Κείμενα και Κριτική
Λογοτεχνία και ΜΜΕ October 30, 2021
Επικοινωνιακή ανάλυση του τραγουδιού «Της Άρνης το νερό» του Σταύρου Σιόλα
του Ηλία Αναγνωστόπουλου
Εισαγωγή
Θα μελετήσω σε επικοινωνιακό επίπεδο το τραγούδι «Της Άρνης το νερό» του Σταύρου Σιόλα και να επικεντρώσω την έρευνα μου στο εξής ερώτημα: πως διατρέχεται το θέμα της «λήθης» μέσα στο τραγούδι και που αποδίδεται η διαχρονικότητα του; Ερχόμενος στη θέση να δικαιολογήσω την επιλογή μου αυτή, οφείλω να αναφέρω ότι πρόκειται για ένα βαθιά συναισθηματικό τραγούδι, του οποίου ο μελωδικός ήχος «ταξιδεύει» τον ακροατή αποτελώντας ένα «συνονθύλευμα» ολόκληρου του ελληνικού μουσικού πολιτισμού, από τον αρχαιοελληνικό στον παραδοσιακό και στον σύγχρονο έντεχνο, ενώ ταυτόχρονα οι στίχοι του κάνουν λόγο για τη «μάχη» ανάμεσα στη μνήμη και τη λήθη, έναν προβληματισμό με διαχρονικό χαρακτήρα, όπως διαφαίνεται και από το ιστορικό πλαίσιο καθαυτό.
Είναι γεγονός πως η ελληνική στιχουργική τυγχάνει πενιχρού θεωρητικού ενδιαφέροντος μεταξύ των επικοινωνιολόγων παρόλο το γεγονός ότι η πληθώρα του περιεχομένου της σημειώνει εντυπωσιακή απήχηση στο κοινό. Η γενικότερη προκατάληψη, δυσπιστία και διστακτικότητα, που υπάρχει απέναντι στην ελληνική μουσική και την εμπορικότητα αποπροσανατολίζει πολλές φορές τους επιστήμονες μη επιτρέποντας τους να αντιληφθούν τη συνεισφορά, που δύναται να αποφέρει η έρευνα και ανάλυση συγκεκριμένων μουσικών παραγωγών. Επακόλουθα, η έγκυρη και αντικειμενική βιβλιογραφία σχετική με το είδος, τις αναπαραστάσεις και τα νοήματα που διαφαίνονται στην ελληνική μουσική είναι περιορισμένη.
Έτσι, για την ερευνητική ανάλυση του ζητήματος, που αναγράφεται παραπάνω, αξιοποιήθηκαν τόσο η ενδελεχής βιβλιογραφική έρευνα όσο και η ανάλυση του πρωτογενούς περιεχομένου (των στίχων και του λόγου). Πιο αναλυτικά, η παρούσα εργασία αποτελείται από τη βιβλιογραφική επισκόπηση της θεωρίας που αφορά στην αντιθετική σχέση λήθης – μνήμης σε ένα γενικό πλαίσιο κοινωνιοψυχολογικής αναφοράς, καθώς επίσης στη διαδικασία της επικοινωνίας, της μετάδοσης ενός μηνύματος. Ειδικότερα, η προσέγγιση στηρίζεται στην επικοινωνιακή φόρμουλα του Lasswell, καθώς και σε πραγματολογικά στοιχεία, εντοπισμένα σε επιστημονικές εργασίες και άρθρα, σε ιστοσελίδες και συνεντεύξεις, τα οποία σχετίζονται με την ιστορία και το χρονικοαναφορικό πλαίσιο του τραγουδιού, όπως και με το είδος του μοιρολογιού αποχωρισμού.
Το τραγούδι «Της Άρνης το νερό» είναι στην ουσία ένα έντεχνο τραγούδι με έντονο παραδοσιακό πολυφωνικό ήχο, ο οποίος παραπέμπει στα λεγόμενα μοιρολόγια αποχωρισμού της δημοτικής μας παράδοσης. Ο Σταύρος Σιόλας[1]εξ’ ολοκλήρου έχει συμβάλλει στην παραγωγή του συγκεκριμένου τραγουδιού, καθώς ο ίδιος πέρα από το ότι το ερμηνεύει, έχει γράψει τόσο τη μουσική όσο και τους στίχους εντασσόμενος στην κατηγορία των τραγουδοποιών[2]. Το τραγούδι περιλαμβάνεται στο άλμπουμ «Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης[3]2006», στο οποίο συμμετείχε ως διαγωνιζόμενος ο Σιόλας, που τελικά κατέκτησε με τη σύμφωνη γνώμη του τηλεοπτικού κοινού και της ειδικής κριτικής επιτροπής το πρώτο βραβείο καλύτερου τραγουδιού, καθώς επίσης το βραβείο καλύτερης ερμηνείας. Η εμφάνιση και νίκη του αυτή σηματοδότησε την επίσημη αρχή της καριέρας του με την εισχώρηση του στην ελληνική έντεχνη μουσική βιομηχανία και τη γνωριμία του με το κοινό.
Σημαντικό, όμως, είναι να αναφερθεί το γεγονός πως το τραγούδι χρονολογείται ένα χρόνο πριν το φεστιβάλ, το 2005, καθώς είχε γραφτεί ήδη με αφορμή τη θεατρική παράσταση «Αγγέλα» του Γ. Σεβαστίκογλου[4]. Πρόκειται, ουσιαστικά, για ένα έργο γραμμένο το 1958, το οποίο πραγματεύεται και παρουσιάζει το θλιβερό κλίμα, που επικρατούσε στη μετεμφυλιακή ελληνική κοινωνία, διά μέσου της παρουσίασης των ζωών εκριζωμένων κοριτσιών από την επαρχία, τα οποία εξασφάλιζαν την επιβίωση τους εργαζόμενα ως υπηρέτριες σε αθηναϊκά σπίτια πλούσιων ή μεσαίων οικογενειών. Σε μια συγκεκριμένη σκηνή, ένα από αυτά τα κορίτσια, η Άννα, συνδιαλεγόμενη με την Αγγέλα κατά τη διάρκεια των οικιακών δουλειών, φέρνει νοσταλγικά στη μνήμη της τον ναυτικό αρραβωνιαστικό της, με τον οποίο είχε λογοδοθεί και ο γάμος – σωτηρία τους μετά την επιστροφή του θα σηματοδοτούσε τη μοναδική ελπίδα διαφυγής από την άτυχη μοίρα της και αποκατάστασης της (κυρίως οικονομικής). Ωστόσο, εκείνος παρά την αρχική τακτική αποστολή καρτών στην αγαπημένη του από κάθε λιμάνι, όπου αγκυροβολούσε το πλοίο του, σταδιακά τη ξέχασε και αρνήθηκε παύοντας να της στέλνει γράμματα. Στο σημείο αυτό της αφήγησης, έρχεται στη μνήμη της Άννας ένα τραγούδι από το χωριό της: «Της άρνης το νερό Αγγέλα μου, της αρνησιάς η βρύση».
Παράλληλα, αξίζει να αναφερθούμε στη μυθολογική διάσταση των στίχων, αρκετό περιεχόμενο των οποίων έχει αντληθεί από την ελληνική μυθολογία, καθώς και από μοιρολόγια της δημοτικής παράδοσης, που ανέκαθεν ενσωμάτωναν ποικίλα εξωπραγματικά στοιχεία από φανταστικές και θρυλικές ιστορίες (κυρίως της αρχαιότητας). Κάνουμε λόγο, δηλαδή, για μια σύμπραξη παρελθόντος και παρόντος. Ειδικά, γνωρίζουμε, όσον αφορά στην Άρνη, πως επρόκειτο για την πηγή του Κάτω Κόσμου, της οποίας το νερό είχε μια ξεχωριστή ιδιότητα για τους νεκρούς, που το έπιναν, σβήνοντας αυτόματα από τη μνήμη τους όλους τους αγαπημένους τους ανθρώπους και γενικότερα καθετί στον πάνω κόσμο, που παγίδευε τη σκέψη τους στη μεταθανάτια ζωή. Χαρακτηριστική, επίσης, αναφορά στο νερό αυτό της λησμονιάς συναντάμε στο γνωστό ποίημα «Λήθη»[5] του Λορέντζου Μαβίλη, όπου με έναν ιδιαίτερα οξύμωρο τρόπο καλοτυχίζονται οι νεκροί, καθώς έχουν απαλειφθεί από το μνημονικό τους οι επίγειες δυστυχίες και βάσανα τους, ενώ παράλληλα συγκρίνονται με τους ζωντανούς, που «τα μάτια σου ας θρηνήσουν».
Ερχόμενοι στην ετυμολογία της λέξης «Άρνη», που σημαίνει ουσιαστικά λήθη, λησμονιά και άρνηση, θα μπορούσαμε να πούμε πως εντοπίζεται ήδη στα ομηρικά χρόνια με τη ρηματική της διάσταση «ἀρνέομαι»[6] (αρνούμαι, απαρνούμαι, λέω όχι). Πρόκειται για μια λέξη, η οποία συναντάται συχνά στα λαϊκά μοιρολόγια («Πίνουν της άρνας το νερό, τον κόσμο λησμονάνε.», «Ήπιες της άρνας το νερό κι απολησμόνησές μας»)
Είναι γεγονός ότι η επικοινωνία αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις ανάγκες των ανθρώπων όντας συνυφασμένη με το ευρύ πεδίο δράσης τους, αφού διά μέσου της διαδικασίας αυτής αναπτύσσονται και νοηματοδοτούνται οι μεταξύ τους σχέσεις (Cooley, 1909). Σύμφωνα, εξάλλου, με τον Αριστοτέλη ενυπάρχει «φύσει» στο ανθρώπινο γένος η ανάγκη αυτή της αλληλεπίδρασης και μετάδοσης μηνυμάτων (π.χ σκέψεις, συναισθήματα και ιδέες) από έναν πομπό σε κάποιον δέκτη, ώστε να επηρεαστεί η κατάσταση και συμπεριφορά του (Verderber,1998, Κόκκος, 1998, Μπουραντάς, 1992). Αναντίλεκτα, έχει παρατηρηθεί ότι η λογοτεχνία συνδέεται και συνδιαλέγεται σε σημαντικό βαθμό με την επικοινωνία, καθώς και στις δύο εντοπίζει κανείς αφηγηματικές εκφάνσεις, όπως και το μοτίβο πομπού – μηνύματος – δέκτη (Λιναρδάκη, 2019).
Προχωρώντας σε μια επικοινωνιακή ανάλυση του τραγουδιού και αξιοποιώντας τη φόρμουλα του Lasswell (ποιος, λέει τι, με ποιο κανάλι, σε ποιον, με ποιο αποτέλεσμα) είμαστε σε θέση να διακρίνουμε πως στην προκειμένη περίπτωση πομπός είναι ο στιχουργός, Σταύρος Σιόλας, που μεταδίδει τις προσωπικές του σκέψεις και συναισθήματα μετατρέποντας τα σε δημόσιο σημείο αναφοράς, ενώ το μήνυμα σχετιζόμενο με την αντιδιαστολή λήθης – μνήμης και τη ψυχολογική κατάσταση του στιχουργού δεν υπόκειται στον περιορισμό απόδοσης της πραγματικότητας, αλλά σε μεγάλο βαθμό κωδικοποιείται με την αξιοποίηση γλωσσικών τεχνασμάτων. Παράλληλα, το δίαυλο επικοινωνίας αποτελεί το μέσο, διά μέσου του οποίου ο ακροατής – αναγνώστης[7] έρχεται σε επαφή με το τραγούδι, και τους δέκτες όσοι «κάνουν ανάγνωση» του συγκεκριμένου κειμένου επιδιώκοντας να επεξεργαστούν με βάση τις δικές τους εμπειρίες και πεποιθήσεις το μήνυμα και τα νοήματα, που μπορεί να είναι πολλές φορές πολυσημικά. Τέλος, όσον αφορά στις επιδράσεις και τα αποτελέσματα, θα μπορούσαμε να ενσωματώσουμε τη συναισθηματική φόρτιση και την αισθητική τέρψη, καθώς αναφερόμαστε σε μια μορφή ψυχαγωγίας.
Φυσικά, προκειμένου να καταστούν εφικτοί οι επιθυμητοί στόχοι – αποτελέσματα, όπως είναι η προώθηση του «σκέπτεσθαι», κρίνεται ζωτικής σημασίας η μεγάλη προσοχή στον στίχο, αφού σύμφωνα με τη Δαλιανούδη μιλάμε για μια «εγκεφαλική ακρόαση». Ο ίδιος ο Σιόλας έχει χαρακτηριστικά αναφέρει: «Ο στίχος με ταλαιπωρεί πάρα πολύ. Μου είναι πάρα πολύ εύκολο να φτιάξω μια μελωδία, αλλά μου είναι πάρα πολύ δύσκολο να καταλήξω σε ένα στίχο. Ποτέ δεν ικανοποιούμαι… Η παραμικρή λεξούλα με παιδεύει». Είναι σημαντική, λοιπόν, η προσεκτική κωδικοποίηση μέσω της ποιητικής λειτουργίας της γλώσσας, η οποία χαρακτηρίζει τους στίχους του συγκεκριμένου τραγουδιού λόγω της χρήσης στροφών, ομοιοκαταληξίας, σχημάτων, όπως η επαναληπτικότητα κλπ. Οφείλουμε, όμως, να μην αγνοήσουμε και τη σημαντικότητα της μη λεκτικής επικοινωνίας, δηλαδή του παραδοσιακού πολυφωνικού ήχου, που προσφέρεται στο τραγούδι διαδραματίζοντας καθοριστικό ρόλο στη συνολική επικοινωνιακή διαδικασία μέσα από τη διαμόρφωση της διανοητικής πρόσληψης από τον ακροατή.
Είναι γεγονός ότι σε όλη σχεδόν την έκταση των στίχων του τραγουδιού διατρέχεται ένα διαχρονικό θέμα, που αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό τις ανθρώπινες σχέσεις, αυτό της λήθης, της άρνησης, που έρχεται σε αντιδιαστολή με τη μνήμη. Σε γενικές γραμμές, η μνήμη με βάση τις ψυχολογικές και νευροβιολογικές προσεγγίσεις αποτελεί την εγκεφαλική εκείνη διαδικασία, κατά την οποία ανακατασκευάζονται παρελθοντικά γεγονότα μέσω των συμμετεχόντων στην κωδικοποίηση τους νευρώνων. Ωστόσο, η μεγάλη σημασία της δεν υπονομεύει τη σημαντικότητα της «εχθρικής» της κατάστασης, της λήθης, χωρίς την οποία η ζωή θα ήταν σε πολλές περιπτώσεις αφόρητη, καθώς η υπερμνησία δύναται να είναι εξίσου «παραλυτική» με την αμνησία. Η αδυναμία προσπέλασης κάποιου συγκεκριμένου παρελθοντικού μνημονικού αποτυπώματος κρίνεται αρκετές φορές αναγκαία, προκειμένου να διασφαλιστούν η ταυτότητα του ατόμου και η ψυχική του ισορροπία. Ο Freud, εξάλλου, ήταν ο πρώτος που συσχέτισε τις μνημονικές εκτροπές με τις θεωρίες συμπεριφοράς και κινήτρων των ατόμων φέρνοντας στο προσκήνιο την έννοια της «απώθησης», του μηχανισμού άμυνας, που προσφέρει τη δυνατότητα παραπομπής στο ασυνείδητο δυσάρεστων και τραυματικών εμπειριών, οι οποίες απειλούν την ακεραιότητα και αυτοεκτίμηση κάποιου. Σύμφωνα, επίσης, με τους Μάνιου – Βακάλη (1995) και Baddeley (2003), οι άνθρωποι λησμονούν μερικές φορές λόγω της επιθυμίας τους για απαλοιφή από τη συνειδητή ενημερότητα τους μνημών, οι οποίες επιφέρουν δυσάρεστα συναισθήματα (π.Χ. ντροπή, πόνος). Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτός ο προσαρμοστικός ρόλος, που υπηρετεί η ενεργητική διεργασία – όσο παράξενο κι αν ακούγεται — της λήθης.
Πιο συγκεκριμένα, ερχόμενοι στους στίχους του τραγουδιού, στο οποίο επικεντρώνεται η παρούσα εργασία, θα λέγαμε πως το φαινόμενο της λήθης αποκτά ερωτικό και επακόλουθα αυτοβιογραφικό κατά κάποιο τρόπο χαρακτήρα, καθώς παρατηρείται χρήση τόσο α’ ενικού («κι αν σε ξεχάσω, αν σ’ αρνηθώ») όσο και β’ ενικού προσώπου («το ήπιες και μ’ αρνήθης») προσδίδοντας στο λόγο εξομολογητικό και διαλογικό ύφος αντίστοιχα. Άλλωστε, ο ίδιος ο στιχουργός – ερμηνευτής έχει δηλώσει σε συνέντευξη του: «Αντιμετωπίζω κάθε τραγούδι […] σαν να έχω να κάνω με μονόλογο. Δηλαδή έχω σαν ερμηνευτής μπροστά στον κόσμο και το μικρόφωνο να υπηρετήσω ένα κείμενο μονολογικό ενός ήρωα, ο οποίος επιθυμεί κάτι να επικοινωνήσει». Κατανοούμε, λοιπόν, ότι η λήθη στο συγκεκριμένο τραγούδι έχει δύο οπτικές: αυτή του αρραβωνιαστικού, που ξέχασε και αρνήθηκε την αγαπημένη του, και αυτή της κοπέλας, που βρίσκεται σε δύσκολη ψυχολογική συνθήκη και έχει την ανάγκη απαλοιφής από το μνημονικό της εικόνας του αρραβωνιαστικού της και των ευχάριστων στιγμών μαζί του. Στο τραγούδι αυτό καθαυτό, που στηρίζεται στα μυθολογικά στοιχεία, δεν δύναται κάποιος να μεταφερθεί από την άλλη όχθη της λήθης σε αυτή της μνήμης, δεν υπάρχει επιστροφή. Μεταφέροντας την ανάλυση των στίχων σε γενικό πλαίσιο, διαφαίνεται πως επικρατεί μια «μάχη» μεταξύ της μνήμης και της λησμονιάς, καθώς στη ζωή κανείς διαγράφει από τη μνήμη του μονάχα κάτι που ο ίδιος αρνείται, ωστόσο συχνά αυτό επιστρέφει διαταράσσοντας τις πιθανές ισορροπίες.
Γίνεται αντιληπτό πως κάνουμε λόγο για ένα ζήτημα με απόλυτα διαχρονικό χαρακτήρα δεδομένου ότι ανά τις χρονικές περιόδους όλοι οι άνθρωποι έχουν βρεθεί σε μια «εσωτερική σύγκρουση» για την καταπολέμηση της λήθης ή και το αντίστροφο. Θα μπορούσαμε να πούμε, μάλιστα, πως ο στιχουργός ευνοεί τη διαφύλαξη αυτή της διαχρονικότητας μέσω της ερωτικής χροιάς του λόγου, καθώς ο έρωτας αποτελεί ένα πανανθρώπινο συναίσθημα, και της χρήσης παρατεταμένου θρηνητικού επιφωνήματος “α”, το οποίο παραπέμπει στα μοιρολόγια αποχωρισμού της δημοτικής παράδοσης εκφράζοντας αναστεναγμό, πικρία και θλίψη (κλάμα).
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Αααα…
Της Άρνης το νερό Της αρνησιάς…
Της αρνησιάς τη βρύση
Αααα…
Της Άρνης το νερό το ήπιες και…
το ήπιες και μ’ αρνήθης
Αχ, αγάπη μου, στα χείλη στάξε να το πιω της Άρνης το πικρό νερό,
κι αν σε ξεχάσω, αν σ’ αρνηθώ και πάλι εσένα άμα σε δω
κι αν σε ξεχάσω, αν σ’ αρνηθώ και πάλι εσένα θ’ αγαπώ
Αααα…
Της λήθης το στενό το πέρασες…
το πέρασες κι εχάθης
Αχ, αγάπη μου, στα χείλη στάξε να το πιω της Άρνης το πικρό νερό,
κι αν σε ξεχάσω, αν σ’ αρνηθώ
και πάλι εσένα άμα σε δω
κι αν σε ξεχάσω, αν σ’ αρνηθώ και πάλι εσένα θ’ αγαπώ
στα χείλη στάξε να το πιω της Άρνης το πικρό νερό,
κι αν σε ξεχάσω, αν σ’ αρνηθώ και πάλι εσένα άμα σε δω
κι αν σε ξεχάσω, αν σ’ αρνηθώ και πάλι εσένα θ’ αγαπώ…
Καλότυχοι οι νεκροί, που λησμονάνε
την πίκρια της ζωής. Όντας βυθίσει
ο ήλιος και το σούρουπο ακλουθήσει,
μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και να ‘ναι!
Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
στης Λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση·
μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει,
α στάξει γι’ αυτές δάκρυ, όθε αγαπάνε.
Κι αν πιουν θολό νερό, ξαναθυμούνται,
διαβαίνοντας λιβάδι’ απ’ ασφοδίλι,
πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται.
Α δεν μπορείς παρά να κλαις το δείλι,
τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν·
θέλουν – μα δε βολεί να λησμονήσουν.
[1] Ο Σταύρος Σιόλας γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά κατάγεται από τη Μακεδονία και τη Θράκη. Έχει παρακολουθήσει το “Θεατρικό Εργαστήρι” του Βασίλη Διαμαντόπουλου (1993-95) και έχει σπουδάσει στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν (1995-98). Έχει συμμετάσχει σε αρκετές θεατρικές παραστάσεις και ταινίες. Παράλληλα, έχει εντρυφήσει στο πεδίο της μουσικής, αφού έχει παρακολουθήσει μαθήματα πιάνου και παραδοσιακών οργάνων (ούτι, κρουστά), καθώς επίσης φωνητικής, βυζαντινής μουσικής και έναν κύκλο σπουδών για τα Πολυφωνικά της Ηπείρου στο Μουσείο Λαϊκών Οργάνων. Συστήθηκε στο ευρύτερο κοινό με τη παρουσία του στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης το Νοέμβριο του 2006 (ανακτήθηκε στο https://stixos.eu/ερμηνευτής/σταύρος-σιόλας/)
[2] Η έννοια του τραγουδοποιού εμφανίστηκε και επικράτησε στο προσκήνιο της ελληνικής μουσικής με τον Διονύση Σαββόπουλο
[3] Το Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης ξεκίνησε ως διαγωνισμός ελαφρού τραγουδιού το 1959 υπό την αιγίδα του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας. Πέρασε από διάφορες διακυμάνσεις, έζησε στιγμές μεγάλης ακμής και παρακμής, ανέδειξε νέα ταλέντα τόσο σε επίπεδο ερμηνευτών όσο και συνθετών, αλλά δέχτηκε και πλήθος επικρίσεων. Η πορεία του διακόπηκε το 1997 μετά από 36 συνεχείς διοργανώσεις, όμως επέστρεψε το 2005, για να διακοπεί οριστικά το 2009 λόγω της οικονομικής κρίσης.
[4] Είναι γνωστή, εξάλλου, η σύνδεση του καλλιτέχνη με το θέατρο και την υποκριτική τέχνη, καθώς έχει σπουδάσει στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης Κάρολου Κουν και έχει παρακολουθήσει μαθήματα στο
«Θεατρικό Εργαστήρι» του Βασίλη Διαμαντόπουλου.
[5] Βλέπε παράρτημα
[6] «Τότε η Αφροδίτη η αχνογελόχαρη της αποκρίθη κι είπε: / «Ούτε μπορώ κι ουδέ και πρέπει μου να σου αρνηθώ τη χάρη, [οὐκ ἔστ᾽ οὐδὲ ἔοικε τεὸν ἔπος ἀρνήσασθαι·] / τι εσύ στου πρώτου απ᾿ τους αθάνατους την αγκαλιά κοιμάσαι»
[7] Το τραγούδι αποτελεί στην ουσία ένα κείμενο, που χρήζει αποκωδικοποίησης – ερμηνείας