Κείμενα και Κριτική
Κριτική Τέχνης December 13, 2020
Γιάννης Κουνέλλης, Χωρίς Τίτλο, 2004, Εγκατάσταση.
της Μαρίας Βασιλοπούλου
Το έργο
Έργο χωρίς τίτλο, μία εγκατάσταση, ένα πλούσιο εννοιακό περιβάλλον που δημιούργησε ο Γιάννης Κουνέλλης στο πλαίσιο της ατομικής του έκθεσης το 2004 στο Μέγαρο Μουσικής. Σήμερα το έργο του διάσημου δημιουργού εικόνων, όπως ονόμαζε ο ίδιος τον εαυτό του, βρίσκεται στη μόνιμη έκθεση του ΕΜΣΤ. Αξίζει κανείς, κατά την επίσκεψη του στο μουσείο, να αφιερώσει χρόνο εξερευνώντας το έργο, διότι πρόκειται για ένα εξαιρετικό δείγμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας του Γιάννη Κουνέλλη, και πιστεύω ακόμα πως εκφράζει το κίνημα της Arte Povera με επιτυχία.
Το καλλιτεχνικό κίνημα Arte Povera
Προτού αρχίσει κανείς να μιλά για το έργο μεμονωμένα, θα ήταν σημαντικό να ειπωθούν λίγα λόγια για το καλλιτεχνικό κίνημα της Arte Povera που εντάσσεται ευρύτερα στη μεταμοντέρνα τέχνη. Γεννήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και αναπτύχθηκε στην Ευρώπη την κρίσιμη αυτή περίοδο που χαρακτηρίζεται από εξεγέρσεις, αμφισβητήσεις και ανατροπές. Η Φτωχή Τέχνη αποζητά την ουσία της έκφρασης με όσο γίνεται πιο λιτά μέσα. Τα υλικά που χρησιμοποιούσαν οι δημιουργοί του κινήματος, ένας από τους οποίους ήταν και ο Κουνέλλης, ήταν το σίδερο, το κάρβουνο, η φωτιά, το ξύλο, η πέτρα. Ο Κουνέλλης ήρθε σε επαφή με το κίνημα στην Ιταλία, όπου και σπούδασε καλές τέχνες και έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του.
Έργο τέχνης δίχως όρια
Στον δεύτερο όροφο του ΕΜΣΤ, σε ένα χώρο λιτό, ασηπτικά λευκό, συναντά ο επισκέπτης την εγκατάσταση ως μοναδική πληροφορία, τουλάχιστον οπτικά, και θα εξηγήσω στη συνέχεια τι ακριβώς εννοώ. Η τέχνη απλώνεται στον χώρο, στοιχείο σημαντικό και καθοριστικό για τον Γιάννη Κουνέλλη. Έλεγε χαρακτηριστικά πως αρνείται να περιοριστεί στα όρια ενός καμβά. Το σώμα του επισκέπτη περιπλανιέται στον χώρο της εγκατάστασης, επεξεργάζεται τα υλικά, εντοπίζει διαφορές από υλικό σε υλικό, νιώθει το βάρος και τους όγκους των αντικειμένων. Στο κέντρο της σύνθεσης βρίσκεται ένα αυτοσχέδιο τραπέζι από ξύλο και σίδερα, όπου πάνω του είναι τοποθετημένα σακιά από λινάτσα, ξεχειλισμένα από κάρβουνα. Γύρω από το τραπέζι απλώνονται τεράστιοι μεταλλικοί σταυροί, τοποθετημένοι με τέτοιον τρόπο που σε παρακινεί να απορείς για τη βαρύτητα και την απόλυτη ισορροπία. Άκαμπτοι και στιβαροί, ταυτόχρονα όμως φαντάζουν ελαφρείς, σαν να αψηφούν τη βαρύτητα, δημιουργούν ένα παιχνίδι κίνησης με τους οριζόντιους και κάθετους άξονες, ενώ στην πραγματικότητα είναι απόλυτα καρφωμένοι στο πάτωμα. Η βαρύτητα και η ισορροπία είναι δύο μοτίβα που είχαν απασχολήσει τον καλλιτέχνη ήδη από το 1967.
Ύλη και νοήματα
Το μέταλλο, η λινάτσα και τα κάρβουνα είναι υλικά που παράγουν χρηστικά αντικείμενα και αυτά με τη σειρά τους γίνονται παραγωγοί μνημών. Κουβαλούν μνήμες ζωής που είναι εγκλωβισμένες μέσα στην ίδια τους την ύλη. Η χρήση της ίδιας της ύλης, λοιπόν, είναι ένα χαρακτηριστικό της τέχνης του που ίσως προκαλέσει προβληματισμό. Σε ένα γενικότερο πλαίσιο, οι μεταμοντέρνοι καλλιτέχνες είχαν και έχουν την επίγνωση ότι όλα έχουν γίνει και έχουν λεχθεί στην τέχνη. Ο ρόλος του καλλιτέχνη δεν είναι πλέον να ασχολείται με προφητείες αλλά με την τοποθέτησή του πάνω σε οποιοδήποτε θέμα. Σημασία δεν έχει τι ακριβώς έχει να πει, αλλά ο τρόπος που θα επιλέξει να το πει. Το έργο του Κουνέλλη είναι κυρίως φιλοσοφικό και πολιτικό, και ο ίδιος θέλησε να εκφραστεί μέσα από αντικείμενα και χώρους. Η ύλη είναι ένας φορέας ποικίλων νοημάτων, είναι ένας μη λεκτικός κώδικας επικοινωνίας με τη δική του βιογραφία. Η σχέση της με τον άνθρωπο είναι αμφίδρομη, καθώς δρα πάνω σε αυτόν και αυτός πάνω σε αυτήν. Ποιος είναι ο σκοπός δημιουργίας των κάρβουνων; Ποιος ο δημιουργός; Ποια η χρήση τους; Πού παραπέμπει η ακαμψία και η στιβαρότητα του μετάλλου; Πολλά μπορεί να σκεφτεί ο ανθρώπινος νους και να δώσει ερμηνείες διαφορετικές βιώνοντας το έργο του Κουνέλλη. Και αυτός μάλιστα είναι ένας βασικός σκοπός της μεταμοντέρνας τέχνης, να καθιστά δηλαδή τον παρατηρητή συνδημιουργό του έργου τέχνης. Ο Κουνέλλης χρησιμοποιεί υλικά φτωχά, βιομηχανικά ή φυσικά. Δημιουργεί ένα προσωπικό λεξιλόγιο, καθώς κάνει χρήση ευτελών υλικών που περιβάλλουν τον άνθρωπο. Στοχάζεται γύρω από την πραγματικότητα και συνάμα δημιουργεί πραγματικότητες.
Επειδή λοιπόν οι ερμηνείες του έργου μπορεί να είναι πολλές και διαφορετικές, επιλέγω να πω πως στη συγκεκριμένη εγκατάσταση όλα παραπέμπουν ίσως σε ένα βιομηχανικό περιβάλλον. Οι αναφορές στην εκβιομηχάνιση της κοινωνίας και του καπιταλιστικού συστήματος είναι αρκετά συχνές στο έργο του Γιάννη Κουνέλλη. Από αυτό το περιβάλλον ωστόσο φαίνεται πως απουσιάζει η ανθρώπινη παρουσία. Μια τέτοια αντίληψη μάλλον είναι λανθασμένη, καθώς πρόκειται για ανθρώπινο εργασιακό περιβάλλον όπου παράγονται αγαθά που έχουν σκοπό να χρησιμοποιηθούν επίσης από ανθρώπους. Επιπλέον, όλα τα αντικείμενα που αποτελούν τη σύνθεση έχουν περάσει από τα χέρια του ανθρώπου ώστε να φτάσουν στην τελική τους αυτή μορφή. Ο Κουνέλλης επιλέγει να μιλά για τον πολιτισμό του ανθρώπου, δίχως όμως να φανερώνει το πρόσωπό του.
Σε αυτό το σημείο, μιας και αναφέρθηκα στην ανθρώπινη παρουσία θα επιστρέψω στην τοποθέτηση του έργο στον χώρο του ΕΜΣΤ ως πληροφορία που λαμβάνει ο επισκέπτης. Στην ακριβώς διπλανή αίθουσα βρίσκεται η βιντεοεγκατάσταση του καλλιτέχνη Κουτλούγκ Αταμάν (99 Ονόματα, 2002), από την οποία προέρχονται ανθρώπινες κραυγές. Ίσως η τοποθέτηση των έργων να μην είναι τυχαία. Το έργο του Κουτλούγκ Αταμάν ίσως βρίσκεται εκεί για να δώσει φωνή στο έργο του Κουνέλλη και να τονίσει στοιχεία όπως η ανθρώπινη μοναξία και ο ανθρώπινος μόχθος.
Το χρώμα
Ένα τελευταίο σχόλιο θα μπορούσε να αποτελεί το χρώμα. Τα κυρίαρχα χρώματα στη σύνθεση είναι το μαύρο, το γκρι και το καφέ. Χρώματα του πένθους, της δύναμης του πάθους, με την έννοια του παθαίνω. Με το χρώμα υπογραμμίζεται η βία του πολέμου, η μοναξιά, ό,τι φοβερό βίωσε ο άνθρωπος στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και στον ελληνικό εμφύλιο, που είχε βιώσει και ο ίδιος ο καλλιτέχνης.