, δεν φροντίζει γι’ αυτό. Είναι βολεμένη στον κόσμο της, αγνοεί πως θα συνεχίσει να είναι βάρος στην οικογένειά της.

Ξεφεύγει από τον εαυτό της μόνο όταν γνωρίζει τον Jim, εκείνος όμως έχει τη δική του ζωή. Οι συγκρούσεις στην δική του οικογένεια τον έκαναν να είναι ιδιαίτερα γενναιόδωρος, αναζητώντας πάντα την αποδοχή. Όταν, όμως, καταφέρει να την κερδίσει, την απορρίπτει ο ίδιος, όπως ακριβώς και οι γονείς του. Στο δικό του παρόν, δεν γνωρίζει τι θέλει, βασίζει τις ελπίδες του στο μέλλον του. Θα έχει μια καλή γυναίκα, μια καλή δουλειά. Γεμάτος φιλοδοξίες. Γεμάτος μόνο με φιλοδοξίες, όμως, τα υπόλοιπα συναισθήματα είναι περιττά.


Φιλοδοξίες σε μια εποχή που η οικονομική ύφεση είναι γεγονός. Πού βασίζει το αισιόδοξο πνεύμα του; Προτιμάς να κρατήσεις την πολιτική έξω από τα κείμενά σου;


Δεν θα το έλεγα έτσι. Το αντίθετο, μάλιστα. Στην πραγματικότητα, οι συγκεκριμένοι χαρακτήρες εκπροσωπούν ακριβώς την κοινωνία της ύφεσης. Ζουν σε μία γειτονιά φτωχή, σε ένα μικρό σπίτι. «Ο περισσότερος κόσμος δουλεύει σε φάμπρικες, σε εργοστάσια, σε γραφεία, σε αποθήκες…» όπως τονίζει η Amanda. Τα χρήματα ήταν λίγα, αλλά κάθε δουλειά ήταν σημαντική. Στην εποχή του έργου, ο πόλεμος καταστρέφει το αμερικάνικο όνειρο. Το μεγάλο κραχ του ’29 φέρει επιπτώσεις όπως η υλιστική ματιά που προσδίδω τόσο στον Jim όσο και στον Tom.

Ο Jim στρέφεται προς την καριέρα του, ασχολείται με τομείς που θαρρεί πως θα του αποφέρουν κέρδη. Ο Tom, στιγματισμένος, στρέφεται στην ποίηση, αλλά και σε ένα μέλλον λιγότερο σκοτεινό, γεμάτο περιπέτεια.  Όπως και η μητέρα ακόμα, αποζητά απελπισμένα το χρήμα. Στηρίζει τις ελπίδες της στα παιδιά της, ώστε να διασφαλιστεί και η ίδια. Με το φευγιό του ο Tom, καταδικάζει τις γυναίκες του σπιτιού, όχι μόνο πνευματικά και ψυχικά, αλλά και οικονομικά.


Αυτό το γεγονός, η χρήση αυτών των προβλημάτων ως κεντρικό θέμα, καθιστά το έργο Ρεαλιστικό;


Ανήκει σε ένα κίνημα, όπως το ονομάζουν, «ποιητικού» ή «μαγικού» ρεαλισμού. Φυσικά πραγματεύεται σύγχρονα ζητήματα, ταυτόχρονα όμως δεν παύει να υπάρχει μια κάποια «λυρικότητα». Η νοσταλγία, η πικρία, η αυξημένη αισθητικότητα, είναι όλα στοιχεία που το εντάσσουν στο συγκεκριμένο κίνημα.

Ταυτόχρονα, είναι γεμάτο με συμβολισμούς, άλλους κρυφούς και άλλους πιο ξεκάθαρους.


Όπως;


Μικρά στοιχεία, μικρές λεπτομέρειες που κολλούν στο υποσυνείδητο και περνούν το μήνυμα.

Η γυάλινη συλλογή της Laura, για παράδειγμα. Τα στολίδια της, κάθε ένα ξεχωριστά αποτελεί μέρος του κόσμου της. Θα έλεγα πως είναι ταυτόσημη με την προσωπική μου αντίληψη, μιας συλλογής από γυάλινους, εύθραυστους ανθρώπους. Το αγαπημένο της είναι ο μονόκερως, ένα άλογο που διαφοροποιείται από τα άλλα λόγω του κεράτου του. Με τον ίδιο τρόπο, η Laura διαφέρει από τα άλλα κορίτσια λόγω της αναπηρίας της που δεν είναι παρά σωματική. Το σπάσιμο του γυάλινου μονόκερου σηματοδοτεί το τέλος μιας φάσης, το τέλος μιας οπτικής ως προς τον κόσμο, όμως η Laura είναι χαρούμενη. Ταυτίζεται με αυτόν, ύστερα από το φλερτ με τον Jim, νιώθει ξαφνικά σαν τα άλλα κορίτσια, φυσιολογική. Έτσι εκείνη του χαρίζει τον μονόκερο, ένα σύμβολο αγνότητας που εκείνος έχει ήδη παραβιάσει.

Ακόμα και ο ίδιος ο χαρακτήρας του Jim, συμβολίζει αυτό που προσμένουμε, αλλά δεν έρχεται ποτέ. Μια ιδέα, ένα όνειρο που παραμένει απατηλό. Έρχεται σαν τυφώνας, χαϊδεύει λυτρωτικά κι ύστερα εξαφανίζεται. Φωτίζει την δυστυχία της οικογένειας Wingfield, κι έπειτα την βυθίζει ξανά στη δυστυχία.

Ο τρόπος που ο Jim O’Connor αποκαλεί την Laura «μπλε ρόδο», είναι επίσης συμβολικό. Ένα μπλε τριαντάφυλλο είναι όμορφο, όπως ο εσωτερικός κόσμος της Laura, μα στην πραγματικότητα είναι ανύπαρκτο. Την τοποθετεί αυτόματα στο περιθώριο.

Ή η φωτογραφία του πατέρα κρεμασμένη στον τοίχο, που βαραίνει πάντα τους χαρακτήρες με την απουσία του. Στην τελευταία σκηνή, ο Tom στέκεται στη σκάλα κινδύνου. Βρίσκεται μεταξύ της οικογένειας και του έξω κόσμου. Διεξάγεται η σύγκρουση μεταξύ του «πρέπει» και του «θέλω», όπως ακριβώς και ο πατέρας του. Το καθήκον και η επιθυμία. Στην ίδια σκάλα, η αδελφή του σκοντάφτει, δεν έχει τη δυνατότητα να ξεφύγει. Ερωτεύεται, κι αυτός, τις μακρινές αποστάσεις. Παρ’ όλ’ αυτά, οι ενοχές του τον κυριεύουν. Αναγνωρίζει πως η δική του ελευθερία αποκτήθηκε εις βάρος της οικογένειάς του. Ζητά από την αδελφή του να σβήσει τα κεριά, να τελειώσει το μαρτύριο που κουβαλά μέσα του, υπονοώντας έναν θάνατο.


Οι συμβολισμοί αυτοί είναι πραγματικά εκπληκτικοί. Κριτικοί, όμως, φάνηκαν αυστηροί με το έργο.


Ναι, αυτό είναι αλήθεια. Το «Ο Γυάλινος Κόσμος» λογοκρίθηκε, ευτυχώς χωρίς αποτέλεσμα. Κάποιοι επιτέθηκαν στην προσωπική μου ζωή, στα θέματα υγείας αλλά και τις σεξουαλικές μου προτιμήσεις. Στην αρχή, μάλιστα, ήμουν πεπεισμένος πως το έργο δεν θα διαρκούσε περισσότερο από μερικές βραδιές.

Παρά τις αρνητικές κριτικές που δέχτηκα, όμως, υπήρξαν δύο κριτικοί θεάτρου που φάνηκαν να ενθουσιάζονται. Το αξιολόγησαν, μάλιστα, με θαυμασμό και, σε καθημερινή βάση, το εξυμνούσαν μέσα από τα άρθρα τους. Το αμερικανικό κοινό το βρήκε ιδιαίτερα ενδιαφέρον, αφού εκφράζει τα προβλήματα της εποχής και τις φιλοσοφικές αναζητήσεις με τις οποίες ο καθένας έρχεται αντιμέτωπος. Θίγει τα υλιστικά ιδανικά, σπάει τα στερεότυπα της πουριτανικής κοινωνίας. Πολλοί ταυτίστηκαν με την κριτική μου ματιά απέναντι στα φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα κι έτσι, μέσα σε ένα μήνα, το έργο είχε γίνει το πιο φημισμένο έργο στο Σικάγο.


Από όσο ξέρω, το έργο μεταφέρθηκε και σε άλλες περιοχές. Πώς τα πήγε εκεί;


Πράγματι, λίγους μήνες μετά, η παράσταση μεταφέρθηκε στη Νέα Υόρκη, στο Playhouse Theatre του Broadway, και βραβεύτηκε με το New York Drama Critic’s Circle Award, ως το καλύτερο αμερικανικό θέατρο της χρονιάς. Επίσης, φέτος, εκδόθηκε για πρώτη φορά από τον εκδοτικό οίκο Random House.


Αυτό, φαντάζομαι, σου απέδωσε τεράστια φήμη και αναγνώριση. Πώς το διαχειρίζεσαι αυτό;


Αυτό είναι αλήθεια. Ο «Γυάλινος Κόσμος» σημείωσε μεγάλη καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία. Φυσικά χαίρομαι που βλέπω το έργο μου να προοδεύει, όπως ένας γονιός χαίρεται για τις επιτυχίες του παιδιού του, όμως συνειδητοποιώ πως υπάρχουν κίνδυνοι σε αυτό. Πρόσφατα ξεκίνησα τη συγγραφή ενός δοκιμίου, σχετικό με την καταστροφή που αποφέρει η επιτυχία.


Ανυπομονώ να το πάρω στα χέρια μου. Η επιτυχία αυτή έχει εμπνεύσει διάφορους σκηνοθέτες, οι οποίοι πρόκειται να ανεβάσουν την παράσταση σύντομη. Σε λίγους μήνες πρόκειται να ανέβει στην Ιταλία από τον Luchino Visconti, και είμαι σίγουρη πως ο θρίαμβος θα συνεχιστεί. Όμως η συνέντευξη έφτασε στο τέλος της. Σε ευχαριστώ πάρα πολύ για τον χρόνο σου, και τις σκέψεις που μοιράστηκες μαζί μας.


ΕΠΙΜΕΤΡΟ


Μια, ίσως προβληματική, οικογένεια τοποθετημένη σε μια φτωχογειτονιά του Σαιν-Λούις του Μιζούρι είναι το κεντρικό θέμα του έργου «Ο Γυάλινος Κόσμος» (πρωτότυπος τίτλος: «The Glass Menagerie», Το Γυάλινο Θηριοτροφείο), ένα θεατρικό που η πλοκή του σκιαγραφεί την κοινωνία του αριστοκρατικού αμερικανικού Νότου των προκαταλήψεων, όσο και το ίδιο το σπίτι μέσα στο οποίο έζησε ο ίδιος ο Williams. Πρόκειται για αναπόληση. Ο αφηγητής, πρόσωπο που ταυτίζεται με τον γιο της οικογένειας, μεγάλος πια, αναθυμάται το παρελθόν και μας αφηγείται την ιστορία.

Η μεσοαστική οικογένεια Wingfield που έρχεται αντιμέτωπη με την νέα οικονομική πραγματικότητα. Ο πατέρας έχει εγκαταλείψει, κι έτσι ο γιος Tom αναλαμβάνει να συντηρήσει τη μητέρα του Amanda  και την αδελφή του Laura. Τα όνειρά του για το μέλλον ξεπερνούν τις αυταρχικές αξίες της μητέρας του, η οποία, έχοντας ζήσει τα νεανικά της χρόνια αριστοκρατικά, αρνείται να αποδεχθεί τις πιεστικές καταστάσεις. Τις έμμονες ιδέες της προσπαθεί να περάσει στην κόρη της, μια κοπέλα τρομερά ντροπαλή και ανασφαλή, με σύνδρομο κατωτερότητας, η οποία βρίσκει ευχαρίστηση μονάχα στην συλλογή της από γυάλινα ζωάκια-μινιατούρες.

Η Amanda , μια κοκέτα, ζει και ξαναζεί μέσα από τις αφηγήσεις της αναμνήσεις από την καλή ζωή, τον παλιό της εαυτό. Η Laura, ελαφρώς χτυπημένη από πολιομυελίτιδα, αισθάνεται ανίκανη να ανταπεξέλθει στον «πραγματικό» κόσμο και επιλέγει να ζήσει σε έναν δικό της. Παρ’ όλ’ αυτά, η μητέρα της εξακολουθεί να την πιέζει να μεταμορφωθεί σε μία γυναίκα καθ’ ομοίωσή της, ώστε να αρέσει στους άντρες, να παντρευτεί κάποιον που θα την αποκαταστήσει. Αντίθετα ο Tom, κουρασμένος από την ρουτίνα μιας ζοφερής καθημερινότητας, ονειρεύεται να ακολουθήσει το πρότυπο του πατέρα του, να φύγει μακριά.

Το σχέδιό του για απόδραση απαιτεί την εξασφάλιση της οικογένειάς του, κι έτσι πείθει τον καλύτερό του φίλο, Τζιμ, να γνωρίσει την Laura. Εκείνη, βλέποντάς τον μπροστά της, αντικρίζει τον παιδικό της έρωτα. Ο Τζιμ καταφέρνει να γεμίσει με όμορφα συναισθήματα τον κόσμο της Laura, μέχρι τελικά να τον γκρεμίσει εντελώς, όπου εκείνη στρέφεται για πάντα στη μοναξιά της.

Αυτός είναι, εν ολίγοις,  ο καμβάς του «Γυάλινου κόσμου»


Βιβλιογραφία

Mambrol, N. (2020, 10 12). Analysis of Tennessee Williams’s The Glass Menagerie. Ανάκτηση 01 21, 2021, από Literary Theory and Criticism: https://literariness.org/2020/10/12/analysis-of-tennessee-williamss-the-glass-menagerie/

The Glass Menagerie. (n.d.). Ανάκτηση 01 22, 2021, από sparknotes: https://www.sparknotes.com/lit/menagerie/

Williams, T. (2012). Ο Γυάλινος Κόσμος. ΗΡΙΔΑΝΟΣ.

Μαρία Μητροπούλου, Π. M. (n.d.). Ο γυάλινος κόσμος, Tennessee Williams. Ανάκτηση 01 21, 2021, από Phychotheatrology: https://www.psychotheatrology.com/omicron-gammaupsilonalphalambdaiotanuomicronsigma-kappaomicronsigmamuomicronsigma.html

Τουρλής, Π. (2017, 11 12). Ο γυάλινος κόσμος, του Tennessee Williams. Ανάκτηση 01 21, 2021, από το βιβλίο.net: https://tovivlio.net/%CE%9F-%CE%B3%CF%85%CE%AC%CE%BB%CE%B9%CE%BD%CE%BF%CF%82-%CE%BA%CF%8C%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%85-tenessee-williams/

Χονδρογιάννης, Σ. (Σκηνοθέτης). (1976). Γυάλινος Κόσμος [Ταινία].