Κείμενα και Κριτική
Δημιουργική Κριτική Φανταστικές κριτικές March 8, 2021
της Γιώτας Πεπαρίδη
Η κριτική προέρχεται από μία φανταστική δημοσιογράφο, η οποία γράφει σε ένα λογοτεχνικό περιοδικό και το δυναμικό του κοινό είναι κυρίως γυναίκες:
« Το βιβλίο της Μέρι Σέλεϊ αποτελεί ένα σύγχρονο μανιφέστο, το οποίο είναι ένα κράμα των αναρχικών ιδεών και θεωριών του πατέρα της, ενώ τείνει να εμπεριέχει σε μεγάλο βαθμό τα φιλοσοφικά ερωτήματα που διακατείχαν το σύζυγό της. Αν και από τα παραπάνω προκύπτει η απορία, για το κατά πόσον έχει γραφθεί το βιβλίο από τη νεαρή κοπέλα, ή αν είναι έργο κάποιου από τους δύο άντρες. Ασφαλώς δεν θα μπορούσαμε, να παραβλέψουμε το γεγονός, πως είναι δυνατόν, απλώς να έχει επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από αυτούς τους δύο, ώστε να μεταφέρει στο χαρτί τις απόψεις και τις πεποιθήσεις τους. Το έργο, όπως το είδαμε να ανεβαίνει στο Opera House του Λονδίνου πριν δέκα χρόνια περίπου, ήταν ανατριχιαστικό, τόσο πολύ που παρέμεινε ανεξίτηλο στη μνήμη μας. Ωστόσο, το βιβλίο ήταν ακόμη πιο συνταρακτικό, καθώς αποτελείται από τρεις αφηγητές στην πραγματικότητα τον Γ. Γουόρντον, τον επιστήμονα Φράνκεσταϊν και το δημιούργημα του. Η αφήγηση του πρώτου εμπεριέχει επί της ουσίας την εξιστόρηση ολόκληρης της ζωής του επιστήμονα, αλλά και ένα διάστημα, κατά το όποιο το τέρας πέρασε μακριά από τον αφέντη του, στη διάρκεια του οποίου έμαθε να μιλάει, να γράφει και να σκέφτεται.
Αρχικά, το έργο ξεκινάει με τις επιστολές του Γουόρντον προς την αδερφή του, Σίλβια, και της διηγείται στιγμές από την καθημερινότητά του, ενώ βρίσκεται σε ένα ταξίδι προς το Βόρειο Πόλο, για ένα σημαντικό εγχείρημα που ετοιμάζει. Η ήρεμη και ατάραχη ζωή του έχει φτάσει στο τέλμα της, μέχρι που ξαφνικά συναντάνε τον Φράνκεστάϊν σε πολύ άσχημη κατάσταση και τον παίρνουν μαζί τους, ώστε να τον βοηθήσουν από τον βέβαιο θάνατο, που τον περιμένει, εξαιτίας της αρρώστιας και των κακουχιών. Μετά από τέσσερις επιστολές αρχίζει η εξιστόρηση από τη γέννηση του επιστήμονα μέχρι το τέταρτο κεφάλαιο, κάνει ένα γρήγορο πέρασμα από τη βρεφική-παιδική ηλικία του, έως τα φοιτητικά του χρόνια. Στο πέμπτο κεφάλαιο εισάγεται στην ιστορία το δημιούργημα του, το οποίο αποτελείται από μέλη πτωμάτων, κάτι το οποίο το κάνει εξαιρετικά ανατριχιαστικό, και μας δημιουργεί ερωτήματα για τη φαντασία της συγγραφέως, αλλά και τον ψυχικό της κόσμο. Αν και μετά από μία σύντομη έρευνα ανακαλύψαμε, ότι κάτι τέτοιο πιθανότατα να έχει τη βάση του, στις εξτρεμιστικές ιδέες και τα πειράματα του δόκτορα Ντάργουιν. Παρακάτω παρουσιάζεται η απομάκρυνση του τέρατος από τον δημιουργό του, αλλά και η ζωή που προσπαθούσε να τη βάλει σε τάξη ο πρώτος, μόλις είχε χάσει τον αδερφό του. Σύμφωνα με τις πρώτες εντυπώσεις ο μικρότερος αδερφός του δολοφονήθηκε από μία κοπέλα, η οποία εργαζόταν ως υπηρέτρια στο σπίτι τους. Αντιθέτως με τις πληροφορίες που του δίνουν, ο νεαρός επιστήμονας φαίνεται να διαφωνεί με την εξέλιξη αυτή, ενώ είναι πεπεισμένος, ότι το πλάσμα του, ήταν αυτό, που οδήγησε στον πρόωρο θάνατο του μικρού. Βέβαια μετά από καιρό φαίνεται, πως αφέντης και δούλος συναντιούνται και μέσω της συζήτησής τους πληροφορούμαστε τη ζωή του τέρατος μακριά του, αλλά και την επιθυμία, που εκδηλώνει με τη μορφή απαιτήσεων προς τον επιστήμονα, να του φτιάξει μία σύντροφο, ειδάλλως τον απειλεί, πως θα τον καταστρέψει. Ο Φρανκενστάϊν αρνείται την πρόταση του και πληρώνει για αυτή του, την απόφαση με τον θάνατο της αγαπημένης του. Το τέλος της εξιστόρησης έρχεται με το κυνηγητό μεταξύ δημιουργού και δημιουργήματος, που τους οδηγεί έως τον Βόρειο Πόλο, όπου και γνωρίζει τον Γουόρντον. Το έργο ολοκληρώνεται με το θάνατο του Φρανκενστάϊν και τη φυγή του πλάσματος προς το άγνωστο. [«Σύντομα όμως», κραύγαζε με στόμφο και σπαραγμό, «θα πεθάνω και δεν θα ξανανιώσω αυτό το μαρτύριο. Σύντομα τα δεινά μου θα τερματιστούν. Θα ανέβω θριαμβευτικά στη νεκρική μου πυρά και θα αγάλλομαι όταν θα με καταπίνουν οι φλόγες. Το φως της πυράς θα σβήσει και ο άνεμος θα σκορπίσει στο πέλαγος τις στάχτες μου. Το πνεύμα μου θα αναπαυτεί εν ειρήνη, αλλά ακόμη και αν συνεχίσει να σκέφτεται, ασφαλώς με τον ίδιο τρόπο. Αντίο».
Με αυτή τη φράση πήδηξε από το παράθυρο της καμπίνας στη σχέδια από πάγο που βρισκόταν κοντά στο σκάφος. Σύντομα τα κύματα τον παρέσυραν μακριά και χάθηκε μες στο σκοτάδι.]
Είναι αλήθεια, πως η ιστορία είναι πρωτότυπη και ξεπερνάει κάθε τι συνηθισμένο που έχουμε δει, να επαναλαμβάνεται ως θεματολογία στα περισσότερα βιβλία των ημερών μας. Αν και έχει δεχθεί άπειρες αμφισβητήσεις και αρνητικές κριτικές, δεν μπορώ να κρύψω το γεγονός, ότι εμένα, με συγκλόνισε. Μου προκάλεσε αρκετό τρόμο, και με έκανε να αναρωτηθώ για τα μυστήρια της ζωής, για το εάν πραγματικά μπορεί να δημιουργηθεί νέα ζωή από κάτι, το οποίο θεωρείται πεθαμένο με επιστημονικό τρόπο, και για το εάν πραγματικά είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε κάθε καινούργια ανακάλυψη.
Συγκεκριμένα, μερικά αποσπάσματα μου έκαναν, ακόμα μεγαλύτερη εντύπωση και μου προκάλεσαν περιέργεια για την ανθρώπινη ζωή και σκέψη. Μάλιστα, κάποιες συγκεκριμένες φράσεις ήταν αυτές που καθήλωσαν το ενδιαφέρον μου, διεγείροντας τη σκέψη μου προς ένα εξαιρετικά σημαντικό ερώτημα: -Είμαστε έτοιμοι να αποδεχθούμε το νέο και το διαφορετικό;-
[«Όλοι οι άνθρωποι μισούν τους δυστυχείς. Επομένως, πόσο μεγάλο θα είναι το μίσος τους για μένα που είμαι το πιο δυστυχισμένο ζωντανό ον; Ακόμα και εσύ, ο δημιουργός μου, με σιχαίνεσαι και με περιφρονείς, εμένα που είμαι δικό σου δημιούργημα, με το οποίο σε δένουν δεσμά που μόνο ο θάνατος ενός από τα δύο μας τους δυο μας μπορεί να λύσει…».]
[«Είμαι δικό σου δημιούργημα και θα είμαι πειθήνιος και υποτακτικός προς τον φυσικό κύριο και αφέντη, μου αρκεί να τηρήσει τις υποχρεώσεις σου απέναντι μου».]
[«Είμαι το δημιούργημά σου και ενώ έπρεπε να είμαι ο Αδάμ σου, έγινα ο έκπτωτος Άγγελος και, χωρίς να έχω φταίξει, μου στερείς κάθε χαρά. Όλοι γύρω μου χαίρονται, μόνο εγώ θα είμαι για πάντα απελπισμένος. Ήμουν αγαθός και καλός, αλλά η δυστυχία με έκανε τέρας. Κάνε με ευτυχισμένο και θα γίνω ξανά ενάρετος».]
[«…Εσύ ο ίδιος ο δημιουργός μου, με αποστρέφεσαι. Επομένως, τι ελπίδες μπορώ να έχω από τους συνανθρώπους σου που δεν μου χρειαστούν και τίποτα; …»]
[«…Αν οι άνθρωποι γνώριζαν την ύπαρξη μου, θα έκαναν ό,τι και εσύ και θα το οπλίζονταν για να με εξοντώσουν. Επομένως, δεν πρέπει να μισώ εκείνους που με σιχαίνονται; Δεν μπορώ να κλείσω ειρήνη με τους εχθρούς μου. …»]
[«…Και εγώ μπορώ να σπείρω τη δυστυχία! Ο εχθρός μου δεν είναι άτρωτος! Αυτός ο θάνατος θα τον πονέσει και χίλιες φορές ακόμη συμφορές θα τον βασανίσουν και θα τον αφανίσουν!»…]
[«…Όλοι οι άνθρωποι με αποφεύγουν και με μισούν. Εσύ, δημιουργέ μου, πρώτος θα χαιρόσουν αν με έκανες κομμάτια Επομένως, γιατί να λυπηθώ τον άνθρωπο τη στιγμή που ο άνθρωπος δεν με λυπάται; Αν μπορούσες να με γκρεμοτσακίσεις από κάποιον παγωμένο γκρεμό, δεν θα τον αποκαλούσε φόνο, έτσι δεν είναι; Γιατί να σέβομαι τον άνθρωπο, τη στιγμή που ο άνθρωπος με καταδικάζει; Θυσία θα γινόμουν για τον άνθρωπο και δάκρυα ευγνωμοσύνης Θα έχυνα να με αποδεχόταν. …»]
Ευελπιστώ να σας άρεσε η τοποθέτησή μου και να σας προκάλεσε την περιέργεια, να εξερευνήσετε τις σελίδες του βιβλίου της Μέρι Σέλεϊ, όσοι δεν το έχετε διαβάσει. Ενώ αναμένουμε τις επιστολές σας με τις δικές σας απόψεις.
Η συντάκτρια,
Π. Π.
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Πριν από μερικές ημέρες διάβασα το βιβλίο της Μέρι Σέλεϊ, «Φράνκεσταϊν», και με συνάρπασε σε τόσο μεγάλο βαθμό που επέλεξα να γράψω μία κριτική γύρω από αυτό, με την ιδιότητα ενός κριτικού της εποχής έκδοσής του. Είναι απαραίτητο, ωστόσο πριν προβούμε στην «κριτική» του έργου, να αναφερθούμε στην ιστορία πίσω από αυτό, αλλά και στη ζωή της ίδιας της συγγραφέως. Αυτό το γοτθικό μυθιστόρημα με το πέρασμα των χρόνων κατάφερε να περάσει από την αφάνεια, στη διαχρονικότητα και να αποτελέσει μέρος της κλασικής λογοτεχνίας. Αν και ανάγεται στην εποχή και το κίνημα του Ρομαντισμού, έχει καταφέρει να διαφοροποιηθεί από αντίστοιχα έργα άλλων συγγραφέων, τόσο ως προς τη θεματολογία του, όσο και ως προς την αισθητική του.
Σήμερα, το έργο θεωρείται «προφητικό», «προάγγελος» των θεωριών και των ιδεών της Τεχνητής Νοημοσύνης, γεγονός που το κάνει πιο επίκαιρο από ποτέ. Ο Φράνκεσταϊν ή Σύγχρονος Προμηθέας επισφράγισε την εποχή του Ρομαντισμού και γίνεται η αφετηρία για την επιστημονική πρόοδο, δημιουργώντας μία μεγάλη συζήτηση για το μυστήριο και το θαύμα της ζωής, για τη μοναξιά, καθώς και για την αναζήτηση της γνώσης και των ορίων της. Αν και σε μεγάλο βαθμό είναι σουρεαλιστικό και παραισθητικό, αποτελεί ένα από τα πλέον φιλολογικά μυθιστορήματα, τα οποία έχουν γραφτεί ποτέ. Το μόνο σίγουρο είναι πως θεωρείται από τα πιο πολυμεταφρασμένα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ενέπνευσε κινηματογραφικές ταινίες, θεατρικές παραστάσεις, κόμικς και κινούμενα σχέδια. Ο Σύγχρονος Προμηθέας της Μέρι Σέλεϊ αναλύθηκε, ακόμη και από κοινωνιολογική, ψυχαναλυτική, επιστημονική και πολιτική σκοπιά.
Η ιστορία της έκδοσης έργου:
Το μυθιστόρημα της Σέλεϊ εκδόθηκε δύο φορές, την πρώτη το 1818, μόλις σε πεντακόσια αντίτυπα, ενώ έγινε γνωστό στο ευρύ κοινό μέσω του θεάτρου. Τον Ιούλιο του 1823 στο Λονδίνο παρουσιάστηκε σε διασκευή με τον τίτλο Θρασύτητα ή Η μοίρα του Φράνκεσταϊν, το οποίο ανέβηκε υπό την αιγίδα του Ρίτσαρντ Μπρίνσλεϊ Πικ, στη συνέχεια ακολούθησαν άλλες πέντε διασκευές μεταξύ του 1823 και του 1827, μεταφέροντας το έργο στο Παρίσι, στο Βερολίνο και στη Νέα Υόρκη. Η δεύτερη έκδοση κυκλοφόρησε το 1831, η οποία περιλάμβανε έναν αυτοβιογραφικό πρόλογο με την ιστορία για την έμπνευση του έργου. Η συγγραφέας μόλις είκοσι έξι ετών και χήρα του ποιητή Π. Μπ. Σέλεϊ, ο οποίος πνίγηκε το 1822, παρακολούθησε ένα χρόνο μετά το θάνατο του, την παράσταση του Presumption από την πλατεία του Opera House, από την οποία εκπλάγηκε με την αίσθηση που προκάλεσε στο κοινό. Γεγονός που ήρθε σε ρήξη με την πρώτη κυκλοφορία του βιβλίου, που δεν έγινε θετικά αποδεκτό.
Τον Μάρτιο του 1818, ο Φράνκεσταϊν εκδίδεται από τους Lackington & Co., αφού είχε ήδη απορριφθεί από τον διάσημο εκδότη του Μπάιρον, Τζον Μάρεϊ. Από τους λίγους που το διάβασαν ως χειρόγραφο, θεώρησαν πως γράφηκε, είτε από το διαβόητο αναρχικό φιλόσοφο, Γουίλιαμ Γκόντγουιν, είτε από τον σύζυγό της Σέλεϊ. Αυτή, η τελευταία εκδοχή υποστηρίχθηκε από το δημοφιλή τότε σερ Γουόλτερ Σκοτ σε κείμενό του από το περιοδικό Blackwood’s. Υπήρξαν ποικίλες αρνητικές κριτικές, ωστόσο αυτή που δημοσιεύτηκε στο Quarterly Review θεωρείται η χειρότερη, η οποία συνοπτικά ανέφερε ότι το έργο προκαλεί απορίες ως προς την ψυχική ισορροπία του συγγραφέως, ή κατά πόσο ο συγγραφέας ταυτίζεται με την τρέλα του ήρωα του.
Σήμερα, το έργο δέχεται διθυραμβικές κριτικές και κάνει την τότε δεκαεννιάχρονη μυθιστορηματογράφο πιο διάσημη από ποτέ. Διακόσια χρόνια, από τη γέννησή του, το αποκρουστικό τέκνο της Σέλεϊ θεωρείται ένα από τα γνωστότερα «τέρατα» της λογοτεχνίας και έχει μεγαλώσει γενιές και γενιές. Ασφαλώς πριν αναφερθούμε στην ιστορία πίσω από το ίδιο το έργο, θα πρέπει να διευκρινιστεί μία σημαντική λεπτομέρεια, που με το πέρασμα των χρόνων έχει φτάσει στο σημείο να θεωρείται σχεδόν δεδομένη, και αυτή δεν είναι άλλη από το ότι πολλές φορές ταυτίζεται το όνομά του Φράνκεσταϊν με το τέρας. Στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο διαστρεβλώνει την ιστορία, αφού το ομώνυμο μυθιστόρημα έχει πάρει τον τίτλο του, από το επίθετο του επιστήμονα, που δημιούργησε το πλάσμα. Κατά τη διάρκεια της εξέλιξης της ιστορίας, το «παιδί» του Φράνκεσταϊν δεν προσφωνείται με κάποιο όνομα, αντιθέτως αναφέρεται ως δαίμονας, τέρας, δημιούργημα ή πλάσμα […Το πλάσμα έκανε μια παύση…… πως ήταν το τέρας που είχα πλάσει…, «Δαίμονα», κράυγασα…].
Η ιστορία πίσω από το έργο:
Η αναφορά στην έμπνευση του έργου της Σέλεϊ προέρχεται από το αυτοβιογραφικό σημείωμα που λειτουργεί και ως πρόλογος στη δεύτερη έκδοση του βιβλίου, το 1831.
Σύμφωνα με την ίδια τη Σέλεϊ, δεν είναι εντελώς παράξενο το γεγονός, πως από πολύ νέα έστρεψε το ενδιαφέρον της στη συγγραφή, αφού ήταν κόρη δύο διακεκριμένων ανθρώπων των γραμμάτων, του φιλοσόφου Γουίλιαμ Γκόντγουιν και της πρώιμης φεμινίστριας, αλλά και συγγραφέως Μέρι Γούλστονκραφτ. Τα πρώτα της γραπτά προορίζονταν τόσο για τα δικά της μάτια, όσο και για τη στενή φίλη της, Ελίζαμπεθ Μπάξτερ, την οποία έχασε από κοντά της εξαιτίας του συζύγου της Μπάξτερ, ο οποίος της απαγόρευσε να έχει σχέση με τη Μέρι, καθώς θεωρούσε απαράδεκτη τη φυγή της με τον ακόμη, παντρεμένο Πέρσι Μπις Σέλεϊ. Χαρακτηριστικά, η ίδια η Σέλεϊ είχε ομολογήσει πως η συγγραφή ήταν το καταφύγιο της, όταν ένιωθε περιορισμένη, και η μεγαλύτερη χαρά της, όταν ήταν ελεύθερη. Με το πέρασμα των χρόνων, η ζωή της άρχισε να απομακρύνεται από το φανταστικό και να εντάσσεται περισσότερο στο πραγματικό. Παρόλα αυτά, ο σύζυγός της πίστευε εξαρχής ότι θα έπρεπε να φανεί αντάξια των γονιών της και να γράψει τη δική της ιστορία. Την παρότρυνε διαρκώς να αποκτήσει φήμη και ένα στιβαρό όνομα στον χώρο της λογοτεχνίας, πράγμα, το οποίο και η ίδια επιθυμούσε για τον εαυτό της, όμως με την πάροδο των ετών, το όνειρο της παραγκωνίστηκε, μετατρεπόταν σε αδιάφορο στα μάτια της.
Η ιδέα του έργου συλλήφθηκε, κατά τη διάρκεια του 1816, όταν επισκέφτηκε την Ελβετία και γειτόνευσε με τον Λόρδο Μπάιρον. Γεγονός, καθόλου τυχαίο, αλλά προσχεδιασμένο από την ετεροθαλή αδελφή της Μέρι, Κλερ Κλέρμοντ, που δημιούργησε σχεδόν αμέσως δεσμό με τον ποιητή, ο οποίος αν και δεν οδήγησε σε κάποιο γάμο, είχε ως αποτέλεσμα να έρθει στον κόσμο, ένα παιδί. Εκείνο το καλοκαίρι έμεινε γνωστό ως «το καλοκαίρι που ποτέ δεν ήρθε», καθώς η έκρηξη του ηφαιστείου Ταμπόρα στην Ινδονησία δημιούργησε έντονη κλιματική αναστάτωση, γεμίζοντας την ατμόσφαιρα με μία λεπτή στάχτη, όπου εμπόδισε τις ακτίνες του ήλιου να φτάσουν στη γη. Εξαιτίας αυτών των συνθηκών, η παρέα των πέντε φίλων συμπεριλαμβανομένου του συζύγου της Σέλεϊ και του γιατρού του Μπάιρον, Τζον Γουίλιαμ Πολιντόρι, αναγκαζόταν για αρκετές μέρες να παραμένει στο σπίτι. Ένα απόγευμα στα χέρια τους έπεσαν μερικοί τόμοι με ιστορίες φαντασμάτων, ανάμεσα σε αυτές τις ιστορίες που εμπεριέχονταν, υπήρχε η ιστορία του «Άστατου Εραστή». Σύμφωνα με την ιστορία, ο εραστής κρατούσε τη νύφη με όρκους αιώνιου έρωτα, αλλά σύντομα βρέθηκε στην αγκαλιά ενός φαντάσματος, εκείνης της κοπέλας που είχε εγκαταλείψει. Η ιστορία θύμιζε το φάντασμα στον Άμλετ, εμφανιζόταν τα μεσάνυχτα φωτισμένη από τις ακτίνες της Σελήνης. Με αφορμή αυτή την ιστορία, ο Λόρδος Μπάιρον πρότεινε ο καθένας τους να γράψει μία ιστορία με φαντάσματα. Η πρόταση του έγινε αμέσως δεκτή από τους τέσσερις τους -όχι της αδερφής της-.
Η νεαρή Μέρι προσπάθησε να σκεφτεί μία ιστορία, η οποία θα μπορούσε να συναγωνιστεί εκείνες που αποτέλεσαν την έμπνευση τους για αυτό το παιχνίδι. Η ιστορία θεωρούσε πως θα μπορούσε να μιλήσει για τους φόβους της ανθρώπινης φύσης και θα προκαλούσε συγκλονιστική φρίκη, θα μπορούσε να κάνει τον κάθε αναγνώστη να φοβάται να κοιτάξει γύρω του, θα του πάγωνε το αίμα και θα επιτάχυνε τους παλμούς της καρδιάς του. Η ανησυχία που διακατείχε τη συγγραφέα και την κρατούσε πίσω, ήταν μήπως αποτύχει ο στόχος της και δεν έγραφε μία ιστορία τρόμου αντάξια του ονόματός της. Η πραγματική έμπνευση της ιστορίας τής ήρθε σε μία από αυτές τις φιλοσοφικές συζητήσεις, μεταξύ του Λόρδου Μπάιρον και του Σέλεϊ, κατά την οποία συζητήθηκε το ζήτημα της φύσης και των αρχών που διέπουν τη ζωή. Κατά τη διάρκεια του διαλόγου τους αναφέρθηκε το όνομά του δόκτορος Ντάργουιν, ο οποίος φημολογείται πως είχε κάνει αρκετά πειράματα προκειμένου να ξαναζωντανέψει ένα πτώμα. Το ίδιο βράδυ, η Μέρι Σέλεϊ ονειρεύτηκε διαδοχικές εικόνες που αναδυόταν στο μυαλό της με ζωντάνια και της έδειχναν ένα αποκρουστικό πλάσμα, το οποίο έμοιαζε με άντρα από συναρμολογούμενα μέλη πάνω σε ένα κρεβάτι και μέσω ενός ισχυρού μηχανισμού έδινε σημεία ζωής και σάλευε με αδέξιες κινήσεις. Η ίδια αναφέρει επακριβώς πως «αυτό, ναι πράγματι, ήταν τρομακτικό, εξαιρετικά τρομακτικό», αποτέλεσμα των ανθρώπινων προσπαθειών, ώστε να μιμηθούν τον εκπληκτικό μηχανισμό του Δημιουργού του κόσμου. Έτσι, από το τίποτα αναδείχθηκε η ιδέα του τέρατος, του Φράνκεσταϊν. Το επόμενο πρωί, ήδη, ξεκίνησε να αναπτύσσει στο χαρτί την ιδέα που είχε κυριεύσει το μυαλό της. Η ιστορία που είχε τρομάξει και είχε στοιχειώσει την ίδια, η ίδια ιστορία θα τρόμαζε και άλλους. Ξεκίνησε με τη φράση «Ήταν μία καταθλιπτική νύχτα του Νοέμβρη»,-αν και μετέπειτα, με την επεξεργασία που έκανε, πριν την έκδοση, βρέθηκε να αποτελεί την εναρκτήρια φράση του πέμπτου κεφαλαίου-. Η συνέχεια ήταν απλή, καθώς το μόνο που έκανε, ήταν να καταγράψει το μακάβριο όνειρο που είχε δει. Παρόλο που στην αρχή είχε αποφασίσει να έχει τη μορφή ενός μικρού διηγήματος, όπου θα αποτυπωνόταν η ιδέα της, τελικά μετά την παρότρυνση του συζύγου της, προχώρησε στην εκτενέστερη ανάπτυξη του, ως μυθιστόρημα.
Στο τέλος αυτού, του ίδιου ιδιόχειρου προλόγου, ο οποίος υπάρχει στη δεύτερη έκδοση του βιβλίου της, η Σέλεϊ καλεί το αποκρουστικό της τέκνον να βγει στο φως και να ευημερήσει για μία ακόμα φορά, νιώθοντας για αυτό μια βρεφική στοργή, καθώς ήταν καρπός των ευτυχισμένων ημερών που έζησε στο πλευρό του Πέρσι.