Κείμενα και Κριτική
Κριτική Ποίησης December 11, 2020
Φοίβης Γιαννίση, Χίμαιρα Πολυφωνικό ποίημα, Καστανιώτης 2019
Της Μαρίας Ράπτη
Μεταμορφωμένη σε αίγα και γυναίκα ταυτόχρονα, η Φοίβη Γιαννίση μέσα από τον λόγο της μας καλεί σε ένα ταξίδι μεταμόρφωσης μέσα από τον μύθο, τη βουκολική ζωή και τη συλλογική μνήμη. Η νέα της ποιητική συλλογή Χίμαιρα, Πολυφωνικό ποίημα (εκδόσεις Καστανιώτη, 2019) είναι το αποτέλεσμα της επιτόπιας μελέτης της ποιήτριας σε μαντρί μετακινούμενων Βλάχων της Θεσσαλίας.
Τονίζοντας έντονα το κομμάτι της ιστορικής σημασίας, η Γιαννίση δημιουργεί ένα πολυμορφικό κείμενο, γεμάτο με παραπομπές, ετυμολογικές αναφορές και σχόλια που εναλλάσσονται με φωτογραφικό υλικό. Το παραδοσιακό βιβλίο μετατρέπεται αυτόματα σε ένα πολυμέσο. Ο αναγνώστης έχει τη δυνατότητα να περιηγηθεί, να στρέψει το βλέμμα προς διάφορες κατευθύνσεις και να επιλέξει την πορεία που θα ακολουθήσει διαβάζοντας. Το κείμενο δίνει την αίσθηση της κίνησης και του ταυτόχρονου. Σαν θεατής παρά σαν αναγνώστης βρίσκεται στον χώρο και η ποιήτρια-αρχιτέκτονας (βιογραφική αναφορά της ποιήτριας) του προτείνει να στρέψει το βλέμμα σε ένα άλλο σημείο, να αφουγκραστεί ένα νέο άκουσμα, ακόμη και να νιώσει με την αφή.
Ανοίγοντας την ποιητική συλλογή η Γιαννίση μάς παρουσιάζει τρεις εισαγωγικές ενότητες: «Πρόσωπα»(κατά σειρά εμφάνισης), «Ετυμολογία» και «Αποσπάσματα». Με την παράθεση των προσώπων ο αναγνώστης γνωρίζει, σχεδόν σαν εισαγωγή σε θεατρικό έργο (αιγωδία-τραγωδία) ποιητές και λογοτέχνες (Μπωντλαιρ, Καραγάτσης, Σικελιανός κ.ά.), βιολόγους (Ντόννα Χάραγουευ, φον Ουεξκούλ, κ.ά.), αγρότες και κτηνοτρόφους (Απόστολος Μπάρδας, Γιάννης Μούρτος, κ.ά.), ακόμη πρόσωπα της αρχαιότητας (Αίσωπος, Πλάτωνας, Ησίοδος, κ.ά.) ή και οικεία πρόσωπα της ποιήτριας (ο μπαμπάς, η μαμά, ο Δημήτρης). Καθένας από αυτούς γίνεται συνοδοιπόρος στο κείμενο.
Η ενότητα «Ετυμολογία»έρχεται να αποσαφηνίσει όρους που η ποιήτρια θα χρησιμοποιήσει στο κυρίως κείμενο. Με έναν τρόπο δίνεται οι ορισμός του εγώ ή Αιγώ (αίγα=κατσίκα), το οποίο ταυτίζεται με το εδώ. «(δοσμένη από μία δασκαλίτσα σε σχολείο που στο εξής ονομάζεται “εγώ” ή “Αιγώ” / Αν η ετυμολογία του εγώ είναι το εδώ, μια φωνή που λέει “εγώ”, Αιγώ σημαίνει την πολλαπλότητα των όντων που κατοικεί το εδώ, η θέση της φωνής που μιλάει.» Επίσης, ορίζεται η τραγωδία μεταξύ άλλων και ως «τράγων ωδή» και τέλος η Χίμαιρα τόσο ως «η αιξ, η γίδα, η θηλυκή γίδα» όσο και ως «μυθικό τέρας πυρ αποφισών και έχον σώμα αιγός, κεφαλήν λέοντος και ουρά δράκοντος».
Τέλος, τα «Αποσπάσματα»ενισχύουν όσα η ποιήτρια έχει παραχωρήσει στον αναγνώστη μέχρι τώρα (αποσπάσματα από: Κάρλο Σεβέρι, Η αρχή της Χίμαιρας, ηλεκτρονική πηγή, Ιλιάδα Ζ 179-183 κ.ά.) Έτσι, ο περιηγητής της Χίμαιρας αποκτά όλες τις προσλαμβάνουσες για να προχωρήσει στον υβριδικό κειμενικό κόσμο της ποιήτριας. Καθεμία από τις εισαγωγικές ενότητες δίνει στον αναγνώστη ένα στοιχείο για να καταλάβει τον κόσμο στον οποίο οδηγείται.
Ξεκινώντας το κυρίως μέρος της ποιητικής συλλογής με το ποίημα «Ύμνος στο Αηδόνι και το Χελιδόνι» ξεκινά ένα ταξίδι από την ηρεμία και την αναγέννηση της άνοιξης στην ανεμελιά του καλοκαιριού. Λέξεις και φράσεις όπως «φυλλωσιές», «στον ήλιο καθισμένοι», «ποταμών ροές» μας μεταφέρουν στη φύση και σε ένα φωτεινό και ολάνθιστο τοπίο. Αρχή του ταξιδιού για τους Βλάχους που φεύγουν στα βουνά αναζητώντας τη δροσιά μακριά από τη ζέστη του κάμπου «…μουν’ γκαρτιρούν την άνοιξη… να βγουν οι βλάχοι σται βουνά…», όπως παραθέτει η ποιήτρια πλάι στο ποίημα «Προίμιο Γκρίζος ουρανός Μαρτίου», αρχή και για το ταξίδι της ανάγνωσης. Η επόμενη ποιητική ενότητα «Νόμοι» μας μεταφέρει στο καλοκαίρι. Ένας περίπατος στο καλοκαίρι της ποιήτριας (τίτλος: ΝΟΜΟΙ ή Στον δρόμο του Ταό, Το Ημερολόγιο ενός καλοκαιριού_2013), μια γεύση από τις στιγμές της ηρεμίας και της αισιοδοξίας του καλοκαιριού. Τα δύο αυτά μέρη της συλλογής («Ύμνος στο Αηδόνι και το Χελιδόνι» και «Νόμοι») παρουσιάζουν και δομική πρωτοτυπία. Διαβάζονται ως δισέλιδα, με την αριστερή σελίδα να φιλοξενεί ένα κείμενο το οποίο η Γιαννίση προτείνει στον αναγνώστη να διαβάσει σε σχέση με το πρωτότυπο κείμενο. Έτσι, η καρδιά της νομαδικής ζωής στα βουνά, το καλοκαίρι, η γέννηση και η περίοδος χάριτος στη ζωή των ζώων και των ανθρώπων, μέσα από τα δημοτικά ποιήματα και τα υπόλοιπα παραθέματα, συναντά το σύγχρονο καλοκαίρι της ποιήτριας. Παρελθόν και παρόν υπάρχουν ταυτόχρονα το ένα δίπλα στο άλλο.
Έπειτα έρχεται ο χειμώνας. Η «Νομή» μεταφέρει τον αναγνώστη στο μαντρί του Γιάννη Μούρτου, στο οποίο η Γιαννίση έκανε την επιτόπια έρευνά της (τίτλος: Νομή ή το Ημερολόγιο 3 Χειμώνων: 2013-2015). Η ενότητα χωρίζεται σε επιμέρους υποενότητες, με καθεμία να φέρει ως τίτλο ένα στοιχείο της νομαδικής ζωής (ΣΚΥΛΙΑ, ΤΟ ΚΟΠΑΔΙ, ΣΚΕΥΗ κ.ά.). Στο κείμενο επικρατεί κυρίως ο διάλογος με μια συνεχή εναλλαγή προσώπων. Η ποιήτρια εδώ μιλά ως αίγα (Αιγώ: «η φροντίδα του άλλου σε σώζει / από τον κυρίαρχο εαυτό σου») και ως αφηγήτρια («στη ράχη του σανά … κουτρουβαλιέται στο χώμα της στάνης»). Αυτή η διττή φύση της ποιήτριας μας δίνει και μια διπλή οπτική στη ζωή. Μιλώντας ως αίγα-Αιγώ η Γιαννίση ανοίγει ένα παράθυρο στη σκέψη της. Μοιάζει σαν να ακούγονται οι λέξεις όπως διασχίζουν το μυαλό άμεσα, χωρίς φίλτρο. Ως αφηγήτρια, πάλι, φέρνει τη λογική και τον διάλογο στο προσκήνιο. Ο χειμώνας είναι η ενδοσκόπηση, η προετοιμασία για να ξαναρχίσει με την άνοιξη η ζωή. Μια περίοδος μεταμόρφωσης για τη φύση και τη γυναίκα-αίγα ποιήτρια που παίρνει ρόλους όπως τροφή (λέει η αφηγήτρια: «μάντρα για τις γίδες που παν για αρμεγή / μάντρα για τα κατσίκια που παν για σφάξιμο»), ένδυμα (λέει ο Ουίλλιαμ Μπάρτιν Ληκ: «Τα χωριά αυτά ζουν κυρίως εκ της κατασκευής του τραχέως μάλλινου υφάσματος του καλουμένου ‘’σκουτί’’») και τον κυριότερο ρόλο από όλους, τον ρόλο της μητέρας (ποιήματα «Transhumance I & II»). Όμως το ταξίδι των νομάδων προς τα βουνά σταματά. Το κοπάδι πωλείται («Επίλογος») και τότε πέφτει «Σκοτάδι ξανά». Η μετακίνηση σταματά (αφηγήτρια: «Την 23η Μαΐου το κοπάδι πουλήθηκε»). Σταματά το ταξίδι σταματά και η μεταμόρφωση. Το τέλος της νομαδικής ζωής ίσως είναι και μια μεταφορά για τον θάνατο. Πεθαίνουμε όμως αληθινά ή τελικά γινόμαστε «αίμα και χώμα και σάρκα / και καρδιά να χτυπά στον αιώνα των αιώνων»;
Αν και η σύλληψη του έργου έχει ως αφορμή ένα ειδικό θέμα (νομαδική ζωή των Βλάχων από το παρελθόν μέχρι σήμερα), το κείμενο τελικά μένει ανοιχτό με δυνατότητα πολλαπλών ερμηνειών. Ταυτόχρονα η πολυφωνικότητα (μέσω της παράθεσης κειμενικών αναφορών αλλά και την πολλαπλότητα των προσώπων) επιτρέπει στον αναγνώστη να σταματήσει, να εμβαθύνει, να κοιτάξει βιαστικά και αδιάφορα, ακόμη και να προσπεράσει όποιο σημείο αυτός επιλέξει. Ως αποτέλεσμα, ο λόγος της ποιήτριας κινδυνεύει σε σημεία να μείνει στο παρασκήνιο. Η ίδια η ποιήτρια όμως παραμένει παρούσα διαρκώς, είτε μεταμφιεσμένη σε αίγα ως αφηγήτρια ή ως υπό-υπό-υπό υποβιβλιοθηκάριος («Αποσπάσματα / δοσμένα από μια υπό-υπό-υπό υποβιβλιοθηκάριο»).
Το χιμαιρικό και πολυφωνικό (λόγω πολλαπλότητας μορφής και αναγνώσεων) έργο της Γιαννίση αφήνει τον αναγνώστη να περιηγηθεί στον κόσμο της αίγας από τη γέννηση μέχρι τον θάνατο, στη ζωή του βοσκού στο βουνό και στον κάμπο. Χωρίς να δίνει εκ προοιμίου υποσχέσεις, η ποιήτρια ανοίγει την πόρτα για ένα ταξίδι σε μια χιμαιρική μεταμόρφωση.