Criticism

Κείμενα και Κριτική

Αγγέλικας Απολογία

Αγγέλικας Απολογία

Θεάματος Κριτική April 27, 2020

Κριτική για το κείμενο Αγγέλικα Νίκλη Σολωμού η Διάφανη του σκηνοθέτη Περικλή Μοσχολιδάκη που ανέβηκε στον  Πολυχώρο Vault  με τη Μάγδα Κατσιπάνου στο ρόλο της Αγγέλικας Νίκλης Σολωμού, από την Τετάρτη 6 Δεκεμβρίου 2017, κάθε Τετάρτη και Πέμπτη στις 21:00 έως την Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2018.

Της Ελένης Κ. Βέννη

Να τι σου κάνει ένα σπουδαίο βιβλίο, σε ξεσηκώνει ακόμη και καταμεσής της καλοκαιρινής ραστώνης που υποτίθεται ότι δεν αντέχει σοβαρά αναγνώσματα.

 Σκέφτομαι ότι το ταλέντο δεν αναγνωρίζει σύνορα  επαγγελμάτων. Ακούς άσημους γείτονες να τραγουδούν καλύτερα από δημοφιλείς αοιδούς, βλέπεις ερασιτέχνες ηθοποιούς να παίζουν καλύτερα από μεγάλα ονόματα του θεάτρου ή του κινηματογράφου. Γιατί λοιπόν ένας ηθοποιός και σκηνοθέτης να μη γράφει καλύτερα από πολλούς δόκιμους συγγραφείς;

Ο γιός μου ο Διονύσιος Σολωμός δεν είναι ένα ρεαλιστικό μυθιστόρημα. Το κείμενο έχει ένα χάσιμο, πατάει μ’ ένα πόδι στο ρεαλισμό και με το άλλο συνομιλεί με το Θεό, με κάτι άλλο με μια άλλη διάσταση, μεταφυσική. Η μητέρα του Σολωμού συνομιλεί με το πνεύμα του χαμένου παιδιού της. Είναι ένα ποιητικό πλάσμα, γιατί η μητέρα που γέννησε τον Ποιητή δεν θα μπορούσε να μην έχει σχέση με την ποίηση.

Το μόνο που γνωρίζουμε όλοι – μαζί και ο συγγραφέας – είναι ότι ο Σολωμός είχε πολύ κακή σχέση με τη μητέρα του. Αυτοί που μετά τον θάνατο του Ποιητή έθεσαν το έργο του Σολωμού σε επιτροπεία, θέλησαν να αποκρύψουν ουσιώδη στοιχεία της ζωής του για να τον παραδώσουν στο Ελληνικό Έθνος χωρίς ψεγάδια. Ο συγγραφέας – όπως μας είπε – προσπάθησε να διασταυρώσει αντικρουόμενες πληροφορίες, ερεύνησε αρχεία και μελέτες που αφορούν στη ζωή του Ποιητή, σωζόμενα έγγραφα και επιστολές, ενώ κατόπιν έγραψε το βιβλίο προσθέτοντας τα σημεία που αποσιώπησε η Ιστορία σύμφωνα με τα δικά του συμπεράσματα και γι αυτό, ενώ ως πρόσωπα έχουν υπάρξει, οι χαρακτήρες που ξετυλίγονται είναι προϊόν  λογοτεχνικής έμπνευσης.

Η πέννα του Περικλή Μοσχολιδάκη, η υπεύθυνη προσέγγιση του όλου θέματος ιστορικά, κοινωνικά αλλά κυρίως αυτή καθ’ αυτή η ανθρώπινη προσέγγιση των ηρώων, είναι συγκινητική, έξοχα διεισδυτική και δοσμένη με ξεχωριστή ζωντάνια, με κομψότητα και τοπικό “χρώμα”. Η επτανησιακή διάλεκτος που γράφηκε μετά από πολύ κόπο και έρευνα από κάποιον που δεν έχει καμία επαφή ή καταγωγή από τα Επτάνησα, όχι μόνο δεν δυσκολεύει τον αναγνώστη, αλλά αντίθετα, βοηθά στην ποιητική και ρεαλιστική μεταφορά των ιστορικών και κοινωνικοπολιτικών γεγονότων της. Η ντοπιολαλιά που χάνεται σιγά – σιγά, έχει οπωσδήποτε κάτι συγκινητικό, δημιουργεί ατμόσφαιρα και παράγει μια αίσθηση γνησιότητας, όπως το ψωμί της γιαγιάς. Απολαμβάνει κανείς τις ευρηματικές χρήσεις και διασταυρώσεις λέξεων, το γλωσσικό ξεσάλωμα, ένα μίγμα τρυφερότητας και μελαγχολίας. Πίσω από την ευφορία των περιγραφών ακούγεται κάτι σαν λυγμός ή ελεγεία.

Είναι αξιοθαύμαστο ότι με τις λιγοστές ιστορικές πληροφορίες για την άγνωστη σε πολλούς ιστορία της μητέρας του Εθνικού μας ποιητή, μαθαίνουμε πτυχές και λεπτομέρειες για τη ζωή και τον τρόπο που μεγάλωσε και γαλουχήθηκε ο Διονύσιος Σολωμός. Εκείνος που από μικρό τον αποκαλούσαν «αλαφροΐσκιωτο». Εκείνος που πριν γεννηθεί «βρισκόταν στο μυαλό του Θεού» όπως απαντά ο ίδιος στη  μητέρα του.

Το κείμενο αποτελεί μια έντιμη προσπάθεια αποκατάστασης της αλήθειας για αυτή τη γυναίκα με την τραγική μοίρα, μια ψυχαναλυτική ανάγνωση της ψυχοσύνθεσης και των ευαισθησιών του Ποιητή, μια τρυφερή συγκινητική και δίκαιη προσέγγιση των απόντων ηρώων της ιστορίας της. Ο ταραγμένος ψυχισμός με τα χίλια χρώματα της Αγγέλικας σε κάνει να δακρύζεις, να γελάς, να πιστεύεις πως είναι σύζυγος δυο ανδρών, μάνα έξι παιδιών, η καταδικασμένη στη σιωπή γυναίκα του Ζακυνθινού 19ου αιώνα, η λατρεμένη, η ερωμένη, σκλάβα αφέντου, η φρουστάδα, μαντενούτα, ένας αληθινός άνθρωπος με λάθη και πάθη, που κάνει το σωστό και αγαπά τη ζωή. Όπως λέει η ίδια/ο συγγραφέας: «Κι έπιανα με τα χέρια μου τη θάλασσα κι έριχνα με τις χούφτες μου νερό θαλασσινό στη κεφαλή μου για να φύγουν τα χώματα, για να ξεπλύνω την πληγή, για να γυρίσω και πάλε πίσω στη ζωή». Η χαροκαμένη μάνα, η ποδοπατημένη γυναίκα, η κουρελιασμένη ψυχή που παίρνει πνοή και ανασαίνει τον πόνο της. Έφτασε η ώρα να μιλήσει, ήρθε η στιγμή ν΄ απολογηθεί για να ελαφρύνει την καρδούλα της, θέλει να τα πει όλα με λογισμό και μ΄ όνειρο. Και είναι τόσα πολλά αυτά που κουβαλάει τόσα χρόνια που δεν βαστάει άλλο.

Η ζωή της, η αλήθεια της, ξεγυμνώνεται μπροστά μας. Η Αγγέλικα μας παραδίδεται όχι άσπιλη, αλλά «διάφανη» και εκείνη αισθανόταν σαν να «έβγαινε στις ρούγες γυμνή, σαν να περπατούσε χωρίς τα ενδύματά της και ένιωθε να την κοιτάζουν όλοι με λαιμαργία…». Έγινε βορρά στο στόμα μίας κοινωνίας σκληρής, γεμάτη υποκρισία και εθελοτυφλία, έτοιμη να δικάσει, να καταδικάσει και να κατασπαράξει. Μάταια εκείνη, βυθισμένη στη ντροπή και την απελπισία, ζητούσε συγχώρεση από τα παιδιά της για το κακό που τους προκάλεσε με τις «πομπές» της. Ο Διονύσιος, εθνικός πλέον ποιητής, «το παιδίον που τη λάτρεψε και το λάτρεψε», πέθανε μερικά χρόνια αργότερα από συμφόρηση, μόνος του, χωρίς «εκείνη να είναι εκεί να του κρατήσει το χέρι να μη φοβάται…» και χωρίς ποτέ να τη συγχωρέσει. Η Αγγέλικα απευθύνεται στην κρίση του Θεού, μιλάει στον ίδιο της τον γιο, τον Διονύσιο.  «Και τι να κρύψεις από τον Θεό, τι να κρύψεις από τους πεθαμένους, όταν στα στερνά σου μιλάς μαζί τους; Τα ξέρουν όλα έτσι κι αλλιώς, τα βλέπουν από ψηλά…»

«Ο γιός μου, ο Διονύσιος Σολωμός» είναι η πρώτη μυθοπλαστική απόπειρα του Περικλή Μοσχολιδάκη. Αποκαλύπτεται ένας συγγραφέας έξυπνος, σπινθηροβόλος, ευφάνταστος, εμβριθής και εντέλει ταλαντούχος. Απολαμβάνω την ευφορία της γλώσσας, τα ατάσθαλα παιχνίδια και τις παράξενες αντηχήσεις της και μου φαίνεται πως όλα αυτά πράγματι «εκκρίνουν» μια σημασία. Κάθε πρόταση, κάθε παράγραφος έχει από κάτω κείμενο. Περιγράφεται το μητρικό πένθος επιδέξια χωρίς κραυγαλέους τόνους, μέσα από μνημονικές αναδρομές της ηρωίδας του μυθιστορήματος στη ζωή του γιου της και τη σχέση της μαζί του.

Ο δύσκολος αποχαιρετισμός και το μοιραίο δίλλημα. Ποιος δικαιολόγησε, σε ποια κοινωνία, σε ποια εποχή μια μάνα που «έδωσε» το παιδί της. Αυτό το επεισόδιο στο οποίο η Αγγέλικα επανέρχεται συχνά ίσως σφράγισε τη ζωή της με ένα πρώιμο αίσθημα ματαίωσης. Ο αναγνώστης θέλει να γελάσει, να κλάψει. Το έργο βοηθά μια μάνα να αναστοχαστεί τι σημαίνει να είσαι μάνα και να χεις γιο. Μπορεί να δει μέχρι και τα λάθη που κάνει απέναντι στο παιδί της. Το συγκεκριμένο λογοτεχνικό έργο είναι σαν καρδιογράφημα. Μεταδίδει διαρκώς συναισθήματα, είναι μια παλέτα συναισθημάτων. Εμβαθύνει το θέμα της συγχώρεσης, στη λυτρωτική δύναμη και στον εξαγνισμό που μπορεί να κρύβει μέσα της η συγχώρεση, ακόμη κι όταν κάποιος δεν βρίσκεται πλέον ανάμεσά μας και την ανιδιοτελή αγάπη του γονιού προς τα παιδιά του και αντίστροφα.

Μέσα από την αλλόκοτη παρλάτα και λογόρροια της ηρωΐδος χτίζεται αβίαστα το ήθος του χαρακτήρα. Ένα ήθος ανήθικο για την εποχή του, – έβαζε τον εραστή στο σπίτι που ζούσε με τον άντρα της – ενώ ήδη διατελούσε «μαντενούτα». Ουσιαστικά πρόκειται για αναστοχαστικό απολογισμό όχι απλώς ενός ανθρώπου, αλλά μιας ολόκληρης εποχής. Ηθικά και υπαρξιακά ζητήματα αναδύονται ανά πάσα στιγμή με την επικάλυψη του χιούμορ, της αυθεντικής αφέλειας, της νοσταλγίας ενός ολόκληρου πολιτισμού, που είχε τη μαγική δύναμη  να μπορεί να γεννά «ήρωες» χωρίς αυτοί να το επιδιώκουν. Επιφανειακά, ο κυρίαρχος τόνος του κειμένου είναι ο αυτοσαρκασμός. Ο αυτοσαρκασμός αποτελεί την αιχμηρότερη και δραματικότερη  παραλλαγή του χιούμορ. Και τα δύο ξεχειλίζουν από αυτές τις σελίδες και είναι σπαρταριστά. Αλλά στο βάθος του αυτοσαρκασμού υπάρχει πάντοτε ένα τραύμα, ένα πένθος που γυρεύει το ξόρκι του. Οι ρίζες της θλίψης μοιάζουν βαθύτερες. Άλλοτε ως έκφραση νοσταλγίας για μια αθωότητα που η ελληνική κοινωνία έχει χάσει, άλλοτε ως προβολή μιας ενοχής. Η δύναμη των περιγραφών εκπλήσσει, το ίδιο και η στιλπνή επιγραμματικότητα των χαρακτήρων, όπως για παράδειγμα ο αμφιλεγόμενος μορφωμένος δραστήριος αλλά αδίστακτος στις μεθόδους Κόντε Σάλαμων.

Η σοβαρή τέχνη έχει επαφή με το απτό, το άμεσο, το συγκεκριμένο. Η απλότητα της έκφρασης κρύβει πίσω της πολύ μεγάλο μόχθο. Ο Μοσχολιδάκης χρησιμοποιεί απλή γλώσσα κατανοητή και κατασκευάζει ένα χαρακτήρα σύνθετο, ζωντανό και πολυδιάστατο. Διευθετεί τη πραγματικότητα υπό την υποκειμενική σκοπιά της μάνας. Αναδεικνύει την υπαρξιακή απομόνωση της και δημιουργεί προβληματισμό. Μέσα από την πλοκή αναδύονται και τα κοινωνικά έλκη της εποχής. Ο συγγραφέας μας εξηγεί: «Το βιβλίο γράφηκε με ταξική ίσως θα τολμούσα να πω και μαρξιστική ματιά. Η ποπολάρα μάνα, που την αγόρασε μ’ ένα πουγκί τσεκίνια ο Κόντε Σαλαμών, ο μέγας ταμπακιέρης της εποχής. Ο ίδιος διατηρούσε σχέσεις με την κάθε κυβέρνηση και δεν δίστασε ν’ αποκληρώσει τον πρώτο γιο του Ροβέρτο γιατί στήριξε ηθικά και υλικά την Ελληνική Επανάσταση».

 Ο Περικλής Μοσχολιδάκης καταφέρνει με δεξιοτεχνία να ξεδιπλώσει και να δώσει πνοή σ’ έναν φαινομενικά «αντιήρωα» για να δημιουργήσει μια ζωή με αρχή μέση τέλος με την παραμικρή λεπτομέρεια, ενώ δημιουργεί εικόνες και ατμόσφαιρες και μας παρασύρει να ακολουθήσουμε τα χνάρια της Αγγέλικας, μας συγκλονίζει με τα δεινά που βαρύνουν την πολύπαθη ζωή της με αποκορύφωση την διαπόμπευση της στη δίκη. Ο συγγραφέας, πρωτοτυπεί χτίζοντας ένα χαρακτήρα με την προβολή του εσωτερικού κόσμου συνηθισμένων ανθρώπων. Από τη μια, η δόξα ενός άντρα, κι από την άλλη, η απαξίωση μιας γυναίκας, η οποία έζησε στο περιθώριο, την ώρα που οι γιοι της μεγαλουργούσαν ενώ η απόκτησή τους υπήρξε αποτέλεσμα ενός μακρόχρονου σωματικού και ψυχολογικού  βιασμού από τον υπερήλικα, τον οποίον της «φόρτωσαν» οι δικοί τους, όταν εκείνη ήταν μόλις 12 ετών. Η Αγγέλικα γνώρισε τον έρωτα «που μύριζε κολόνια βενετσιάνικη, που είχε άσπρα μαλλιά και ήταν πλαδαρά τα χέρια του» στην αγκαλιά του εξηντάχρονου Κόντε ο οποίος είχε ξετρελαθεί από τα κάλλη και τα νιάτα της και κάθε βράδυ βίαζε το σώμα της και την ψυχή της ικανοποιώντας το πάθος του γι’ αυτή. Κι αυτή τότε έκλεινε τα μάτια και σκεφτόταν τη μάνα της “να την ορμηνεύει να ‘ναι καλή μαζί του και το ψωμάκι το ζεστό που έλειπε”. Ποτέ δεν της επιτρεπόταν να βγει έξω και η Αγγέλικα παρακολουθούσε τη ζωή “καθισμένη μπροστά στη τζελουτζία που έβλεπε στο Φόρο”»

Η Αγγέλικα Νίκλη – Σολωμού γνώρισε την απόλυτη φτώχεια μα και τα μεγάλα πλούτη, αλλά ως παράνομη ερωμένη, ζώντας στο περιθώριο και εισπράττοντας την απέχθεια και το μίσος της νόμιμης συζύγου του Κόντε. Η γυναίκα αυτή έζησε τον αληθινό έρωτα με τον δεύτερο άντρα της ζωής της. Μια πορεία ζωής, που ακροβατεί ανάμεσα σε ακραίες καταστάσεις και φοβερά συναισθήματα, τα οποία διαμορφώνουν ψυχισμό, χαρακτήρα και στάση ζωής της ηρωίδας. Γλαφυρή και γλυκόπικρη, μέσα από τη διήγησή της αναδεικνύεται το κοινωνικοπολιτικό κλίμα της εποχής της, γεγονότα της νεότερης ελληνικής ιστορίας, η θέση της γυναίκας ως παιδί, ερωμένη, σύζυγος, μάνα και η βάναυση μεταχείρισή της, το χάσμα των κοινωνικών τάξεων, η εξαθλίωση και η φτώχεια, αλλά και οι συνθήκες που διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα και την κλίση του Διονυσίου Σολωμού στα γράμματα. ο οποίος μπορεί να έζησε μια ζωή μακριά από την αγαπημένη του πατρίδα αλλά όπως είπε και η μητέρα του «ότι αγάπησε πολύ το κράτησε μακριά για να μην το μολέψει».

Τι κάνει ένα βιβλίο σπουδαίο; η διαρκής απήχηση του στις συνειδήσεις πολλών ανθρώπων, πολλών εποχών. Το κείμενο μας κάνει να στρέψουμε την προσοχή μας στην αυξανόμενη βία εναντίον των γυναικών, στις αμέτρητες γυναίκες που παραμένουν παγιδευμένες στις αξίες μιας άκαμπτης πατριαρχικής τάξης, η οποία ορίζεται από τους άνδρες. Πόσο σημερινή και επίκαιρη είναι πάντα η κακοποίηση και ο εξευτελισμός μιας γυναίκας; Η ιστορία της Αγγέλικας τόσο διαχρονική αλλά και τόσο επίκαιρη, έρχεται σήμερα για να προβληματίσει και να ταρακουνήσει τη δική μας ουδετερότητα και ίσως απάθεια, να επιτρέπουμε ακόμη στην εποχή μας να συμβαίνουν τραγικά περιστατικά κακοποίησης. Η κακοποίηση γυναικών, αλλά και η βία σε βάρος κάποιων ανθρώπων, γενικώς, εξακολουθούν να υφίστανται και σήμερα, έστω κι αν τα ήθη έχουν αλλάξει προς το καλύτερο.

Δεν νομίζω να υπάρχει δυνατότερη σχέση μεταξύ μάνας και παιδιού – ήδη από μόνη της αυτή η σχέση – συνιστά μια δυνατή αφετηρία ενώ το τέλος της διαδρομής είναι τόσο σπαραχτικό που φαίνεται αδιανόητο να υπάρξει αναγνώστης που να μην έχει ταυτιστεί πλήρως με τα συναισθήματα της ηρωίδας. Η Αγγέλικα υπήρξε μια δυναμική γυναίκα, μια καπετάνισσα, της οποίας η δύναμη και θέληση ψυχής ήταν τόσο ψηλά που την βοήθησαν να αντέξει και να μείνει στη ζωή και αυτό ακριβώς το μάθημα ζωής μας διδάσκει, όπως χαρακτηριστικά λέει στο τέλος του έργου «…Να ξεπλύνω την πληγή, να γυρίσω και πάλαι πίσω στη ζωή…»

 «Κάθε μεσημέρι όταν ο κόσμος ησυχάζει στο «Τζάντε», ερημώνει η πιάτσα με το άγαλμα του «Ποέτα» Σολωμού.  Μόνο τα περιστέρια στέκονται στη βάση της προτομής ψάχνοντας λιγοστά ψίχουλα μα και εκείνα φεύγουν όταν φανεί στη πλατεία μια μαυροντυμένη γυναίκα που με αέρινες κινήσεις αγκαλιάζει τον ποιητή και μιλά μαζί του. Είναι όμορφη, είναι μια «μπιλίτσα» που μοιάζει πορσελάνινη κούκλα που έφυγε από τη βιτρίνα της σαν να δραπέτευσε από σκοτεινό πίνακα, σαν νότα βιολοντσέλου, σαν καταιγίδα και ουράνιο τόξο μαζί. Το χέρι της χαϊδεύει το πρόσωπο του ποιητή και χάνεται και μια διάφανη φωνή  και μια σιωπή ως την επόμενη φορά που η άγνωστη μορφή θα συναντήσει πάλι το γιο της.

Διονύσιε παιδί μου, είσαι ακόμα εκεί, στο μυαλό του Θεού;

Ναι μητέρα. Εδώ είμαι, μαζί  Του.

Διονύσιε αγόρι μου, μήπως υπάρχει μια μικρή θεσούλα και για μένα δίπλα σας;»