Criticism

Κείμενα και Κριτική

Μία μυθοπλαστική συνέντευξη με τον Λέοντα Τολστόι

Μία μυθοπλαστική συνέντευξη με τον Λέοντα Τολστόι

Δημιουργική Κριτική Φανταστικές κριτικές March 8, 2021


του Αλέξανδρου Κασφίκη


Η συνέντευξη λαμβάνει χώρα το 1885, λίγο μετά τη συγγραφή και δημοσίευση του «Όπου είναι η αγάπη, είναι και ο Θεός», στο σπίτι του μεγάλου συγγραφέα από έναν νεαρό, ανεξάρτητο, Ρώσο δημοσιογράφο, τον Ντιμίτρι Αγκαπόβ (φανταστικό πρόσωπο), ο οποίος επιθυμεί να χρησιμοποιήσει τη συνέντευξη αυτή για να ξεκινήσει την καριέρα του.


Ο Ντιμίτρι καταφθάνει στο σπίτι του Τολστόι πέντε ώρες νωρίτερα απ’ ότι περίμενε, μόλις είχε ξημερώσει. Ωστόσο ο χρόνος ήταν πιεστικός, καθώς το πρόγραμμα του νεαρού δημοσιογράφου ήταν πολύ «σφιχτό». Έπρεπε να παραδώσει τη συνέντευξη σε δύο μέρες από τότε, με το ταξίδι για την επιστροφή να διαρκεί στην καλύτερη περίπτωση εννιά ώρες. Πλησιάζοντας την πύλη της κατοικίας, ο νεαρός δεν μπορεί να συγκρατήσει τον ενθουσιασμό του και φώναξε δυνατά για να του ανοίξουν και για να τραβήξει την προσοχή οποιουδήποτε. Πριν μπορέσει όμως να φωνάξει για δεύτερη φορά, ο Τολστόι έρχεται από πίσω και ακουμπώντας τον ώμο του Ντιμίτρι, τον ρωτάει ποιος είναι. Ο Ντιμίτρι ξαφνιάστηκε από αυτήν του την κίνηση, αλλά αποκρύπτοντας  αυτή του την αντίδραση, απαντά ότι είναι ο κύριος Αγκαπόβ, που είχε έρθει για τη συνέντευξη. Ο συγγραφέας τον καλωσορίζει, εξηγώντας ότι τον περίμενε κάπως μεγαλύτερο. Ο Ντιμίτρι χαμογελάει λίγο και μαζί περνούν την πύλη. Μετά από μια μικρή αναμονή, η συνέντευξη ξεκινά.


Ντιμίτρι: Σας ευχαριστώ πάρα πολύ που με δεχτήκατε. Εκτιμώ ότι ο χρόνος όλων μας είναι περιορισμένος και γι’ αυτό θα πρότεινα να ξεκινήσουμε αμέσως. Θέλω να μάθω για το έργο που δημοσιεύσατε «Η παιδική ηλικία».


Τολστόι: Αποτελούσε το πρώτο από τα τρία που έγραψα, τα οποία είχαν παρόμοιο θέμα και είχαν ως έμπνευση τη δική μου ζωή και εμπειρίες. Όχι σε μεγάλο βαθμό, βέβαια, και πρέπει να πω ότι ίσως το παράκανα. Δεν είχα αποφασίσει ακριβώς τι ήταν. Είχα ενσωματώσει πολλά στοιχεία από τη δική μου ζωή αλλά και πολλά καινούρια. Μου φαίνεται ότι είναι εμπνευσμένο περισσότερο από τη φαντασία μου. Πόσο χρονών είσαι;


Ν: 25


Τ: Εγώ ήμουν 23 όταν το δημοσίευσα. Δεν χρησιμοποίησα το πραγματικό μου όνομα  και θυμάμαι ακόμα την έκπληξη μου όταν έμαθα ότι ο Νικολάι Νεκρασόβ (ο εκδότης της εφημερίδας, στην οποία το εξέδωσα) ήταν πολύ ευχαριστημένος με αυτή μου την προσπάθεια.


Ν: Απ’ ότι καταλαβαίνω θα θέλατε να ήταν πιο βιογραφικό και λιγότερο φανταστικό;


Τ: Όχι ακριβώς, αλλά, όπως είπα, δεν είχα αποφασίσει τι έπρεπε να ήταν και οι δικές μου εμπειρίες ήταν απλώς ένα κομμάτι της γενικότερης ιστορίας που εξελισσόταν, μιας φανταστικής ιστορίας. Ήταν συστατικά για κάτι διαφορετικό.


Ν: Ας προχωρήσουμε στις «Ιστορίες της Σεβαστούπολης». Γιατί αποφασίσατε να συγγράψετε αυτές τις ιστορίες;


Τ: Πριν σου πω, νομίζω ότι είναι καλύτερο να ξέρεις το ταξίδι μου μέχρι τη Σεβαστούπολη. Μην ανησυχείς, δεν θα σε κουράσω με πολλές λεπτομέρειες, απλώς πιστεύω ότι αυτά που θα πω, θα βοηθήσουν στην κατανόηση των ιστοριών.


Ν: Φυσικά, συνεχίστε.


Τ: Εγώ δεν είχα στο μυαλό μου να καταταγώ στον στρατό, πόσο μάλλον να υπηρετήσω στο πυροβολικό. Αυτό άλλαξε, όταν ο αδελφός μου με πλησίασε και μου πρότεινε να τον ακολουθήσω. Είχε μόλις τελειώσει τις σπουδές του. Εγώ δεν έβλεπα τον εαυτό μου ως στρατιωτικό, όμως περνούσα δύσκολα εκείνη την περίοδο. Είχα πολλά χρέη και άρα δεν μου πήρε πολύ για να συνειδητοποιήσω ότι η μόνη λύση ήταν να φύγω μαζί με τον αδελφό μου. Και να σου πω ότι ο Νίκολας ήξερε για την κατάσταση που βρισκόμουν και για αυτό μου έκανε αυτήν την πρόταση, ή τουλάχιστον έτσι θυμάμαι.


Ν: Τώρα που τον αναφέρατε, θα μπορούσατε να μου πείτε για τη σχέση σας με τον αδελφό σας;


Τ: Ας συνεχίσουμε με τη Σεβαστούπολη και συγγνώμη για την παρέκβαση. Από ‘δω και πέρα θα εστιάσω μόνο στα έργα μου για να μη σπαταλώ τον χρόνο σου. Γι’ αυτό ήρθες, άλλωστε.


Ν: Φυσικά και ήρθα γι’ αυτό , αλλά δεν με πειράζει καθόλου, αν θέλετε να μιλήσετε για την προσωπική σας ζωή. Όπως αναφέρατε και πριν, αυτές οι πληροφορίες μπορούν να βοηθήσουν για την κατανόηση των κειμένων σας.


Τ: Όπως είπα, ας συνεχίσουμε.


Ν: Εντάξει, όπως θέλετε.


Τ: Το τάγμα του αδελφού μου δεν είχε ως προορισμό τη Σεβαστούπολη, αλλά το ταξίδι που βίωσα μαζί του με οδήγησε στη συγκεκριμένη πόλη. Αρχικά έπρεπε να φτάσουμε στο Βορονές, δεν ακολουθήσαμε τη συνηθισμένη διαδρομή, αλλά πειραματιστήκαμε με άλλες οδούς. Σε μια από αυτές τις οδούς, στο Καζάν μού συνέβη κάτι εξαιρετικό! Μια νεαρή γυναίκα… Αλλά δεν θα πω περισσότερα. Μετά από ένα μακρινό ταξίδι φτάσαμε σε μια πόλη όπου δόθηκε ένα σπίτι στον αδελφό μου. Όλο το στράτευμα έλαβε ένα σπίτι. Είχε γίνει επίταξη και οι κάτοικοι έπρεπε να φροντίσουν ώστε ο στρατός να έχει αρκετές προμήθειες και ό,τι άλλο χρειαζόταν.


Αχ, συγγνώμη, παρασύρθηκα μόλις κατάλαβα ότι σας φορτώνω με περιττές λεπτομέρειες.


Ν: Δεν πειρά….


Τ: Δεν έχει σημασία, αν δεν σε πειράζει, δεν πρέπει να σου σπαταλώ τον χρόνο.


Το σημαντικό που θέλω να σου πω, το οποίο επίτηδες παρέλειψα πριν, είναι ότι κάποτε φτάσαμε στο Τιφλίς, ένα κυβερνείο στον Καύκασο. Εκεί άρχισα να γράφω την «Παιδική ηλικία»  και με βάση τις εμπειρίες μου και τις συναναστροφές μου με τους «Κοζάκους». Εκτός από την έμπνευση που είχα εκεί, οφείλω να σου πω ότι σ’ εκείνον τον τόπο στρατολογήθηκα επισήμως, όταν πέρασα μια εξέταση.


Ν: Θέλω απλώς να σας πω ότι δεν σκόπευα να σας ρωτήσω για τους «Κοζάκους», ελπίζω να μην σας πειράζει.


Τ: Όχι , ήθελα να πω μερικά πράγματα σχετικά με αυτό. Αλλά όχι, μην ανησυχείς, δεν πειράζει.


Ν: Ευχαριστώ  και συγγνώμη για τη διακοπή, συνεχίστε.


Τ: Από εκείνη τη στιγμή βίωσα τη ζωή του στρατιώτη και πρέπει να πω ότι ήταν πολύ ανιαρή. Η ρουτίνα με κατέτρωγε και ήθελα να φύγω. Είχα συντάξει την αίτηση για την παραίτηση μου αλλά τη στιγμή  που περίμενα να φύγω και να γλυτώσω, ξέσπασε ο πόλεμος, ξέρεις ποιος. Η εξέταση της αίτησης μου «πάγωσε» και παρέμεινα κολλημένος ως στρατιώτης. Ευτυχώς , είχα κάνει και μια δεύτερη αίτηση για μετάθεση, η οποία έγινε δεκτή, χάριν των διασυνδέσεων της οικογένειας μου, έτσι μεταφέρθηκα στον Δούναβη μαζί με τον Γκορκακόφ, που ήταν συγγενής μου. Πριν φύγω έγινα αξιωματικός. Συμμετείχα στην επίθεση στη Σιλίστρια και στο λέω αυτό γιατί η υποχώρηση του στρατού που ακολούθησε ήταν πολύ κενή, «άδεια», δεν είχε κάτι το ιδιαίτερο. Τίποτα από τον στρατό δεν ήταν ενδιαφέρον μέχρι τότε. Ύστερα από την υποχώρηση ζήτησα να μεταφερθώ στη Σεβαστούπολη όπου….


Ν: Συγγνώμη για τη διακοπή, αλλά θέλω να μου διευκρινίσετε κάτι. Ο αδελφός σας ήταν μαζί σας σε όλα αυτά ή όχι;


Τ: Όχι


Ν: Ευχαριστώ πολύ , συνεχίστε


Τ: Στη Σεβαστούπολη βίωσα πολλά συναισθήματα, που δεν θα ξεχάσω. Πρώτα απ’ όλα ένιωσα πολύ περήφανος που ήμουν μέρος του στρατού της Σεβαστούπολης. Όλοι ήταν τόσο θαρραλέοι και όταν λέω όλοι, το εννοώ. Όλοι ήταν διατεθειμένοι να πεθάνουν για την πατρίδα  και οι αξιωματικοί και οι στρατηγοί μας. Μας το υπενθύμιζαν με τις πράξεις τους κάθε μέρα. Έπρεπε να ήμαστε έτοιμοι να πεθάνουμε και να νιώθουμε περήφανοι για αυτό. Βέβαια αυτό το πατριωτικό αίσθημα «πνίγηκε» κάπως γρήγορα από αυτά που ακολούθησαν. Αν και δε συμμετείχα σε πολύ σπουδαίες μάχες, η ζωή μου κινδύνεψε πολλές φορές, καθώς βρέθηκα στα πιο επικίνδυνα σημεία. Δεν έχασα ποτέ το θάρρος μου αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν αναγνώριζα τον πόνο, τον άσκοπο και αδικαιολόγητο πόνο των στρατιωτών. Τελικά, αναγκαστήκαμε να υποχωρήσουμε και οι στρατιώτες στάλθηκαν πίσω στα σπίτια τους. Σε εμένα είχε ανατεθεί η αναφορά για τη Σεβαστούπολη αλλά δεν επέστρεψα ποτέ στον στρατό και σύντομα παραιτήθηκα. Με όλα αυτά που βίωσα στη Σεβαστούπολη, κατάλαβα ότι ο πόλεμος δεν προσέφερε τίποτα και ότι ο απλός στρατιώτης υπέφερε πιο πολύ, γιατί ήταν ένα «εργαλείο» που έπρεπε να υπακούει εντολές, όποιες και να ήταν αυτές. Για αυτό εστιάζω περισσότερο στον απλό στρατιώτη και στο τι σημαίνει να βλέπεις τον άλλο να υποφέρει και να μην να κάνεις τίποτα για αυτό. Βέβαια οι «Ιστορίες της Σεβαστούπολης» εξέτασαν και την προοπτική υψηλόβαθμων μελών του στρατού και το πώς όλοι οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως θέσης, αντιδρούν απέναντι στον θάνατο.


Ν: Τώρα θα ήθελα να μιλήσουμε για τους «Τρεις θανάτους». Εσείς αν ξέρατε ότι θα πεθαίνατε αύριο, ή μεθαύριο, πώς θα αντιδρούσατε, σαν ποιον από τους τρεις χαρακτήρες;


Τ: Θα ήθελα να είμαι σαν το δέντρο αλλά όσο και να το επιθυμώ δεν μπορώ. Ο θάνατος δεν θα ήταν κάτι ιδιαίτερο για μένα, όσο ξαφνικά κι αν ερχόταν, και για οποιοδήποτε λόγο. Θα ήταν απλώς κάτι που κάποτε πρέπει να γίνει, δεν θα ένιωθα πόνο, ούτε θυμό, ούτε θα προσπαθούσα να το σταματήσω, γιατί ξέρω ότι είναι μάταιο. Οπότε θα αντιδρούσα όπως ο φτωχός Φίοντορ, ο οποίος πλησιάζει την ομορφιά του δέντρου. Και αυτός ξέρει ότι θα πεθάνει και ότι δεν μπορεί να το σταματήσει. Όλη τη ζωή του ζούσε μέσα στη φύση, οπότε γνώριζε πολύ καλά την πορεία των πραγμάτων και αυτό επειδή δεν ήταν Χριστιανός όπως η «ευγενής» Σιρκινκάγια, η οποία ποτέ δεν αποδέχτηκε τον θάνατο. Ακόμα και αν θεωρούνταν «αγία» και ότι θα πήγαινε στον «παράδεισο», αυτό δεν τη μετέπεισε και συνέχιζε την άσκοπη και απελπισμένη απόπειρα για σωτηρία. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να υπομείνει ήρεμα και να αποδεχτεί αυτό που θα συνέβαινε, όπως ο γέρος, που το μόνο που ήθελε ήταν να έχει μια δική του ταφόπλακα.


Ν: Γιατί δεν μπορείτε να είστε σαν το δέντρο;


Τ: Γιατί, όπως και ο Φίοντορ, ακόμα και αν το έχουμε αποδεχτεί δεν παύουμε να το σκεφτόμαστε ενώ κανονικά δεν θα έπρεπε καν να του δίνουμε σημασία. Ο θάνατος είναι απλώς κάτι που έρχεται φυσικά, όπως αναπνέουμε.


Ν: Εγώ μάλλον θα ήμουν σαν τη Σιρκινκάγια, αλλά τώρα είναι η ώρα να προχωρήσουμε. Θέλω να μου πείτε για ένα από τα δυο μεγαλύτερα σας έργα.


Τ: Το «Πόλεμος και Ειρήνη» και το «Άννα Καρένινα»;


Ν: Ναι. Θα μου άρεσε πολύ αν μπορούσαμε να αναφερθούμε και στα δύο, αλλά φοβάμαι ότι ίσως να πάρει περισσότερη ώρα απ’ ότι έχω στη διάθεσή μου. Για ποιο νομίζετε ότι θα θέλατε να μιλήσετε περισσότερο;


Τ: Δική σου είναι η συνέντευξη, εσύ τι θες;


Ν: Την «Άννα Καρένινα», τώρα που το σκέφτομαι.


Τ: Εντάξει τότε. Θυμάμαι καλά τη διαδικασία της συγγραφής του κειμένου αυτού και οφείλω να πω ότι είμαι πολύ ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα. Νιώθω ότι είναι το πρώτο μου πραγματικό έργο γιατί περιγράφω την αλήθεια όσο καλύτερα γινόταν, Δίνω σημασία και τονίζω αυτά που πραγματικά έχουν νόημα. Αλλά ας περιμένουμε λίγο. Ξέρεις το περιεχόμενο του έργου;


Ν: Ναι, φυσικά, απλώς δεν το έχω διαβάσει στην ολότητα του. Ξέρω ότι θα έπρεπε, αφού σκόπευα να σας πάρω συνέντευξη.


Τ: Δεν πειράζει, καλά έκανες και δεν το διάβασες όλο. Θα σου πω εγώ τι χρειάζεται να ξέρεις και τι να περιμένεις, γιατί αυτό που έχει σημασία είναι μάθεις από την Άννα, όχι απλώς να τη διαβάσεις. Μέχρι που έχεις φτάσει;


Ν: Να πω την αλήθεια -και ντρέπομαι γι’ αυτό- έχω απλώς διαβάσει σύντομες περιλήψεις.


Τ: Τι είπα πριν; Μην απολογείσαι. Είναι πολύ καλό που δεν το έχεις διαβάσει γιατί τώρα θα το ακούσεις κατευθείαν από την πηγή. Τι καλύτερο απ’ αυτό;


Ν: Έχετε δίκιο, δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο.


Ο Τολστόι ξεκινά να αφηγείται την «Άννα Καρένινα», λίγο διαφορετικά από το πώς το είχε γράψει, παραλείποντας ορισμένα θέματα, για να τελειώσουν πιο γρήγορα. Μετά το τέλος της αφήγησης, ο Ντιμίτρι συνειδητοποιεί πως έχει φτάσει απόγευμα, με τον ήλιο σχεδόν απών. Ποτέ του πριν δεν είχε μαγευτεί τόσο. Αμέσως όμως θυμήθηκε ότι έπρεπε να φύγει, ωστόσο δεν ήθελε να αναστατώσει τον Τολστόι και έτσι συνέχισε με τις ερωτήσεις του.


Ν: Ήταν πολύ καλό, πρέπει σίγουρα να το διαβάσω.


Τ: Αν θες, ναι. Αλλά τώρα που το άκουσες, δε χρειάζεται.


Ν: Εγώ θα το διαβάσω , να κάνω και μια σύγκριση, με όσα μου είπατε.


Τ: Ενδιαφέρον.


Ν: Πάμε στις ερωτήσεις;


Τ: Φυσικά!


Ν: Ποιοι νομίζετε ότι είναι οι πιο σημαντικοί χαρακτήρες;


Τ: Όλοι τους είναι πάρα πολύ σημαντικοί. Το έργο δεν θα μπορούσε να υπάρχει χωρίς αυτό που αντιπροσωπεύουν, γιατί ο κάθε ήρωας έχει τη θέση του στην πλοκή του έργου. Οι ίδιοι θα μπορούσαν να αντικατασταθούν, αλλά οι ιδέες, οι αντιλήψεις και ο τρόπος  που αντιδρούν στα γεγονότα, όχι. Ο καθένας από αυτούς ζει μια δική του ιστορία που όμως είναι αλληλένδετες και αλληλοεπιδρούν μεταξύ τους. Πολλές φορές η κάθε μια ιστορία και όλες μαζί συντελούν στην πλοκή και την έκβαση της κεντρικής ιστορίας. Ο καθένας επηρεάζει τον άλλο και με αυτόν τον τρόπο οι ιστορίες τους εξελίσσονται, ακριβώς όπως και οι ίδιοι οι χαρακτήρες. Έχοντας πει τα παραπάνω, το βασικό πρόσωπο της ιστορίας είναι  βέβαια, η Άννα, μια γυναίκα που δεν ήξερε ποτέ στη ζωή της την πραγματική αλήθεια και πάντα αντιμετώπιζε τα πράγματα με τον λάθος τρόπο. Ήταν παντρεμένη με έναν άνδρα που και αυτός είχε τα δικά του προβλήματα, έδινε υπερβολική σημασία στην εικόνα της οικογένειας του και την παραμελούσε. Ακόμα και όταν έμαθε ότι η Άννα τον απατούσε, αυτός ήταν αναστατωμένος επειδή αυτό το γεγονός θα κατέστρεφε την εικόνα του και όχι για το ίδιο το γεγονός. Ήταν και αυτός θύμα, όπως και η Άννα. Ωστόσο, η Άννα πλήρωσε το τίμημα με την ζωή της, ακόμα και αν στο τέλος συνειδητοποίησε το λάθος της. Τη λανθασμένη οπτική που αντιμετώπιζε τον περίγυρό της. Όταν το συνειδητοποίησε ήταν ήδη πολύ αργά. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να το αποδεχτεί. Ξέρω ότι σε πιέζει ο χρόνος  και για αυτό θα τελειώσω εδώ.


Πρώτα όμως θέλω να αναφερθώ συνοπτικά και στον Λέβιν, που είναι το «κρυμμένο διαμάντι» του έργου. Είναι αυτός που στο τέλος αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα να εστιάσει αποκλειστικά και μόνο στην οικογένεια του γιατί ήξερε ότι αυτή είχε σημασία, η γυναίκα που τόσο αγαπούσε και ο γιός του που του απέδειξε ότι υπήρχε ακόμα ένα άτομο που μπορούσε να εμπνέει τόση αγάπη. Τόση πραγματική αγάπη μόνο η οικογένειά του μπορούσε να του προσφέρει.


Ν: Δεν έχω λόγια να σας ευχαριστήσω, όχι μόνο που με δεχτήκατε αλλά και με αφήσατε να βιώσω από πρώτο χέρι τα μαγευτικά σας έργα.


Τ: Ξέρω ότι θα ήθελες περισσότερο χρόνο και γι’ αυτό, όταν τελειώσεις με την αυτή σου συνέντευξη, έλα πάλι για να τα ξαναπούμε.


Ν: Συνεχίζετε να με εκπλήσσετε κύριε Τολστόι. Φυσικά και θα ξανάρθω, θα σας στείλω σχετική επιστολή.


Ο Ντιμίτρι, εντελώς μαγεμένος με αυτήν την εμπειρία, φεύγει από την πύλη της έπαυλης από την οποία μπήκε το πρωί και αποχαιρετά τον συγγραφέα, ο οποίος προλαβαίνει και του λέει:


Τ: Προσοχή στο τραίνο έτσι; Δεν θα θέλαμε να πάθεις ό,τι συνέβη και στον εργάτη.


«Όχι!», απαντά γελώντας ο Ντιμίτρι. «Να προσέχετε και εσείς με τα τρένα!», συμπλήρωσε χαμογελώντας.



Πηγές: