Κείμενα και Κριτική
Κριτική Ποίησης April 27, 2020
Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, Η επιστροφή των νεκρών, Πόλις, 2017
της Αναστασίας Μεσσάρη
Η τρίτη ποιητική συλλογή “Η επιστροφή των νεκρών» της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη (2017) βραβεύτηκε με το κρατικό βραβείο Ποίησης 2018. Η συλλογή περιέχει συνολικά 33 ποιήματα τιτλοφορημένα (εκ των οποίων μόνο τέσσερα είναι άτιτλα και πέντε με ξενόγλωσσους τίτλους). Τα ποιήματα της συλλογής θα μπορούσαν να ομαδοποιηθούν σε θεματικές ενότητες με θέματα ιστορικά-πολεμικά, κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά και ποιήματα που αναδύουν προσωπικά βιώματα. Όλα όμως διαθέτουν την σφραγίδα της πολιτικής τοποθέτησης του ποιητικού υποκειμένου.
Με ύφος καλαίσθητο, ανεπιτήδευτο, αλλά καλοδουλεμένο, η ποιήτρια γράφει για όλα αυτά που ταλανίζουν τον μετανεωτερικό άνθρωπο προσπαθώντας να τον αφυπνίσει να δράσει, περιγράφοντας με δηκτικό ρεαλισμό τα δεινά του -χωρίς η ίδια να αποστασιοποιείται ως παρατηρητής, γεγονός που αναδύει συγκρατημένο λυρισμό στα κείμενα της- δεινά, όπως οι απανταχού πόλεμοι και οι επικείμενοι λόγω του κέρδους και της ρητορικής του μίσους, ο εκφασισμός της Ευρώπης και οι ρατσιστικές αντιλήψεις και συμπεριφορές (με το σαρτρικό πρόσχημα: η κόλαση είναι οι άλλοι). Διαβάζουμε χαρακτηριστικά στο ποίημα (SRBOSJEK) «ο φασισμός είναι μέσα μου …μέσα σου …σε όλους. Κι αν δεν το καταλάβεις και νομίσεις πως λίγοι κάνουν μόνο τέτοια πράγματα, πάει το παιχνίδι, το ‘χασες. Ο άνθρωπος είναι ζώο ανήμερο και θα σε φάει με την πρώτη ευκαιρία» .
Καταδικάζοντας, επίσης, η ποιήτρια το αστικό modus vivendi καταγγέλλει τον χρεοκοπημένο και αδιέξοδο αστικό κόσμο συντελώντας στον αποφενακισμό του θεωρώντας τον αστικό ιστό της Αθήνας μοντερνισμό παράφωνο : «Στο κέντρο η Ακρόπολη, κίτρινη και αδιάφορη/η ίδια θέα απ’ όλα τα μπαλκόνια με θέα της πόλης/ …/μοντερνισμός παράφωνος μες στο τουρκομπαρόκ/ Απ’ το μπετόν στον Αρδηττό/η ώθηση στο μπόλιασμα των σπλάχνων/…/μια κορεσμένη πάλη και μια ωραία θέα…/τα συστατικά του αστικού ιστού σου», ενώ στο Μικρό Αθηναϊκό δωμάτιο η επανάληψη(η αίσθηση επιτυγχάνεται με επαναλήψεις λέξεων και φράσεων ) της καθημερινής ζωής συνεχίζεται σε μια ατέλειωτη ρουτίνα, μέχρι που οι σχέσεις εξουσίας αντιστρέφονται και το ψυχικό κενό χαίνει : « …/ είναι που ορίζεις τους τέσσερις τοίχους/ …/ είναι που σ ορίζουν τελικά τέσσερις τοίχοι /…/ ένα σχεδόν άδειο σπίτι,/άδεια επιφάνεια γραφείου, άδειες κόλλες /λευκές /λίστες…/ λίστες…/ καταγεγραμμένη η ζωή υπάρχει/»-υποκείμενα και αντικείμενα σε αντιστροφή ρόλων.
Ο ερωτικός εκχυδαϊσμός και εκμαυλισμός (διαβάζουμε: …/η μακρινή, μεγάλη πόλη που/ μοιάζει να λάμπει γιορτινή/ στα βλέμματα των παιδιών που δεν ξέρουν / τη βρωμιά της / τα ναρκωτικά της/ τον πόνο, την απελπισία/ των μεταναστών της / τις καρδιές που σχίζονται…./ Ένας έρωτας δίχως έρωτα / ένα ταξίδι δίχως ταξίδι/είναι ένα όνειρο που ξεγελιέται / και γελά», οι μεγάλες πολιτικές υποσχέσεις και η παταγώδης διάψευσή τους, η εξαγορά των αξιών και ιδανικών, ο ρόλος της θρησκείας στην αποχαύνωση και στην διασπαστική τάση των λαών, ο ριγκοριστικός δογματισμός, οι εμφύλιοι πόλεμοι, οι πρόσφυγες και τα τεράστια μεταναστευτικά ρεύματα, στιγματίζοντας συγχρόνως την εσωστρέφεια και τον φόβο των κατοίκων της πόλης ,αποτελούν το συγκείμενο των ποιημάτων της: (…/…Κυριακή στην Αθήνα / Το πουλί… να ρουφάει τον ήλιο…/δεν το σπρώχνουν να φύγει , να εγκαταλείψει άρον άρον/ τις εστίες , σαν τους Σύριους /…και ο ήχος από τις ερπύστριες άνθιζε στο Χαλέπι /…/στη χώρα που εγκαταλείπω γιατί μ εγκατέλειψε/ Βρήκαν το ίδιο φως , την ίδια απελπισία. Και εδώ τραβάμε ακόμα τις κουρτίνες, για να κλείσουμε τον ήλιο/έξω) θυμίζοντας την προσφυγιά που βίωσαν και οι Έλληνες όταν και εκείνοι με «Μια αρμαθιά κλειδιά /σουβενίρ σε τουριστικό κατάστημα/…/ Βαριά κλειδιά, για πόρτες βαριές /κλειδιά που δεν βούλιαξαν στο Αιγαίο / μα είναι πάνω στα κουφώματα /άρον άρον/ …/ η απόσταση από τη θάλασσα/…/τρία χιλιόμετρα παραπάνω απ όσο άντεξαν/οι φυγάδες να σηκώσουν το βάρος /των μικρών ,μεταλλικών κλειδιών τους» , οι πόλεμοι των οικονομικών συμφερόντων («Αμερική, πότε θα επαναστατήσουν οι βετεράνοι σου /να θάψουν το Κογκρέσο σου κάτω από τόνους /χεριών ,ποδιών , δεν ξέρω. Δυο κόσμοι ενωμένοι με μια κόκκινη /κλωστή, αυτοί που αποφασίζουν για τον πόλεμο /κι εκείνοι που πηγαίνουν …/…/σαν τα αγόρια τ άγουρα ,…/και πάνε από τη Νεβάδα στην Παλμύρα /…/»). Όλα αυτά είναι τα μεγάλα προβλήματα των σύγχρονων κοινωνιών, που αναδύονται στα ποιήματα της συλλογής. Οι στίχοι της ποιήτριας είναι μια γροθιά στην αδράνεια του αναγνώστη .
Η ίδια σε μια συνέντευξή της (στην Εύα Κουκή, Εξώστης) λέει : «Ασχολήθηκα στα σοβαρά με την ποίηση όταν απέτυχα να μιλήσω με πειθώ μέσω της φιλοσοφίας. Πάντα με ενδιάφερε η κοινή, ανθρώπινή μας μοίρα και η ατομική διαφοροποίηση του καθενός… Στην ποίηση βρήκα τη χρυσή τομή ανάμεσα σε αυτό που είχα ανάγκη να κάνω κι αυτό που ήθελα να κάνω: να μιλήσω για τα μεγάλα δίχως να προσπαθώ να πείσω.» Σε ένα από τα άτιτλα ποιήματά της , η άποψή της ενδύεται ποιητική μορφή : “Μια ωραία μέρα/ άφησα τη φιλοσοφία/γιατί έπαψε να μ ενδιαφέρει/ να πείθω /για τους συλλογισμούς /ή για τις πεποιθήσεις μου/…Μα και που μου αναγνώριζαν/ το δίκιο, τι μ αυτό;/ Κανείς δεν ενεργούσε/ Καθότι η λογική / δεν μας παρέχει κίνητρα /μόνο άλλοθι/ Κατάλαβα λοιπόν /πως τούτο ήθελα το πιο πολύ:/ όχι να πείθω τους ανθρώπους/ να τους παρακινώ/ Εμπρός στην πράξη/η σκέψη θα ναι πάντα σκέλεθρο/(Κι ιδού λοιπόν το κίνητρο/ ιδού κι η ποίηση/). Το πρόταγμα της ποιήτριας είναι ‘διανοούμεθα ενεργούντες’ και ‘ενεργούμε διανοούμενοι’.
Η Γλυνιαδάκη βέβαια απευθύνεται στον υποψιασμένο αναγνώστη, που είναι γνώστης του σημειολογικού της κώδικα και άρα μπορεί να αποκωδικοποιήσει τα μηνύματα της, να στοχαστεί, να προβληματιστεί, να πράξει. Εξάλλου, η γλώσσα του ποιητικού κειμένου και το ποιητικό εγώ αξιοδοτούνται μέσα από τη ματιά του Άλλου, απ’ τον ανολοκλήρωτο διάλογο του ποιητικού εγώ και του αναγνωστικού εσύ, που μπορεί να «μεταμορφώσει» την πραγματικότητα.
Για να αφυπνίσει τον αναγνώστη η ποιήτρια χρησιμοποιεί την Ιστορία -τη μνήμη και το ιστορικό τραύμα –ωστόσο, όπως διαπιστώνει η ίδια, ως επιμύθιο (στο «πολύ προκλητική η έννοια της έκπληξης») των πρώτων είκοσι έξι ποιημάτων της, η αέναη επανάληψη δεν διδάσκει : «…όλα αυτά επαναλαμβάνονται» , γράφει, γεννιούνται και πεθαίνουν λες και δεν έχουν ξανασυμβεί, γι’ αυτό η ιστορία δεν διδάσκει, όχι επειδή είναι άσχημη ή σοκαριστική, μα μόνο γιατί εμείς γεννιόμαστε και πεθαίνουμε , όλοι, σαν να μην πιστεύουμε ότι μια τέτοια επανάληψη είναι δυνατή» διασαφηνίζοντας η ίδια στην συνέντευξη που αναφέραμε: «Η επανάληψη, λοιπόν, της Ιστορίας είναι ένα δυστύχημα που είναι θέμα χρόνου να ξανασυμβεί. Όσο για τις ιστορίες με ι μικρό, τις διηγήσεις, αποτελούν για μένα το πιο ευχάριστο, κατανοητό και άμεσο τρόπο να μιλήσει κανείς για την Ιστορία… . Όταν ανακάλυψα ότι η αγωνία μου για τον εκ νέου εκφασισμό της Ευρώπης (και του πλανήτη ολόκληρου) και για την απανταχού επικράτηση του λαϊκισμού ήταν αυτή η κινητήριος δύναμη, όταν συνειδητοποίησα ότι το λεξιλόγιο του πολέμου ήταν όχι μόνο γοητευτικό για μένα αλλά και κατάλληλο για να περιγράψει το πιθανό μας μέλλον, τότε είχα βρει τον τρόπο να μιλήσω για το φόβο μου με όρους κατανοητούς και σε άλλους…»
Η ανάμνηση της ποιήτριας ανατρέχει στην πραγματικότητα , από όπου συλλέγει στοιχεία για να πλάσει έναν αληθοφανή μύθο, ο οποίος διαρθρώνεται στηριζόμενος σε εμπειρίες και γνώσεις του παρελθόντος και αρθρώνεται με τον ποιητικό λόγο. Η ιστορία τροφοδοτεί το μύθο , και αυτός με τη σειρά του αποδεσμεύεται από ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα , χωρίς όμως αυτά να χάνουν τη λειτουργικότητά τους μέσα στο ποίημα και να αποτελούν ενιαίο σύνολο με το μύθο προσδίδοντας αληθοφάνεια στον ποιητικό λόγο.
Στην ιστοσελίδα Διάβασε με, η Β. Χρίστη αναφέρει: «Ποιήματα-ιστορίες και ποιήματα-Ιστορία, αλλά και πιο προσωπικά, όπως (ίσως) έχουμε συνηθίσει να είναι η ποίηση… οι εκτός συνόρων πόλεμοι των ΗΠΑ, ο πόλεμος στη Συρία, αλλά και το μακελειό που προκάλεσε ο Άντερς Μπρέιβικ στη Νορβηγία (στο ποίημα «Οι άλλοι») δίνουν το έναυσμα στη Γλυνιαδάκη να μιλήσει για το κακό και την ευθύνη του καθενός από εμάς… Εξωστρεφής καθώς είναι, η ποίηση της Γλυνιαδάκη, ακόμη κι όταν αφορμάται από το προσωπικό-ατομικό ή το ερωτικό, έχει μια κοινωνική απεύθυνση, ενώ μπορεί να είναι και απελευθερωτική («Ένα βράδυ στο Λυκαβηττό»)». Οι άνθρωποι όμως βιώνουν τις εμπειρίες τους ατομικά, με την ψευδαίσθηση, κατά την ποιήτρια , της μοναδικότητας των συναισθημάτων και των εμπειριών τους, στερούμενοι συλλογικής συνείδησης.
Αντίθετα, το ποιητικό Εγώ στη συλλογή «Η επιστροφή των νεκρών» συμπάσχει με τον Άλλο/ους , βιώνει τον κόσμο ως μέρος του , ενδιαφέρεται πιότερο για αυτόν/ούς- παρά να προβάλλει τα προσωπικά του βιώματα. Η ίδια επισημαίνει: «Από τα Αστικά Ερείπια κιόλας, έβλεπα τον εαυτό μου σαν άνθρωπο που κινείται μέσα στον κόσμο και όχι έξω από αυτόν – δε μ’ ενδιέφερε μια εξομολογητική ποίηση (έτσι μπορεί να χαρακτηριστεί, ίσως, η πρώτη συλλογή) αλλά μία ποίηση που διυλίζει την πραγματικότητα: τις εμπειρίες των μεταναστών, τη ζωή σε ξένες χώρες, την ίδια τη διαδικασία της γραφής. Για να μην τα πολυλογώ, γράφω για ό,τι μ’ ενδιαφέρει. Και όσο μεγαλώνω, ενδιαφέρομαι περισσότερο για το πού βαδίζει ο κόσμος μας και λιγότερο για τα εσώψυχά μου» , ενώ στην βιβλιοκριτική του Μπέκου αναφέρεται «Η επιστροφή των νεκρών», ως ένα εκκρεμές μεταξύ της ιδιωτικής και της δημόσιας ζωής (Μπέκος Γρηγόρης ,13.10.2019, το Βήμα, “Βιβλία”).
Η επιστροφή των νεκρών συμβαίνει στις ψυχές και τη μνήμη των ανθρώπων και οι τόποι ως μάρτυρες των ιστορικών συμβάντων, αποτελούν συνεχή υπενθύμιση υποβάλλοντας στον αναγνώστη τον προβληματισμό, ενώ οι φωτογραφίες αρχείου που συνοδεύουν αυτή τη γενικά καλαίσθητη έκδοση αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της συλλογής και τίθενται ως συνεχής υπόμνηση του πολέμου και των νεκρών του.
Σχεδόν σε όλα τα ποιήματα ο χώρος (Αθήνα, Μόσχα, Κωνσταντινούπολη, Γαλλία, Καππαδοκία, Θεσπρωτία, Συρία, Αμερική, Αφγανιστάν, Υεμένη , Ισραήλ, Ιράκ) και ο χρόνος είναι όροι της μνήμης: (στις 3 Νοέμβρη του 18, έξι μερόνυχτα μετά, οκτώ μέρες αργότερα, την 31η Αυγούστου του 14, Αύγουστος, ημέρα Σάββατο, Ιούνης, 24/9/2013) εντείνοντας τη ρεαλιστική απεικόνιση των περιγραφών και ποιητικών αφηγήσεων: «Χαρακτηριστικό του μοντερνισμού είναι η διαλεκτική ανάμεσα στο Μέσα (στο εσωτερικό ανασκάλεμα, στο μύχιο πρόταγμα, στο εντός τοπίο) και στο Έξω (στην περιπολία στο κοινωνικό πεδίο, στο φλερτ με την Ιστορία, στη δημιουργία καταστάσεων). Η Γλυνιαδάκη ταξιδεύει στο Έξω, περιπλανιέται σε πόλεις και καταγράφει διαδικασίες, μαγνητοφωνεί περιστατικά, φωτογραφίζει συνάξεις. Πρόσωπα, πόλεις, περιστατικά, στοιχειώνουν την ποίησή της. Γίνεται ένας αποκρυπτογράφος των δρωμένων στο αστικό τοπίο. Πολλά ποιήματά της είναι τοπογραφίες, πολλοί τίτλοι της είναι τοπωνύμια ή εμπεριέχουν τοπωνύμια…Εμμονή στα γεγονότα. Μια ποίηση-ντοκιμαντέρ προκρίνει η Γλυνιαδάκη. Περιπολεί στα γεγονότα, τα καταγράφει, τα σχολιάζει, μιλάει με ονόματα και διευθύνσεις, μιλάει για πρόσωπα και πράγματα, προσδιορίζει και θυμίζει ημερομηνίες, ενθέτει ακόμα και φωτογραφίες στην Επιστροφή των νεκρών. Ποίηση-περισκόπιο και ποίηση-ντοκιμαντέρ, ναι, αλλά και ποίηση μπολιασμένη με έναν βραδυφλεγή, διόλου δημαγωγικό, αλλά συγκρατημένο και συγκροτημένο λυρισμό, προικισμένο με βαθιά ψυχική ευαισθησία, εξοπλισμένο με μια οργανωμένη και εξόχως ταξινομημένη μυχιοθήκη»(Μπαμπασάκης Γ. , 26/5/2017 , Πηγή: www.lifo.gr)
Στην «Επιστροφή των νεκρών» ο χώρος γίνεται τόπος με συναισθηματικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά, που η σημειωτική του προσγράφεται από την οπτική της ποιήτριας , η οποία κουβαλά το Habitus της εποχής της και το ιδιο-ανάγλυφο του γεωγραφικού χώρου της. Δεν πρόκειται για γεωγραφικό χώρο , αλλά σημειωτικό αναδεικνύοντας τη μεταβαλλόμενη σχέση της ποιήτριας με τη γεωγραφία των χώρων, η οποία κατευθύνεται από τις πολιτικές θέσεις της και τα προσωπικά της βιώματα . Η κοινωνική συνείδηση της τροφοδοτεί την κοινωνική λειτουργία της ποίησης και τη σχέση της ποιήτριας με το κοινωνικό περιβάλλον και συγχρόνως την τάση για χωροχρονική γείωση της ποιητικής αφήγησης μέσω της συγκεκριμένης αναφοράς σε γεγονότα , τόπους και ημερομηνίες. Η Γλυνιαδάκη χρονοποιεί, χωροποιεί με την έννοια της χωρικής τοποθέτησης των προσώπων και συμβάντων και δραστοποιεί, ήτοι αφηγείται , χρησιμοποιώντας όλους τους δυνατούς αφηγηματικούς τρόπους (αφήγηση, περιγραφή , διάλογος, μονόλογος , σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος) και τις αφηγηματικές τεχνικές του πρωτοπρόσωπου αφηγητή με εσωτερική εστίαση , αλλά και σε κάποια ποιήματα εισάγει το προσωπείο άλλου προσώπου υποκρύπτοντας το ποιητικό εγώ, (π.χ. «Το αυτοκινητάκι», «τα δόκανα» κ.ά.), δίνοντας φωνή σ’ αυτούς που δεν υπάρχουν πια και επιστρέφουν μέσω του ποιητικού της λόγου, ενώ εμφανής είναι η διακειμενικότητα της ποίησης της: αναφορές και επιρροές από τα καλλιγράμματα του Γκιγιώμ Απολλιναίρ, τον Σταντάλ, Καρτέσιος, Μπλέζ Σεντράρ , Αμπέλ Γκανς.
Στα ποιήματα της Γλυνιαδάκη ανιχνεύεται η προσπάθεια της να συνδυαστεί ο προσωπικός χαρακτήρας της ποίησης με την πραγματικότητα της εποχής και τα συλλογικά βιώματα, η ποιητική φαντασία με το κάλεσμα για αγωνιστική παρουσία- αυτή η ποίηση λειτουργεί ως πολιτική παρέμβαση, καθώς αντιστρατεύεται πολιτικές ιδεολογίες, μια προσπάθεια εξισορρόπησης του υποκειμενικού με το αντικειμενικό – ενώ οι πεζολογικοί ρυθμοί τείνουν να περιορίσουν τους λυρικούς τόνους και να προσεγγίσουν το ρεαλισμό για να αντικειμενοποιήσει ή να καλύψει τα συναισθήματά της. Ποιητικός τρόπος και ποιητική θέση σε απόλυτη ισορροπία στην ποιήτρια.
Στο επίπεδο της οργάνωσης του νοήματος , το νόημα χαρακτηρίζεται από συνέχειες και ειρμό , με αποτέλεσμα η νοηματική λειτουργία να κυριαρχεί στην γλωσσική λειτουργία του ποιητικού κειμένου: ο αναγνώστης ενδιαφέρεται πρωτίστως για το νόημα και κατόπιν για το ύφος. Η δύναμη της ποίησης απορρέει από τη σύνδεσή της με δραστηριότητες καθημερινές, που δεν είναι λογοτεχνικές. Είναι μια ποίηση χωρίς ψιμύθια.
Η επικοινωνιακή λειτουργία της ποιητικής συλλογής δεν εξαρτάται από μια διάθεση μετάδοσης κάποιας συγκίνησης ,αλλά από την πρόθεση παρουσίασης μιας θέσης, μιας διαπίστωσης, ήτοι μια αναθεώρηση της ζωής και της τέχνης. Η ποίηση δεν είναι απλώς μέρος μιας αισθητικής εμπειρίας, αλλά και ιστορικής. Η ιστορική εμπειρία και μνήμη μπορεί να εκφραστεί μέσω της ποίησης και να ενισχυθεί δημιουργώντας μηχανισμούς αυτοσυνείδησης. Και μπορεί η παρουσία του αναγνώστη να μην αναφέρεται, να είναι σκιώδης και απροσδιόριστη, αποτελεί όμως όρο λειτουργίας του ποιήματος –μαζί με τον ομιλητή και την ποιητική αφήγηση. Ομιλητής και αναγνώστης μοιράζονται κάποια κοινά χαρακτηριστικά, αποτελούν δυο αντικριστές υποστάσεις του ίδιου προσώπου.
Με υπαινικτικό και αλληγορικό λόγο θέλει να διδάξει (όχι με την έννοια της διδαχής ), να συγκρίνει, να αντιπαραβάλει. Η αλληγορική λειτουργία συγκρατεί το λανθάνον νόημα που πρέπει να αποκωδικοποιήσει ο αναγνώστης και συντελεί στην ισορροπία μεταξύ των ρεαλιστικών στοιχείων της αφήγησης και της μεταφορικής σημασίας. Στα «Δόκανα» οι πολιτικοί υπαινιγμοί είναι σαφείς. Η εξουσία & η Διάψευση υποσχέσεων το θέμα. Να σημειωθεί ότι ως εισαγωγικό σημείωμα της ποιητικής συλλογής η ποιήτρια χρησιμοποιεί ένα απόσπασμα από την Υδάτινη χώρα του Γκράχαμ Σουίφτ , όπου διαβάζουμε «…Γιατί αυτή η επανάσταση της ισότητας και της ελευθερίας κατέληξε να έχει αυτοκράτορα; Ακολουθείτε με, είπε ο Κορσικανός, και θα σας φέρω το Χρυσό αιώνα σας …». Η ίδια γράφει σχετικά στο ποίημα : ‘Κάποτε ήτανε μια χώρα που ήθελε την αλλαγή ./Το παλιό ήταν κακό και χρεοκοπημένο, δικό τους μόνο , όχι δικό μας και όχι των πολλών /…/οι λίγοι έκαναν κουμάντο/ και οι πολλοί είτε κοιμούνταν είτε σώπαιναν/Κι ήρθανε τότε κάτις άνθρωποι, νέοι ήσανε δε λέω,/ χαμογελούσανε πολύ, κόκκινοι, πράσινοι, μαβιοί/ ήσαν Κι είπανε, θέλουμε αλλαγή/ κι αξιοπρέπεια θέλουμε και την τιμή μας πίσω και την τιμή σας πίσω/…/ Και έπιναν τούτοι ένα κρασί χλωρό, χλωρό ήτανε,/ από χαρτόκουτο, όχι σαν των άλλων , των λίγων/τα εκλεκτά κι απαίσια/Μας πείσανε πως ήξεραν τι έκαναν /και τους ανοίξαμε πόρτες, σπίτια, παράθυρα /και πόδια, μπήκαν. Και έκαναν πάρτι σα σε παιδική χαρά/με ό,τι μας είχε απομείνει…/Που λες παιδί μου,/…-Επαναστάτες με μπουρμπουλήθρες εγώ πρώτη φορά μου ετήραγα. Δικτατορίσκοι του μπάνιου και του καμπινέ/…/Γι’ αυτό αφουγκράσου, γιόκα μου,/και μάθε να το ξέρεις : το χρήμα εμίσησαν πολλοί/ Τα δόκανα της εξουσίας /επάνω τους κι απάνω μας /ουδείς.»
Ο καταγγελτικός της λόγος για τα πολιτικά δρώμενα είναι πολυεστιακός: στο «Divide et impera” (για τον εμφύλιο στην Ελλάδα) διαβάζουμε: «Η τέχνη να χωρίζεις ανθρώπους στα δυο/είναι μεγάλη /(η ποιήτρια χρησιμοποιεί το τέχνασμα της διαίρεσης των στίχων στα δύο και μεταφορές από τη μουσική )/ έτσι ώστε σαν μπλέκονται μαύρα μ’ άσπρα, ν’ ακούγεται παράφωνα /και οι μόνες αρμονίες να είναι οι Καθαρές/ Όταν όλοι οι δεξιοί είναι δωσίλογοι και ταγματασφαλίτες/ κι όλοι οι αριστεροί εκτελεστές της ΟΠΛΑ /…/Και τίποτε ανάμεσα/Τίποτε απ’ τη σιωπή όσων πληγώθηκαν τα μάτια τους να βλέπουν προσφυγιές/ Τίποτε …/Τίποτε../τίποτε…/Η τέχνη να χωρίζεις ανθρώπους στα δύο είναι μεγάλη/ φαντάσου η ευθύνη./ Ακόμη και η τέχνη διχάζεται – και αυτό είναι μια πράξη πολιτική: σολ ελάσσονα στον Αλμπινόνι , σολ μινόρε (λαϊκιστί) στον Τσιτσάνη.
Στη συνέντευξη της (elculture.gr, 6/9/2017) στην Αργυρώ Μποζώνη, η οποία αναφέρεται στην Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη ως μια ποιήτρια μπροστά στο μεγαλείο και το ελάχιστο της ανθρώπινης ύπαρξης, σχολιάζοντας την εσωτερική ρίμα, τον εσωτερικό ρυθμό, των μικρών ιστορικών αφηγήσεων που δίνονται με ποιητική μορφή, η ποιήτρια καταγγέλλει: «…Σε μια αδερφοκτονία δεν έχει καμία σημασία να πεις: εσείς σκοτώσατε τόσους κι εμείς τόσους, εσείς είστε οι Κακοί. Νομίζω ότι ανήκω στην πρώτη γενιά Ελλήνων που μπορεί να κοιτάξει ψύχραιμα τον Εμφύλιο και να καταλάβει ότι και οι μεν και οι δε, πολεμούσαν για την Ελλάδα, γι’ αυτό που πίστευαν ότι ήταν το καλό της χώρας. Πώς να καταλογίσεις κακές προθέσεις σε κάτι τέτοιο; Θα μου πείτε, εκ του αποτελέσματος κρίνει η Ιστορία. Τότε, όμως, το αποτέλεσμα δεν είναι τι έκαναν οι Αριστεροί και τι έκαναν οι Δεξιοί, είναι τι έκαναν οι Έλληνες στον εαυτό τους, τσάκισαν δυο ολόκληρες γενιές μέσα σε τανάλιες μίσους και απαξίωσης. Και το πληρώνουμε όλοι τώρα αυτό, αριστεροί και δεξιοί, προοδευτικοί, συντηρητικοί και απολιτίκ αδιάφοροι.»
Η Γλυνιαδάκη ως γνήσια ποιήτρια, αναμετριέται με την τέχνη της, άλλοτε άδηλα ή λανθάνοντας και άλλοτε φανερά μέσα από τη συνομιλία της με την ποίηση ή την ίδια ή ακόμη και με άλλους ποιητές , και αυτή η προσπάθεια δηλώνει το βαθμό αυτοσυνειδησίας της ,την ειλικρίνεια της ποιητικής εμπειρίας και την ανοιχτή στάση της απέναντι στον κόσμο και την έκφρασή του. Η αντιστικτική γραφή της ξεδιπλώνει μια ποιητική πραγματικότητα που αντηχεί την ταυτόχρονη ύπαρξη πολλών διαφορετικών καταστάσεων, του έρωτα, της ζωής, του θανάτου, της ομορφιάς και της ασχήμιας, της κατάπτωσης και του ευτελισμού, αλλά και της αξιοπρέπειας. Στην αντιστικτική γραφή της κάθε μία από τις συνηχούσες αντιθετικές καταστάσεις διατηρεί την αυτοτέλειά της χωρίς να κυριαρχεί η μία επί της άλλης, αναδύοντας την ηρακλείτεια διαλεκτική του γίγνεσθαι.
Και το αόρατο εσωτερικό μορφολογικό νήμα που συνδέει και τα τριάντα τρία ποιήματα είναι οι επαναλήψεις εικόνων, λέξεων, φράσεων, τα σχήματα αναδίπλωσης: οι καβαφικές επιρροές –και του Μπαλζάκ- εμφανείς, αφού και ο Καβάφης επανέρχεται πολλές φορές με νέα ποιήματα πάνω σε θέματα (πρόσωπα, γεγονότα, καταστάσεις) που είχε θίξει σε προηγούμενα ποιήματα φωτίζοντας όμως μια νέα πτυχή, προσθέτοντας κάτι νέο και ερευνώντας μια νέα εκδοχή. Πίσω από τις αναφορές προσώπων, τόπων ημερομηνιών και συμβάντων παρελθόν και παρόν αναδύονται συνταιριασμένα, καθώς το παρόν ερμηνεύεται μέσα από το παρελθόν.
Ο λόγος της είναι στηριγμένος στο ρήμα και το ουσιαστικό –τα επίθετα και τα επιρρήματα τίθενται με φειδώ- με πεζολογικές εκφράσεις της καθημερινής ομιλίας ,όταν το θέμα αφορά τον σύγχρονο κόσμο και τα προβλήματά του (π.χ. το φαινόμενο των αστέγων σε μια «πολιτισμένη» χώρα : …τα βράδια του χειμώνα βάζουν χαρτόκουτα/ σε μια κόγχη…/στην κλίμακα κελσίου -2), ενώ ο πεζολογικός τόνος ερείδεται και στην χρήση αριθμητικών (στο «Να τ αφήσω;» κάνοντας ειρωνικούς συνειρμούς με το βάρος των ανθρώπινων πτωμάτων στις εμπόλεμες ζώνες : «Όλα εξισώνονται σε δολάρια: 7 δολάρια στο Χαλέπι και 27 στο Ιράκ/1 και 22 το κιλό στη Νέα Υόρκη /…/το ένα εικοστό /του βάρους του Αμερικανού δημοσιογράφου /με το τραχύ λεπίδι στο λαιμό , γονατισμένου κι έτοιμου/ για τη θυσία/(η δημοσιογραφία φιμώνεται και η αλήθεια παραπαίει )/…/ογδόντα κιλά και κάτι έξτρα. Να τα αφήσω;/) ή όταν αποκαθηλώνει τη θρησκευτική πίστη και τις παραδοχές κατά δόξα, που κλονίζουν τον άνθρωπο: « Δεν σήκωνε πολλά. Το καθετί /πασχαλινό ήταν ιερό για κεινον/…/ επ’ ουδενί δε σήκωνε /καν μύγα στο σπαθί του για κάτι τέτοια/ Μόνο ό,τι λέγαν οι γραφές/ Ταράχτηκε , λοιπόν , σαν έμαθε πως τούτες ,…/ήταν προϊόντα απόφασης/πολιτικής στη Βιθυνία του 325/…/ κάτι συνέβη μέσα του,/κάτι έσπασε για πάντα …/(και ο σολωμικός στίχος) Γύρω του η πλάση οργίαζε/…ο γδούπος εκκωφαντικός / τσούγκρισαν πριν της ώρας τους…/…/τα μάτια σφάλισαν στερνή φορά , γελώντας/ δακρύζοντας γλυκόπικρα /κι ανάσταση νεκρών /μην προσδοκώντας» ή ακόμα όταν οι περιθωριακοί ζουν ανάμεσά μας, ακόμη και αν δεν τους βλέπουμε. Με ένα σχήμα κύκλου και άρσης –θέσης μυκτηρίζει την πολιτισμένη κοινωνία (Οι Άλλοι): «Λένε πως τις φυλακές τις χτίζουνε στις άκρες /μιας πόλης-σαν τα μπουρδέλα και τα νεκροταφεία/ τα ψυχιατρικά νοσοκομεία –γιατί /αμφισβητούν τους κανόνες της πολιτισμένης κοινωνίας/Στο Όσλο/…/ Οι άλλοι δεν ζούνε μακριά, στην άκρη αυτής της πόλης/ Ούτε στους τόμους των καθησυχαστικών βιβλίων. Ζούνε εντός μας. Σαν τα μπουρδέλα και τα νεκροταφεία/αμφισβητώντας τους κανόνες της πολιτισμένης κοινωνίας.», ή όταν όλα ισοπεδώνονται στον βωμό του κέρδους : (Γράμμα από τη Μόσχα) : «Η τέχνη, η φιλοσοφία, η επιστήμη στην υπηρεσία της εξουσίας: πως ο Σταντάλ έμαθε να γράφει λιτά/ διαβάζοντας …τις διαταγές / του Ναπολέοντα στη μάχη/ και πως ο Καρτέσιος πέθανε από εξάντληση/ γιατί ξυπνούσε καθημερινά στις πέντε τα χαράματα /να κάνει μάθημα φιλοσοφίας/στην πριγκίπισσα της Σουηδίας /και πως τα πτώματα στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο/ έζεχναν, γεμάτα ψείρες, εκζέματα και πύον/-κι ας μην ανήκαν σε στρατιώτες/», ή όταν κατακρημνίζονται τα σύμβολα: “με το σφυροδρέπανο στην είσοδο να φωτίζεται μια μπλε/μια πράσινο/μια κόκκινο-σαν ντισκόμπαλα ….Ο άντρας με προσπέρασε/κουβαλώντας επάνω του τους κοσμοναύτες/τα στάχυα/τα ποδήλατα/τα ροζ κράνη/ τα βιβλία/το νάιλον/…/τους δεκατρείς χιλιάδες εθελοντές της Κομσομόλ/ και τους τόνους χώματος που κουβάλησαν σε κα/ρότσια με τα χέρια σκάβοντας το/…κι ανάμεσα σε μυριάδες κυλιόμενες σκάλες που οδηγούν/ από τα έγκατα του δυισμού στην επιφάνεια ,κουβαλώντας λιτές , σηψαιμι/κές διαταγές.” Η χρήση μεταφορών, κυρίως όμως μετωνυμιών –συνεκδοχών προσιδιάζει στη ρεαλιστική γραφή της ποιήτριας. Η αρχιτεκτονική δομή των εικόνων των ποιημάτων της δίνει την εντύπωση στον αναγνώστη ότι χρησιμοποιεί συγκεκριμένα υλικά στοχεύοντας στη ρεαλιστική αναπαράσταση του κόσμου αποκαλύπτοντας συγχρόνως και έναν λανθάνοντα συμβολισμό .Τον ποιητικό ρεαλισμό ενισχύουν και οι γλωσσικές επιλογές-ακόμη και η αγοραία γλώσσα, χωρίς να χάνεται ο εσωτερικός ρυθμός από την επιλογή του ελεύθερου στίχου.
Η Εύα Κουκή (9/2017,τετράγωνο.gr) στην κριτική της γράφει χαρακτηριστικά «Η Γλυνιαδάκη μιλά για ό,τι παρατηρεί εν είδει λυρικού ρεπορτάζ…Μιλά για τον Απολλιναίρ και τον Σταντάλ και τον Καρτέσιο. Για τη φιλοσοφία και τον Μεγάλο Ερωτικό. Για τα Ες Ες και την Ευρώπη που χτίστηκε πάνω σε πτώματα. Μνημονεύει τους νεκρούς, προσωπικούς και μη. Κι έτσι, αυτοί επιστρέφουν… Επιπλέον, στοιχείο που ξεχωρίζει είναι το ότι η ποιήτρια καταφέρνει να περνά από το ατομικό στο καθολικό και τούμπαλιν, κοιτώντας τον κόσμο μέσα από το πρίσμα του ατόμου και το άτομο μέσα από το πρίσμα της ανθρωπότητας.»
Η παρουσία των άλλων στα ποιήματά της λειτουργεί ως καθρέπτης που πάνω του βλέπει το ποιητικό εγώ ιδιότητές του που το τρομάζουν –για αυτό η ποίησή της είναι και προσωπική , είναι μέρος του κόσμου και οι διαπιστώσεις της είναι καρπός μιας διαδικασίας βασανιστικής –αφού εμπεριέχει τη διάψευση, ενώ η επικοινωνία του ποιητικού εγώ με το ποιητικό εσύ, αλλά και το αναγνωστικό εσύ γίνεται ένας ποιητικός λόγος που ενσαρκώνει την ιστορική μνήμη και τον διάχυτο ερωτισμό που άλλοτε λούζεται στο φως και άλλοτε σκουντουφλά στη νύχτα στον κυκλικό ποιητικό χρόνο , στον χρόνο που συρρικνώνεται στη χρονική στιγμή κατά την οποία συνδέεται το παρόν με το παρελθόν.
Η ποιήτρια δεν οδηγείται όμως σε άκρατο συναισθηματισμό . Οι φιλοσοφικές της καταβολές φιλτράρουν τη συναισθηματική ένταση . Στο τελευταίο ποίημα της συλλογής με τόνο εξομολογητικό, προσωπικό, έντονα συναισθηματικό – το προσωπικό βίωμα συμπλέκεται με το συλλογικό, το βίωμα των Άλλων: «Πατέρα, σου γράφω από το τρένο που πάει απ’ το Παρίσι στο αεροδρόμιο/…/ Όχι δε γίνεται να φύγεις τώρα. Είναι μεγάλη η αναστάτωση/…/ Είμαι στο τρένο …/ κι είναι γεμάτο μετανάστες που γυρίζουν /…όπως γύριζες κάποτε κι εσύ/ με τρένο στο Σικάγο …./ Μια νέα αρχή βράζει και κρύβεται στο τέλος της ημέρας/κι ο ουρανός ατέλειωτος/ αγόρι μου».
Ποίηση και ζωή σε αμοιβαία σχέση και αλληλοαναφορά. Κανένας ρητορισμός και επιτήδευση της έκφρασης ή επίφαση του συναισθήματος. Η Γλυνιαδάκη αποδίδει την ένταση του ερωτικού συναισθήματος χωρίς οξύτητα και μεταδίδει την ερωτική συγκίνηση στον αναγνώστη μέσα από εικόνες που υποβάλλουν τον έρωτα ως μια ζωντανή και παρούσα ανάμνηση. Η απόσταση του χρόνου λειτουργεί σαν διαδικασία απόσταξης του συναισθήματος: όσο πιο μακρινό τόσο πιο έντονο, που διατρέχει τη σώμα και την ψυχή του ποιητικού υποκειμένου. Ο εγκιβωτισμός των ερωτικών της ποιημάτων ανάμεσα στα ποιήματα με τη συνεχή παρουσία του θανάτου, αναβαθμίζει την αξία του έρωτα, του άλλου, του εσύ. Ο έρωτας έχει μια δυναμική, μια δύναμη της βούλησης να ζει κανείς τη ζωή του. Η ζωή συνδέεται με την ποίηση μέσω του έρωτα. Και ο έρωτας αποτελεί εφαλτήριο και κινητήριο μοχλό να δράσουμε και να αλλάξουμε τα κακώς κείμενα του κόσμου. Τα πιο προσωπικά, πιο ερωτικά ποιήματα αποτελούν ανάπαυλα στην κόπωση του πνεύματος από τον προβληματισμό στα σημαντικά για όλους. Η μετάβαση στα προσωπικά βιώματα, στον προσωπικό μύθο του ατόμου συντελείται, ενίοτε, με παραληρηματικό , ασθματικό λόγο :οι άνθρωποι συνεχίζουν να ερωτεύονται, να αγαπούν, να αισθάνονται, να χρειάζονται τον Άλλον στο ποίημα Ένα βράδυ στο Λυκαβηττό : «ξεδίπλωσες τη δύναμη της επιθυμίας της αλήθειας /απ’ το χαμόγελό σου χύθηκε το φως/ το χαίνον, σκοτεινό σου παραλήρημα , πάνω απ’ της πόλης τους φανούς /και το αιώνιο και άχρονο της πλέγμα, μ άφησες, σε άγγιξα/μ άφησες, σε φίλησα, με φίλησες, αφέθηκες …σε συνάντησα στα χείλη και στα χέρια και στους ώμους / στη μέση σου τη δυνατή στα πόδια που έκαιγαν το καλοκαίρι/στον ήλιο που είχες κρύψει στα μαλλιά σου χώθηκα /και γιόρτασα το πάθος που απελευθέρωσε φτερά/σού βγήκαν απ’ τους ώμους και αναστήθηκες/ στην κορυφή του λόφου…»
Εν κατακλείδι, όλη η ποιητική συλλογή με έναν καταγγελτικό λόγο που μετασχηματίζεται ενίοτε σε δριμύ κατηγορώ , θέτει τον αναγνώστη προ των ευθυνών του: Πράξη και αγώνας , αντίσταση στην επιστροφή στα παρελθόντα δεινά. Σύμμαχοί του το παρελθόν, η επιστροφή των νεκρών, που αποτελούν την ιστορική του μνήμη. Η ποιήτρια το επιτυγχάνει με ποιήματα –εικόνες αντίθετες μεταξύ τους , που υφίστανται αντινομικά -αυτή είναι η πραγματικότητα, πλήρης δυαδικών αντιθέσεων (ζωή/θάνατος, πόλεμος / ειρήνη, ασθένεια/ υγεία, αρσενικό /θηλυκό, νεκροί/ ζωντανοί, πόλη / ύπαιθρος, φως/ σκοτάδι, νεότητα/γήρας, έρωτας/ μοναξιά, μνήμη/ λήθη, λίγοι /πολλοί , εξουσιαστές/ εξουσιαζόμενοι, σώμα/ ψυχή) .
Στο Einsatzgruppen η ποιήτρια συνθέτει ένα δριμύ κατηγορώ στα σαθρά θεμέλια της ΕΕ: «Υπάρχει κάτι πολύ μεγαλύτερο απ’ το να σκοτώνεις την ιδέα του Θεού / την ιδέα της δικαιοσύνης να σκοτώνεις/ όχι την ίδια τη Δικαιοσύνη. Την ιδέα της /Τη δυνατότητά της/Κι αυτό καταφέραμε/…Και χτίσαμε την Ευρώπη όχι μόνο σε πτώματα/ αλλά στην ελευθερία των δολοφόνων τους/Για να στεριώσει, της βάλαμε χάλυβα γαλλογερμανικό/ και ρίξαμε από πάνω για τσιμέντο /όλα όσα συγχωρήσαμε, τους δικαστές, τους δικηγόρους/τους θεριστές και τους δασκάλους/ …Με αυτά τη χτίσαμε ,με πτώματα για λίπασμα / και με την ατιμωρησία ανάχωμα στους Ρώσους(η ποιήτρια καταγγέλλει τον αντικομμουνισμό της Ευρώπης )…/ Μα πώς να στεριώσει ειρήνη πάνω σε τόσο αίμα; / Και πώς να χτιστεί συνύπαρξη πάνω από πόλεις /…/Και πώς να στεριώσει η Ευρώπη που αποσιώπησε / τούτο το καθημερινό έγκλημα, τη δολοφονική αυτή/ ρουτίνα; / Όλα συνηθίζονται , θα πείτε ακόμα και τα σαθρά θεμέλια.(και προφητεύει )/ Ωσότου έρθει ο σεισμός.»
Γιατί οι άνθρωποι εν τέλει δεν διδάσκονται : «Όπου οι νεκροί ανασταίνονται/, σπασμένοι,απ’ τη λάσπη/ και επιστρέφουν στα χωριά / Να δούνε, εν χορώ, αν τζάμπα/λιώσανε στα χαρακώματα,/αν τζάμπα τόση βία …/Με τα έντερα στα χέρια…/ …τους έβαλε ο Γκανς / εμπρός απ’ το φακό /να τριγυρνούν και να ρωτούν/καμένοι και μισοί, /αν μάθανε οι ζωντανοί /να ζουν μετά τον πόλεμο /Κι έτσι/έχουν μείνει οι νεκροί /να τραγουδούν ακόμα…/την τελευταία νύχτα /της Ευρώπης/και του Απολλιναίρ» (Les gueules cassees) και στο αυτοκινητάκι {Γκιγιώμ Απολλιναίρ}-οι στίχοι αποτυπώνουν την περίοδο της έναρξης του μεγάλου πολέμου το 1914- «είπαμε αντίο σε μια ολόκληρη εποχή /Αγριεμένοι γίγαντες σκίαζαν την Ευρώπη/…ψάρια αδηφάγα ανέβαιναν απ’ τις αβύσσους/ συνέρρεαν οι λαοί να γνωριστούν βαθιά/ Έτρεμαν οι νεκροί στα σκοτεινά τους σπίτια /…απ’ όπου οι μελλοθάνατοι/χαιρέταγαν την παρδαλή ζωή στερνή φορά/»( συνειρμικά ο στίχος παραπέμπει στο Ave Caesar, morituri te salutant) Ωκεανοί βαθιοί που κρύβουνε θεριά/ Μες σε παλιά κουφάρια ναυαγίων/ Σ’ ύψη αφάνταστα όπου πολεμά ο άνθρωπος/ Πιο ψηλά κι από την πτήση του αετού / Εκεί που ο άνθρωπος τον άνθρωπο εχθρεύεται/πριν τσακιστεί απότομα σαν πεφταστέρι/…)
Πεμπτουσία της ποιητικής δημιουργίας είναι η ικανότητα του ποιητή να επικοινωνεί με τον αναγνώστη και η Γλυνιαδάκη το επιτυγχάνει αν και όπως αναφέρει η ίδια «…Ο ποιητικός λόγος … είναι απαιτητικός – πάντα είναι – κι άρα κλονίζει περισσότερο τον αναγνώστη που θα σηκώσει τα μανίκια και θα αναμετρηθεί μαζί του. Όταν, όμως, όλα γύρω σου συνεχώς καταρρέουν, αυτό το ποιητικό σοκ – ας πούμε– είναι ικανό ν’ αγγίξει τους ανθρώπους βαθύτατα: και επειδή αποτελεί νοηματική πρόκληση και επειδή αμφισβητεί τον ορθολογικό τρόπο προσέγγισης προβλημάτων, δίχως όμως να παράγει μασημένη τροφή» και συνεχίζει «Σε εποχές σαν τη δική μας, εποχές επαναπροσδιορισμού αξιών, στόχων, κεκτημένων, πορειών, σε εποχές αμφισβήτησης ολόκληρων ιστορικών αφηγημάτων, αυτό το “ταρακούνημα” ίσως αποτελεί το πιο ειλικρινές μέσο έκφρασης και το πιο ειλικρινές καθρέφτισμα του πολυεπίπεδου εαυτού μας… Για ν’ απαλλαγεί ο άνθρωπος από το τρομερό άγχος που του προκαλεί ο θάνατος κι ο χρόνος, πρέπει ν’ αφιερωθεί σε κάτι πολύ μεγαλύτερο από τον ίδιο του τον εαυτό. Μόνον έτσι θα μπορέσει, στη σύντομη πορεία της ζωής του, να συναντήσει κάτι το Ιερό, κάτι που ξεπερνά και τον ίδιο και όλη του την αγωνία. Ε, το όχημα για να επιτευχθεί αυτό είναι η Τέχνη. Ο ποιητής, λοιπόν, όσο κι αν γράφει για τα μικρά, τα καθημερινά, για τα επίκαιρα και τα προσωπικά, πάντα γράφει για το Μεγάλο, για το παράδοξο της ανθρώπινης ύπαρξης, το ελάχιστό της και το μεγαλείο της. Αυτό δεν αλλάζει ποτέ. Αν ξύσει κανείς την επιφάνεια των εκάστοτε επίκαιρων θεμάτων, θα βρίσκει πάντα αυτό. Κι αυτό είναι πολύ παρήγορο.» (από τη συνέντευξη στην Αργ. Μποζώνη)
Πηγές
Συνέντευξη στην Εύα Κουκή, Πηγή http://www.exostispress.gr/Article/i-kristalli-gliniadaki-ston-exosti#ixzz65uRoPTIH)
Μπαμπασάκης Γ. , 26/5/2017 , Πηγή: www.lifo.gr
triantafylloug.blogspot.com/2017/06/
Μπέκος Γρηγόρης ,13.10.2019, το Βήμα, “Βιβλία”,
elculture.gr, Αργυρώ Μποζώνη: συνέντευξη ,6/9/2017
Εύα Κουκή, 9/2017,τετράγωνο.gr