Criticism

Κείμενα και Κριτική

Φραγκοσυριανή: Ανάλυση μεθοδολογίας προσέγγισης

Φραγκοσυριανή: Ανάλυση μεθοδολογίας προσέγγισης

Λογοτεχνία και ΜΜΕ January 30, 2022


του Γιώργου Θεοφίλη


Καλλιτέχνης: Βαμβακάρης Μάρκος
Άλμπουμ: 78 στροφές
Συνθέτης: Βαμβακάρης Μάρκος
Στιχουργός: Βαμβακάρης Μάρκος
Είδος μουσικής: Ελληνικό λαϊκό
Θεματολογία: Έρωτας
Έτος Κυκλοφορίας: 1935


Μία φούντωση, μια φλόγα
έχω μέσα στην καρδιά
λες και μάγια μου ‘χεις κάνει
Φραγκοσυριανή γλυκιά
λες και μάγια μου ‘χεις κάνει
Φραγκοσυριανή γλυκιά


Θα ‘ρθω να σε ανταμώσω
κάτω στην ακρογιαλιά
Θα ήθελα να σε χορτάσω
όλο χάδια και φιλιά
Θα ήθελα να σε χορτάσω
όλο χάδια και φιλιά


Θα σε πάρω να γυρίσω
Φοίνικα, Παρακοπή
Γαλησσά και Nτελαγκράτσια
και ας μου ‘ρθει συγκοπή
Γαλησσά και Nτελαγκράτσια
και ας μου ‘ρθει συγκοπή


Στο Πατέλι, στο Nυχώρι
φίνα στην Αληθινή
και στο Πισκοπιό ρομάντζα
γλυκιά μου Φραγκοσυριανή
και στο Πισκοπιό ρομάντζα
γλυκιά μου Φραγκοσυριανή


Το ρεμπέτικο τραγούδι Φραγκοσυριανή που γράφτηκε το 1935 αποτελεί τη συμβολή του Μάρκου Βαμβακάρη στην λαϊκή παράδοση, ενώ αποτελεί μια κοινωνική κριτική στην πολυπολιτισμική θρησκευτική κουλτούρα της γενέτειράς του, της Σύρου. Στην παρούσα εργασία θα επιχειρήσουμε μια κριτική και ερμηνευτική ανάγνωση με βάση την πολιτιστική προσέγγιση, η οποία θεμελιώνεται τόσο στην ιδιάζουσα καθολική προέλευση του συνθέτη όσο και στις ιδιαίτερες κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν στο νησί και γενικότερα στον Ελλαδικό χώρο την περίοδο του Μεσοπολέμου.


Ο Μάρκος Βαμβακάρης γεννήθηκε το 1905 στο συνοικισμό Σκαλί της Άνω Χώρας της Σύρου από οικογένεια Καθολικών. Οι γονείς του ήταν φτωχοί αγρότες και ήταν ο πρωτότοκος από έξι αδέλφια. Ο παππούς του έγραφε τραγούδια, ο πατέρας του έπαιζε ζαμπούνα και ο ίδιος τουμπί σε διάφορα πανηγύρια. Λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης της οικογένειάς του αναγκάστηκε να αφήσει το σχολείο και να εργαστεί ως λούστρος, εφημεριδοπώλης, εργάτης σε κλωστήρια, βοηθός σε οπωροπωλεία. Πρώτος καταγραμμένος πρόγονός του θεωρείται ο παπά-Μάρκος Βαμβακάρης που έζησε στη Σύρα αρχές του 17ου αιώνα και απέκτησε δυο γιους. Για τον έναν απ’ αυτούς, τον Γιαννούλη, σώζεται η μαρτυρία ενταφιασμού του εν έτει 1676 στο Ληξιαρχικό Βιβλίο Θανάτων (Liber Mortuorum) της Καθολικής Επισκοπής Σύρου. (Βαρθαλίτης Δημήτρης. 2017).


Οι καθολικοί κάτοικοι της Σύρου, οι λεγόμενοι Φραγκοσυριανοί, δέχτηκαν τους πρόσφυγες από τη Χίο και τα Ψαρά αλλά στάθηκαν επιφυλακτικοί απέναντι στο νέο κόσμο που γεννιόταν στα πόδια τους. Δεν δέχτηκαν τη συγκρότηση ενιαίου δήμου που πρότειναν οι Ερμουπολίτες και το 1834 αποτέλεσαν χωριστό Δήμο στον οποίο ανήκε όλο το υπόλοιπο νησί. Διαμορφώθηκαν έτσι δύο κόσμοι που τους χώριζε όχι μόνο το θρησκευτικό δόγμα αλλά και ουσιαστικές οικονομικές και πολιτισμικές διαφορές. Με την πάροδο των χρόνων οι Συριανοί προσέγγισαν οικονομικά τους πρόσφυγες καθώς άσκησαν αστικά επαγγέλματα ενώ οι γυναίκες των λαϊκών στρωμάτων σταδιακά άρχισαν να εργάζονται στα ερμουπολίτικα εργοστάσια. Στο επίπεδο των κοινωνικών σχέσεων ιδιαίτερα των σχέσεων μεταξύ των δύο φύλων οι απαγορεύσεις που επέβαλλαν οι αντίστοιχες εκκλησιαστικές αρχές και στις δύο πλευρές ήταν ασφυκτικές (Φραγκίδης Ανδρέας, 2019).


«Μια φούντωση, μια φλόγα», ένας ερωτικός στίχος που αναδεικνύει την αγάπη του Βαμβακάρη για την πατρίδα του, τη Σύρο, αλλά και συνάμα αποτελεί σαφή αναφορά στην απώλεια της πατρίδας και του έρωτα. Προσεγγίζοντας ερμηνευτικά και πολιτιστικά αυτούς τους στίχους, υπονοείται η ανάγκη να διατηρηθεί η ομφάλια σχέση με τη μητέρα πατρίδα, ενώ ανακύπτει και ένας συνδετικός κρίκος τόσο με τη ίδια τη ζωή όσο και με τον αληθινό έρωτα απόρροια του ηθικού σεβασμού αυτής της διασύνδεσης. Η συνειδητοποίηση αυτής της σύζευξης αντανακλάται στο επίθετο «γλυκιά» στο ουσιαστικό Φραγκοσυριανή, που βρίσκεται σε ομοιοκαταληξία με τη λέξη «καρδιά», καθώς αισθητικοποιεί την ερωτική συνύπαρξη του τραγουδοποιού με τη γενέτειρά του, με υπόρρητες αναφορές στο γενεαλογικό του δέντρο και τη ριζωμένη σχέση του με το φραγκικό παρελθόν της Σύρας.


Η κουλτούρα της εργατικής τάξης της εποχής του 30 σύμφωνα με το Reymond Williams «αντανακλάται πρωτίστως στο ιδανικό δηλαδή αποτελεί μια κατάσταση ή μια διαδικασία ανθρώπινης τελειοποίησης υπό όρους συγκεκριμένων απόλυτων ή καθολικών αξιών, ενώ καταγράφει με λεπτομερείς τρόπους τη λειτουργία της ανθρώπινης σκέψης και εμπειρίας». Αναλογικά αποδίδεται και ο κοινωνικός ορισμός της κουλτούρας που αφορά την αναπαράσταση ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής. Η βιωμένη κουλτούρα στην οποία αναφέρεται ο Βαμβακάρης αποτελεί μια συγκεκριμένη στιγμή της ιστορίας στην οποία μόνο οι κάτοικοι της Σύρου έχουν πρόσβαση ως δομή αίσθησης. Ορίζεται ως εργατική κουλτούρα εκείνη που προκύπτει από τη βασική συλλογική ιδέα και τους θεσμούς, τους τρόπους, τις διανοητικές συνήθειες και τις προθέσεις που πηγάζουν από αυτήν (John Storey, 2015).


Το περιεχόμενο των ρεμπέτικων τραγουδιών, την περίοδο του Μεσοπολέμου, περιγράφει μια καθημερινότητα των δημιουργών ανάλογη με την κοινωνική ομάδα που απευθύνονται. Οι φορείς του λόγου αναπαράγονται και εξιδανικεύοντας καλλιτεχνικά το ειδικό περιεχόμενο της καθημερινής τους διαβίωσης, ενισχύουν την ειδική κοινωνική τους ταξινόμηση, η οποία δύναται να ερμηνευθεί και ως περιθωριοποίηση από την ευρύτερη αστική κοινωνία. Στα ρεμπέτικα τραγούδια διακρίνουμε ετερόκλιτες πολιτισμικές καταβολές αφού ο χώρος που συντελείται η καλλιτεχνική διασταύρωση το ευνοεί, όπως και συναντάμε στοιχεία της παραδοσιακής ποιητικής και μουσικής έκφρασης προσαρμοσμένα στο αστικό κέντρο. Τα μορφολογικά σχήματα των ρεμπέτικων τραγουδιών χωρίς να υπάρχει ιδεολογική συγγένεια ή κάποια συγγένεια δείχνουν ότι οι δημιουργοί δεν μπορούν να απαλλαγούν από την παράδοση του τόπου αναφοράς τους, που στην περίπτωση του Βαμβακάρη, είναι η Σύρος (Παπαχριστόπουλος Ν, 2004).


Ο συνθέτης χρησιμοποιεί τη φράση «μάγια μου έχεις κάνει», μια αναφορά στη δεισιδαιμονία και τις λαϊκές προκαταλήψεις πάνω στις οποίες δομούνται η ατέρμονη θρησκοληψία και οι παραδοσιακές κοινωνικές συμβάσεις. Κριτικάρει έμμεσα τον τρόπο ζωής και τον ασφυκτικό δογματισμό της Καθολικής και Ορθόδοξης Εκκλησίας που υποθάλπουν την αρμονική συνύπαρξη των δύο πληθυσμών στη Σύρα. Επισημαίνει με τα «μάγια» την τυφλή υποδούλωση σε στεγανά που υπονομεύουν αξίες όπως η ελευθερία της συνείδησης και της ανεξιθρησκίας.


Χρησιμοποιεί το στίχο «να ανταμώσω στην ακρογιαλιά», ως μια σαφή αναφορά στη σχέση τη μητέρας φύσης και του ελεύθερου έρωτα. Με επίκεντρο τη φύση ανακαλούνται τα υπαρξιακά δικαιώματα του ανθρώπου που προκύπτουν από το φυσικό περιβάλλον και τα οποία έχουν υποταχθεί σε κοινωνικοπολιτικές αγκυλώσεις. Με το «χορτάσω χάδια και φιλιά» αναδεικνύεται η δίψα για τη ζωή στο γενέθλιο τόπο και μια ακόρεστη λαχτάρα να ανακαλυφθεί η ίδια η έννοια της ύπαρξης ως προέκταση της φυσικής γεωγραφίας. Ως μέσο αυτής της υπαρξιακής ανάγκης ταύτισης με τη φύση και επομένως και του τόπου καταγωγής, λειτουργεί ο έρωτας, βιολογική απαρχή του ανθρώπινου όντος και νοηματοδότησης προσωπικών ιδανικών και αξιών για τη ζωή.


Η αναζήτηση της ζωής διαφαίνεται στο στίχο «ας μου έρθει συγκοπή», μια αυτοαναφορική αντιπαραβολή της ζωής με το θάνατο και μια θεολογική προσέγγιση του φυσικού έμβιου κύκλου. Ο θάνατος ωχριά μπροστά στη θέρμη με την οποία επισημαίνεται η ζωή, υποδηλώνει την ελπίδα που εκπορεύεται από τη μητέρα γη, ενώ λειτουργεί ως έντεχνη αναφορά στην ανάσταση. Η αλληλουχία τοπωνυμίων Φοίνικα, Παρακοπή, Γαλησσά Πατέλι, Νυχώρι, Πισκοπιό αποτελεί ένα ασύνδετο σχήμα προκειμένου να συνδηλώσει έναν ενδογενή πόθο προς την πατρίδα, ενώ η διαδρομή που διαγράφεται από τη Νότια προς τη Βόρεια Σύρο συνθέτει μια προσπάθεια αναμόρφωσης της προσωπικής γεωγραφίας. Δίνει έμφαση στη Ντελαγκρατσια, τη σημερινή Ποσειδωνία, φραγκική ονομασία προερχόμενη από τη καθολική εκκλησία της Μαντόνα ντε λα Γκράτσια (Παναγία της Χάριτος), αφιερωμένη στη Μητέρα του Κυρίου. Λειτουργεί έτσι ως επιτομή της αξίας της παράδοσης που συνέθεσαν οι Φράγκοι στο νησί αλλά και μια έμμεση θεολογική και πολιτική αναφορά στην έννοια του θηλυκού, η οποία πάλλεται μεταξύ της αυθεντικότητας του λαϊκού κόσμου και της εκκοσμίκευσης των θρησκευτικών δογμάτων.


Ο ποιητικός συνδυασμός «Αληθινή» ως τοπωνύμιο και η λατινική λέξη φίνα συνιστά μια προσέγγιση μέσω της λατινικής γλώσσας. Αληθινή, αναφορά σε ένα συριανό χωριό, ο τελικός προορισμός και στοιχείο έκφρασης ενός οράματος για τη δημιουργία ενός νησιού χωρίς θρησκευτικές διαφορές, όπου η Φραγκοσυριανή θα ήταν Αληθινή και η ζωή φίνα δηλαδή τέλεια. Ο Βαμβακάρης μας εισάγει στην ποιητική του ουτοπία για ένα κόσμο χωρίς αντιθέσεις διχόνοιες και έριδες, ενώ ενσταλάζει ιδέες για μια κοινωνία αγγελικά πλασμένη.


Η πολιτική της λαϊκής κουλτούρας στο πολιτισμικό πεδίο με βάση την ανάλυση του McGuigan ορίζεται ως οι συμβολικές εμπειρίες και πρακτικές των απλών ατόμων. Η άρνηση του McGuigan να δοθεί προτεραιότητα στην αισθητική αξιολόγηση, καθώς πολλές φορές αναδύονται πιο ενδιαφέροντα ερωτήματα, έχει ως αποτέλεσμα να αμφισβητεί τα χειραφετητικά σχέδια για την απελευθέρωση των ανθρώπων από την υποτιθέμενη παγίδευση των ατόμων. Η οικονομική εκμετάλλευση, ο ρατσισμός, η φυλετική και σεξουαλική καταπίεση αποτελούν μερικές από τις αγκυλώσεις, αλλά οι εκμεταλλευόμενοι, οι αποξενωμένοι και οι καταπιεσμένοι, όπως ο Βαμβακάρης στην Φραγκοσυριανή, αντεπεξέρχονται δημιουργώντας ένα έγκυρο νόημα του κόσμου ευγνωμονώντας για την απόλαυση που εισπράττουν από τον ίδιο τον πολιτισμό (John Storey, 2015).


Η ανάλυσή μας είχε ως στόχο να δημιουργήσει το κοινωνικό και πολιτιστικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η «Φραγκοσυριανή», εστιάζοντας σε μια πολυδιάστατη ερμηνευτική προσέγγιση. Εναποθέτουμε μια καινούργια οπτική αυτών των υπέροχων στίχων που διαμορφώνεται με άξονες τους πολύμορφους θρησκευτικούς δεσμούς, την αγάπη του δημιουργού για τη γενέτειρά του, το φυσικό κύκλο ζωής και θανάτου και μια μοντέρνα ουτοπική θεολογία με επίκεντρο την ελευθερία του ανθρώπου. Με αυτόν τον τρόπο αποδίδουμε φόρο τιμής σε μια κουλτούρα που ενώ ξεκινά από την καταπίεση και το περιθώριο καταλήγει στην ανάδειξη των ομορφότερων ιδανικών και αξιών της ανθρώπινης ύπαρξης.ΗΗ


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


Ελληνόγλωσση


Βαρθαλίτης Δημήτρης, Μάρκος Βαμβακάρης, Από το μύθο στην ιστορία 1600-2017, Εκδόσεις Εκπαιδευτήρια Άγιος Παύλος, Αθήνα 2017, 54-93.

Παπαχριστόπουλος Ν., Ρεμπέτικα Τραγούδια. Η τέχνη των σημείων, Εκδόσεις Βιβλιόραμα, , Αθήνα 2004, 47-49.

Φραγκίδης Ανδρέας, Ιστορία της Νήσου Σύρου, Εκδόσεις  Σελεφαΐς, Αθήνα – 2019, 14-23


Ξενόγλωσση


John Storey, Πολιτισμική Θεωρία και Λαϊκή Κουλτούρα, Μετάφραση Ντζούνης Βασίλειος, Εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα – 2015, 74-81, 307-310.