Κείμενα και Κριτική
Κριτική Ποίησης December 13, 2020
Φοίβης Γιαννίση, Χίμαιρα, πολυφωνικό ποίημα, εκδ. Καστανιώτη 2019
της Θεοδώρας Κωνσταντίνου
Κατά καιρούς όλοι ταλαιπωρούμαστε από χίμαιρες. Ονοματίζουμε όμως πρόσωπα και καταστάσεις χωρίς να έχουμε εξετάσει όλες τις πτυχές του εκάστοτε θέματος που μας απασχολεί. Η χίμαιρα, μια λέξη επιβλητική αλλά και υποβλητική, μας κάνει πάντα να σκεφτόμαστε πίσω από τη στενή κυριολεξία…
Στο πολυφωνικό (όπως χαρακτηρίζεται σε πρώτο πλάνο) ποίημα της Φοίβης Γιαννίση, η συγγραφέας καταγράφει επιμελώς και εργάζεται πάνω σε κάθε πιθανή συγγενική ερμηνεία της λέξης αυτής, κυριολεκτική και μη, παρεμβάλλοντας σε όλη τη συλλογή αποσπάσματα από αρχαίους και σύγχρονους συγγραφείς, ποιητές, λαϊκές ρήσεις κ.ά. Μέσω αυτών, η ποιητική οντότητα της Γιαννίση εξελίσσεται σαν ένα ταξίδι με οδηγό την οργιάζουσα ελληνική φύση, το καλοκαίρι και την επαφή με τα ζώα. Η ποιήτρια, αφήνοντας και άλλες φωνές να συνομιλήσουν και να αναδείξουν τη δική της φωνή, προσκαλεί τον αναγνώστη να γίνει κοινωνός των ερεθισμάτων που διαμορφώνουν τον ποιητικό της κόσμο.
Η έβδομη ποιητική δουλειά τής πολύ ενεργής και αναγνωρισμένης ποιήτριας είναι προϊόν τριετούς επιτόπιας έρευνας που πραγματοποιήθηκε στο Καλαμάκι Λαρίσης, στο μετακινούμενο μαντρί του Γιάννη Μούρτου, ο οποίος έχει εξέχουσα θέση στο βιβλίο και έχει εμπνεύσει σε μεγάλο βαθμό το ποιητικό έργο (ειδικά το δεύτερο μέρος). Η Χίμαιρα αποτελεί συνέχεια της συλλογής Τέττιξ, που εκδόθηκε το 2012, και επιχειρεί να μας ξεναγήσει στον κόσμο των αιγών. Αναφορές και νοηματική συνάφεια με την προηγούμενη συλλογή μπορούμε να βρούμε σε μερικά ποιήματα όπως το «Πρωί» της σελίδας 69.
Το βιβλίο χωρίζεται σε ευδιάκριτα μέρη. Στην εισαγωγή και στην ενότητα «Νόμοι» τα ποιήματα μοιάζουν με προσωπικό ημερολόγιο που ξεκινάει τον Μάρτη και καταλήγει στο τέλος του καλοκαιριού. Η ποιήτρια εδώ φαίνεται να αντλεί έμπνευση από τις αναφορές και τις σημειώσεις που βρίσκονται στις αριστερές σελίδες της ενότητας. Μέχρι εδώ την ακολουθούμε στο δικό της προσωπικό καλοκαιρινό ταξίδι μέσα από ποιήματα που υμνούν τη φύση, με τρόπο περισσότερο περιγραφικό-παρατηρητικό και λιγότερο λυρικό, χωρίς ωστόσο να γίνεται τυπική ή στεγνή η γλώσσα που χρησιμοποιεί. To ύφος μαρτυρά μια πολύ στενή σχέση με τη φύση, αγάπη και σεβασμό. Παρακάτω παρατίθεται χαρακτηριστικό απόσπασμα από το ποίημα «Δειλινό 2»της σελίδας 67 (Γιαννίση, 2019):
…ο ήλιος είχε κρυφτεί πίσω από το βουνό.
φυσούσε. το φεγγάρι μισό έλαμπε στο μεγάλωμά του.
από ψηλά κοιτάξαμε τη θάλασσα.
όρκους δεν ανταλλάξαμε
καθώς το νερό σκορπιζόταν βρυχώντας με εκτινάξεις
από τον πλαστικό σωλήνα
για να χαθεί στο πλάι ποτίζοντας το χώμα
Το καλοκαιρινό ταξίδι τελειώνει και ο αναγνώστης φτάνει στην ενότητα «Νομή». Στη μέση πλέον της συλλογής συναντούμε το κοπάδι και τον Γιάννη Μούρτο, άλλους βοσκούς, τον Γιάννη Τσεβρεχό (που έχει επίσης εξέχουσα θέση), τα σκυλιά και κυρίως τις αίγες. Στο σημείο αυτό της συλλογής η πολυφωνία που τη χαρακτηρίζει φτάνει στο απόγειό της. Η ποιητική γλώσσα εμπλουτίζεται ευχάριστα από το μελωδικό καθημερινό ιδίωμα και τα επιφωνήματα που χρησιμοποιούν οι βοσκοί. Πλέον όλοι οι προαναφερθέντες, αναπόσπαστα μέλη της κοινότητας του κοπαδιού, αποκτούν στο βιβλίο ισάξια θέση με τους αρχαίους και μη ποιητές και συγγραφείς και συνδιαμορφώνουν την ποιητική της Γιαννίση. Περιφερόμαστε μαζί με την ποιήτρια στη νομαδική ζωή του κοπαδιού και γινόμαστε μέρη αυτού του αέναου κύκλου ζωής, συντονιστής του οποίου είναι ο άνθρωπος.
Η παραδοχή της πραγματικότητας αυτής (της κυριαρχίας του ανθρώπου στο κοπάδι), από την αρχή της «Νομής» ωθεί την ποιήτρια να αναπτύξει μια επιπλέον εσωτερική φωνή, την Αιγώ. Πρόκειται για ένα alter ego που συμπυκνώνει την πολυφωνία που υπάρχει στο σύνολο του βιβλίου. Όπως αναφέρεται στην ενότητα της ετυμολογίας, η συγγραφέας μας συστήνει την Αιγώ πολύ πριν αυτή εμφανιστεί στα κείμενα: «Αν η ετυμολογία του εγώ, είναι το εδώ, μια φωνή που λέει “εγώ”, Αιγώ, σημαίνει την πολλαπλότητα των όντων που κατοικεί το εδώ, τη θέση της φωνής που μιλάει» (Γιαννίση, 2019). Η Αιγώ λοιπόν είναι μια ποιητική οντότητα που μέσα στο κείμενο αλλάζει μορφές ανάλογα με το ερέθισμα: είτε για να γίνει το όχημα σχολιασμού της ποιήτριας όπως στη σελίδα 101 (Γιαννίση, 2019):
Αιγώ:
για να γνωρίσω τις κατσίκες
κουβέντιασα με τον βοσκό
ήταν απ΄τη νομαδική φυλή
άνοιξη στο βουνό
φθινόπωρο στα χειμαδιά.
πρώτα μπαρκάρισε.
στη σύνταξη γύρισε πίσω.
στο κοπάδι. μιλούσε αυστηρά.
έβριζε τους πολιτικούς.
του ζήτησα να πάρω το σκυλί του.
δε θέλησε
με τίποτα.
να μου το δώσει.
είτε για να δώσει φωνή στο θηλυκό ζώο, την αίγα, στη σελίδα 137 (Γιαννίση, 2019):
ώρες μονάχη
ονειροπολώ
εδώ κι εκεί πηδώ
κλαδί διαλέγω
και μασώ
κλαδί το κλαδί
πάτημα το πάτημα
διαλέγω ουρανό.
Η Αιγώ φαίνεται να αντιπροσωπεύει την ιδιαίτερα ειρωνική πλευρά μιας ρευστής και παρατηρητικής θηλυκότητας που παρεξηγείται συχνά και έχει ανάγκη να ακουστεί. Επομένως, αν λάβουμε υπόψη μας λαϊκές ρήσεις και παροιμίες για κατσίκες (sansimera.gr), όπως το γνωστό «μασάει η κατσίκα ταραμά;», ίσως η Αιγώ να αποτελεί μια αλληγορία για τον φεμινισμό.
Πέρα από την ειρωνική Αιγώ, η ποιήτρια στο πλαίσιο της ανθρωποκρατούμενης κοινότητας του κοπαδιού αναπτύσσει μία ακόμη φωνή που μοιάζει περισσότερο με ρόλο, αυτόν του εξωτερικού παρατηρητή που αναλαμβάνει να καταγράψει και να ερμηνεύσει τα τεκταινόμενα με ρεαλισμό, πολύ συχνά συνομιλώντας με άλλες παρούσες φωνές. Η φωνή αυτή είναι η «αφηγήτρια» και δρα μέσα στο κείμενο παράλληλα με την Αιγώ. Η «αφηγήτρια» μοιάζει με τη σταθερή, αόρατη αλλά πανταχού παρούσα φωνή του αφηγητή σε ένα ντοκιμαντέρ. Για παράδειγμα, στις σελίδες 103, 104 (Γιαννίση, 2019) η αφηγήτρια επεξηγεί τα λεγόμενα του Γιάννη Τσεβρεχού:
Λέει ο Γιάννης Τσεβρεχός:
«Το τάϊσμα τους, πάντα πριν βγει το κοπάδι στη βοσκή και πάλι όταν το κοπάδι γυρίσει στο μαντρί. Η πρώτη και η τελευταία έγνοια είναι ο σκύλος στο ξεκίνημα και στο τέλος της μέρας».
Λέει η αφηγήτρια:
«μαύρο ψωμί με πίτουρα χωρίς μαγιά
τάιζαν για αιώνες τα σκυλιά.
Και μέσα στη λεκάνη που το σκυλοψώμι ζύμωναν
Γεννούσαν τα μωρά τους οι γυναίκες
Αν γέννος τους ερχόταν τις μέρες τις γυμνές
Της μετακίνησης».
Μακριά από το κοπάδι, η Γιαννίση παραθέτει ξεχωριστά ποιήματα με τίτλο όπως στο πρώτο μέρος του βιβλίου, πλέον όμως το ύφος της είναι πιο μελαγχολικό, ακόμη πιο προσωπικό και ίσως πιο σκοτεινό, όπως στο «Transhumance I iii» της σελίδας 159 (Γιαννίση, 2019) που μοιάζει με εσωτερικό μονόλογο:
-τι κουβαλάς μαζί σου όταν φεύγεις;
-το σκοτάδι μου. το δικό μου κομμάτι σκοτάδι.
-τι κουβαλάς μαζί όταν φεύγεις;
-στο σώμα τα σημάδια.
-τι κουβαλάς μαζί όταν φεύγεις;
-το ξόρκι μου
λησμο-νημέ-νεςπρά-ξειςλησμο-νημέ-νεςλέ-ξεις
κομμά-τιατής-παλιάς ζωής
για να-τηνέ-χειςφυ-λαχτό-σανενακόκ-κινο-σταυρό.
Φτάνοντας στο τέλος, η Φοίβη Γιαννίση έχει χτίσει, όπως ακριβώς μας υποσχέθηκε στο εξώφυλλο, ένα πολυδιάστατο έπος με αρχή μέση και τέλος, με διαφορετικά επίπεδα ανάγνωσης και με πλούσια αλλά ειλικρινή γλώσσα. Η ικανότητά της να μεταμορφώνεται και να προσαρμόζεται στα ερεθίσματά της είναι ιδιαίτερα διασκεδαστική. Η Γιαννίση είναι μια ποιήτρια κοινωνική. Φιλόξενη και με ζεστασιά, ανοίγεται στον αναγνώστη καλώντας τον να την ακολουθήσει. Η Χίμαιρα συνδυάζει και αναδιαμορφώνει πολλά στοιχεία, κάθε φορά εξυπηρετώντας τη δημιουργία, και αγγίζει με αυτό τον τρόπο την ουσία της μεταμοντέρνας ποίησης. Ωστόσο ποια από τις φωνές υπερισχύει; Έχει σημασία; Ίσως αυτό εμπίπτει μόνο στη δικαιοδοσία του αναγνώστη. Εν κατακλείδι, η χίμαιρα αποτελεί μία πλούσια συλλογή που σε ταξιδεύει, ενώ ενδείκνυται και για αναγνώστες που ίσως χρειάζονται μια γνωριμία με τη σύγχρονη ελληνική ποίηση.