Criticism

Κείμενα και Κριτική

“Αχ Ελλάδα”

“Αχ Ελλάδα”

Ελληνικό τραγούδι Λογοτεχνία και ΜΜΕ January 31, 2022

της Δέσποινας Ειρήνης Κουκουβέ


Ερμηνευτής: Νίκος Παπάζογλου / Συνθέτης: Αλαγιάννη Βάσω /Στιχουργός:
Μανώλης Ρασούλης


Χαρά στον Έλληνα που ελληνοξεχνά
και στο Σικάγο μέσα ζει στη λευτεριά
εκείνος που δεν ξέρει και δεν αγαπά
σάμπως φταις κι εσύ καημένη
και στην Αθήνα μέσα ζει στη ξενιτιά
Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ
και βαθιά σ’ ευχαριστώ
γιατί μ’ έμαθες και ξέρω
ν’ ανασαίνω όπου βρεθώ
να πεθαίνω όπου πατώ
και να μη σε υποφέρω
Αχ Ελλάδα θα στο πω
πριν λαλήσεις πετεινό
δεκατρείς φορές μ’ αρνιέσαι
μ’ εκβιάζεις μου κολλάς
σαν το νόθο με πετάς
μα κι απάνω μου κρεμιέσαι
Η πιο γλυκιά πατρίδα
είναι η καρδιά
Οδυσσέα γύρνα κοντά μου
που τ’ άγια χώματα της
πόνος και χαρά
Κάθε ένας είναι ένας
που σύνορο πονά
κι εγώ είμαι ένας κανένας
που σας σεργιανά
Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ
και βαθιά σ’ ευχαριστώ
γιατί μ’ έμαθες και ξέρω
ν’ ανασαίνω όπου βρεθώ
να πεθαίνω όπου πατώ
και να μη σε υποφέρω
Αχ Ελλάδα θα στο πω
πριν λαλήσεις πετεινό
δεκατρείς φορές μ’ αρνιέσαι
μ’ εκβιάζεις μου κολλάς
σαν το νόθο με πετάς
μα κι απάνω μου κρεμιέσαι.



To τραγούδι “Άχ Ελλάδα” των Μανώλη Ρασούλη και Βάσως Αλαγιάννη ερμηνεύτηκε πρώτη φορά το 1981 από τους δημιουργούς του και κυκλοφόρησε το 1984 στον δίσκο του Ρασούλη “Ναι στο ναι και ναι στο οχι”. Το “Άχ Ελλάδα” είναι ένα τραγούδι με έντονο συναίσθημα και ένα μήνυμα που αντηχεί στην ιστορία της Ελλάδας, αυτό της ξενιτιάς, του Έλληνα που οδηγείται στο να εγκαταλείψει την πατρίδα του και να ζήσει χωρίς αυτήν. Η
διαχρονικότητα του κομματιού είναι αξιοσημείωτη καθώς όχι μόνο παραμένει
επίκαιρο αλλά ίσως μιλάει για ένα γεγονός ριζωμένο στην ίδια την
ιδιοσυγκρασία του Έλληνα. Ήδη από το παρελθόν βλέπουμε τραγούδια για την
ξενιτιά, για παιδιά που αφήνουν γονείς και δεν ξαναγυρνάνε και που αναζητούν την
πατρίδα τους σε κάθε βήμα τους και ακόμα και τώρα, η εξέλιξη αυτού του
φαινομένου παραμένει το ίδιο σκληρή όπως ήταν και πριν σαράντα χρόνια.
Μόλις το 2010, ο Νίκος Παπάζογλου “σύστησε” αυτό το τραγούδι ξανά στην
ελληνική νεολαία, που για άλλη μια φορά ταυτίστηκε με τους στίχους του,
αναγνωρίζοντας σε αυτό την νέα μορφή ξενιτιάς με την οποία βρίσκονταν αντιμέτωποι.
Πιο συγκεκριμένα, μπορεί κανείς να παρατηρήσει αυτό το γεγονός – της
“διαρροής εγκεφάλων” ή του “brain drain” – στον συναισθηματικά έντονο
σχηματισμό των στίχων απο φορτισμένες λέξεις, παρομοιώσεις, εικόνες και
υπαινιγμούς. Πρόκειται για ένα τραγούδι που θυμίζει την συμβολική ποίηση,
καθώς ο συνδυασμός της μουσικότητας, του ρυθμού και των στίχων μαζί με το
νόημά τους δημιουργεί αυτό το έντονο συναίσθημα.
Στο τραγούδι παρατηρείται έλλειψη ομοιομορφίας και ομοιοκαταληξίας
των στίχων. Άλλες στροφές αποτελούνται από τέσσερις στίχους και άλλες από
πέντε ή εξι ενώ οι στίχοι άλλες φορές ομοιοκαταληκτούν πλεκτά
και άλλες ζευγαρωτά χωρίς να ακολουθείται κάποιο μοτίβο ή να
παρατηρείται κάποια συνέπεια σε μια ρυθμική σταθερότητα. Το γεγονός αυτό
μας υποδηλώνει λοιπόν πως στην μορφή του το τραγούδι κυριαρχείται από
ελεύθερο στίχο.
Παρατηρώντας τα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιήθηκαν, γίνεται
άμεσα αντιληπτή η προσωποποίηση της Ελλάδας. Η χώρα αποκτά ανθρώπινες συμπεριφορές, έχει κάνει λάθη και κατηγορείται για αυτά. Επιπλέον, δημιουργείται η
εντύπωση συνομιλίας μεταξύ του ερμηνευτή της ανθρωπόμορφης Ελλάδας
όπου χωρίς αμφιβολία ο ίδιος ο ερμηνευτής μιλάει ως εκπρόσωπος – αν όχι και ο
ίδιος μέλος – των ξενιτεμένων ελλήνων. Εξίσου σημαντική είναι η χρήση της
οριστικής, ιδιαίτερα στο ρεφρέν του κομματιού καθώς παρουσιάζονται όλα τα
προαναφερθέντα συναισθήματα ως βέβαια και πραγματικά, επιβεβαιώνοντας
την αλήθεια που κρύβουν οι λέξεις.
Ακολουθώντας την θεωρία της πλησίας προσέγγισης μπορεί κανείς να
καταλάβει περαιτέρω τα νοήματα του τραγουδιού. Πρώτα, η ευρεία χρήση του α’
προσώπου εντείνει την οικειότητα μεταξύ των ίδιων των ομιλητών ( ερμηνευτής

Ελλάδα) αλλά και των όσων λέγονται από την πλευρά του ερμηνευτή, καθως
και την αίσθηση της συνομιλίας με την Ελλάδα. Εξίσου σημαντικό στο γενικό
συναίσθημα του τραγουδιού είναι ο υπαινιγμός στην λέξη πατρίδα, που όπως
φαίνεται στην τέταρτη στροφή με τους στίχους “η πιό γλυκιά πατρίδα, είναι η
καρδιά” ο οποιος ακολουθεί το ρεφρέν (“..γιατί με έμαθες και ξέρω, να ανασαίνω
όπου βρεθώ, να πεθαίνω όπου πατώ”) δεν πρόκειται για την ίδια την Ελλάδα
αλλά πως η ίδια η χώρα ωθεί τους ξενιτεμένους της να κάνουν πατρίδα τους την
χώρα στην οποία βρίσκεται ο κάθε έλληνας της διασποράς.
Ίσως το σημαντικότερο μέρος του τραγουδιού είναι οι εικόνες που
παρουσιάζει, οι οποίες εκτός από την έντονη συναισθηματική τους φόρτιση
λειτουργούν και ως παρομοιώσεις. Η αναφορά στον Οδυσσέα έχει διττό σκοπό,
καθώς εκτός από την ενίσχυση του ελληνικού συναισθήματος αποσκοπεί κυρίως
στην παρομοίωση του χαρακτήρα του Οδυσσέα με τους έλληνες του εξωτερικού,
της ξενιτιάς, που ψάχνουν ίσως τρόπο επιστροφής στην Ιθάκη τους – στην εν
προκειμένω περίπτωση την Ελλάδα – μπορεί και ολόκληρη την ζωή τους. Η
επόμενη εικόνα είναι αυτή που αναφέρεται στον χριστιανισμό. Σε αυτό το
σημείο παρομοιάζεται η ανθρωποποιημένη Ελλάδα με τον Πέτρο, και όπως ο
τελευταίος αρνήθηκε τον Ιησού, έτσι παρομοιάζεται πως η Ελλάδα απαρνιέται
τους ξενιτεμένους της, ανήμπορη να τους δεχτεί πίσω στα σύνορα της, αλλά να
εξακολουθεί να καταπιάνεται από τα επιτεύγματα τους στο εξωτερικό και να τα
οικειοποιείται ως δικά της.
Τέλος, είναι σημαντικό να αναφερθούμε και στον τόνο του τραγουδιού.
Θα μπορούσε κανείς να τον χαρακτηρίσει ερειστικό, ίσως ακόμα και θλιμμένο.
Ο τόνος κατέχει καθοριστικό ρόλο στο πως εκλαμβάνουμε το νόημα του
τραγουδιού καθώς από αυτόν περνιέται κυρίως το συναίσθημα της θλίψης ή και
απογοήτευσης γύρω από την κατάσταση. Τα ρήματα “σ’αγαπώ”, “σ’ευχαριστώ”
και “να μην σε υποφέρω” είναι τα κυρίαρχα του ρεφρέν και αυτά που σε
συνδυασμό με την ερμηνεία περνάνε το συναίσθημα μεγάλης αγάπης για την
χώρα, την πατρίδα αλλά και πόνο για την αδυναμία ή και αδιαφορία ίσως
επιστροφής σε αυτή.
Φυσικά το φαινόμενο της ξενιτιάς, όπως και προαναφέρθηκε έχει
ελαφρώς αλλάξει καθώς νέα μυαλά κάθε χρόνο εγκαταλείπουν την χώρα για
σπουδές ή δουλειά σε άλλες χώρες της Ευρώπης και του κόσμου, και δεν την
εγκαταλείπουν μόνο για λόγους φτώχειας όπως γινόταν στο παρελθόν. Ίσως ο λόγος
ια τον οποίο αυτό το τραγούδι είναι γνωστό σε διαφορετικές γενιές Ελλήνων και φαίνεται τόσο οικείο είναι η θεματολογία του, που μας ταξιδεύει στο
παρελθόν των Ελλήνων και στο σχεδόν ταυτόσημο παρόν, με την ελπίδα ότι
κάποια στιγμή η Ελλάδα θα αλλάξει και θα παλέψει για τους ανθρώπους της.



Βιβλιογραφία:
➢ Σμυρνής, Γ. (2013, Μάρτιος 1). Τι θέλει να πει ο ποιητής: «Αχ
Ελλάδα σ’ αγαπώ. monopoli.gr Ανακτήθηκε από:
https://www.monopoli.gr/2013/03/01/istories/118122/ti-th
elei-na-pei-o-poihths-ach-ellada-s-agapw-manwlhs-rasoylhs/
➢ Μπαλαχούτης, Κ. (2018, Φεβρουάριος 27). Αχ Ελλάδα σ’αγαπώ –
Η ιστορία ενός «εθνικού» τραγουδιού. Ogdoo.gr Ανακτήθηκε από:
https://www.ogdoo.gr/erevna/rakosyllektika/ax-ellada-s-agap
o-i-istoria-enos-ethnikoy-tragoudioy
➢ Ανώνυμος (χ.χ.). Οι προσεγγισεις. Open eclass.
➢ Ανώνυμος (χ.χ.). Οδηγός ποίησης. Open eclass.