Κείμενα και Κριτική
Δημιουργική Κριτική Φανταστικές συνεντεύξεις February 28, 2021
Ο ρεαλισμός στο αγγλικό μυθιστόρημα «Hard Times» του Charles Dickens
της Ανδρομάχης Πανταζή
ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Το μυθιστόρημα δημοσιεύτηκε από τον Απρίλιο έως τον Αύγουστο του 1854 σε είκοσι συνέχειες, σε εβδομαδιαία βάση, στο περιοδικό που διεύθυνε ο Τσ. Ντίκενς, το «Household Words». Στο έργο, που τοποθετείται για πρώτη φορά εκτός Λονδίνου, σε μια φανταστική βιομηχανική πόλη, ο Τσάρλς Ντίκενς παρουσιάζει τέσσερις οικογένειες διαφορετικών τάξεων και ιδεολογικών πεποιθήσεων: την οικογένεια του Gradgrind, την οικογένεια του Bounderby, την οικογένεια του Stephen και την οικογένεια του τσίρκου. Με πλήρη τίτλο «Hard Times – for These Times» το δέκατο μυθιστόρημα του Ντίκενς αναφέρεται σαφώς στην εποχή του και συνιστά οξεία κριτική πολλών ζητημάτων που απασχολούσαν τη βικτωριανή εποχή. Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στον Thomas Carlyle, σκληρό πολέμιο του ωφελιμισμού, τον οποίο θαύμαζε ο Ντίκενς για τις ιδέες του.
Από τα θέματα που θίγονται στους «Δύσκολους Καιρούς» ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αναφορές στις επιπτώσεις της εκβιομηχάνισης καθώς και στο εκπαιδευτικό σύστημα της εποχής. Η συγγραφή του μυθιστορήματος συμπίπτει χρονικά με τη μεγάλη απεργία στο Πρέστον και την επίσκεψη του Ντίκενς εκεί (28-1-1854), γεγονός που εντείνει το ενδιαφέρον του Τσ. Ντίκενς για τις διαμορφούμενες συνθήκες εργασίας. Παράλληλα, η εναρκτήρια σκηνή του έργου μας παραπέμπει άμεσα στο ιδιαίτερο ενδιαφέρον του συγγραφέα για το εκπαιδευτικό σύστημα της εποχής του, όπως αποτυπώνεται στις δημόσιες ομιλίες του. Επιλέγουμε, λοιπόν, μέσω μίας υποθετικής συνέντευξης με τον συγγραφέα, να αποσαφηνίσουμε τις θέσεις του, όπως αναδεικνύονται στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα.
«Δύσκολοι Καιροί»: Εκπαίδευση και εκβιομηχάνιση.
Μία συνέντευξη του Τσαρλς Ντίκενς με αφορμή την ολοκλήρωση του μυθιστορήματός του «Δύσκολοι Καιροί» για τον ρόλο της εκπαίδευσης σήμερα.
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1854
Κύριε Ντίκενς, αρχικά θα ήθελα να σας συγχαρώ για την επιτυχία του τελευταίου σας μυθιστορήματος, του οποίου η δημοσίευση ολοκληρώθηκε πριν ένα μήνα, στο περιοδικό που διευθύνετε. Οι «Δύσκολοι Καιροί» είχαν την ανταπόκριση που ελπίζατε από το αναγνωστικό κοινό;
Σας ευχαριστώ ιδιαίτερα για την πρόσκληση. Μου δίνεται η ευκαιρία κατ’ αρχάς να ευχαριστήσω τους αναγνώστες για τον τρόπο που αγκάλιασαν τους «Δύσκολους Καιρούς». Ο διπλασιασμός της εβδομαδιαίας κυκλοφορίας του «Household Words», από τον Απρίλιο μέχρι τον Αύγουστο, είναι αδιάσειστη απόδειξη της αποδοχής του έργου από το κοινό. Είμαι στη διάθεσή σας λοιπόν να συζητήσουμε τις σκέψεις που σας γεννά το μυθιστόρημα.
Στο μυθιστόρημα θέτετε πολλούς προβληματισμούς: η όξυνση των οικονομικών ανισοτήτων, η επιδείνωση της ζωής των εργατών, το θέμα της δύναμης, η κρίση της οικογένειας, η ανισότητα απέναντι στο νόμο, η περιβαλλοντική επιβάρυνση των πόλεων λόγω της βιομηχανίας, η τυποποίηση, η ατομική δυστυχία και πολλά ακόμα. Θα ήθελα όμως στη σημερινή μας συζήτηση να εστιάσουμε στο ζήτημα της εκπαίδευσης και τη σχέση της με τις παρούσες οικονομικές συνθήκες.
Γνωρίζετε ασφαλώς, από τις δημοσιεύσεις και ομιλίες μου, πως ο χώρος της εκπαίδευσης είναι κατά τη γνώμη μου ζωτικής σημασίας για το μέλλον της χώρας. Σας θυμίζω τις ομιλίες μου στη Σχολή Μηχανικών του Λίβερπουλ και στο Πολυτεχνείο του Μπέρμιγχαμ το 1844, στις οποίες εκτενώς αναφέρθηκα στις απόψεις μου περί εκπαίδευσης. Οπότε με μεγάλη χαρά θα συζητήσω μαζί σας για αυτό το θέμα.
Εξαιρετικά. Επιτρέψτε μου λοιπόν να ξεκινήσω αμέσως. Η ιστορία ανοίγει σε μια αίθουσα διδασκαλίας, όπου o κ. Gradgrind, διευθυντής σχολείου, παρουσιάζει με σαφήνεια την εκπαιδευτική του φιλοσοφία:
‘NOW, what I want is, Facts. Teach these boys and girls nothing but Facts. Facts alone are wanted in life. Plant nothing else, and root out everything else. You can only form the minds of reasoning animals upon Facts: nothing else will ever be of any service to them. This is the principle on which I bring up my own children, and this is the principle on which I bring up these»
Οι επιλογές σας να χρησιμοποιήσετε κεφαλαίο F στη λέξη Facts, η εμφατική της επανάληψη και η αναφορά στους μαθητές ως «reasoning animals», κάνουν έντονη μία υπερβολή, από την πλευρά σας, και έναν σαρκασμό, που γεννά το ερώτημα : Γιατί είναι κατακριτέα μία ρεαλιστική εκπαίδευση, που βασίζεται στην αλήθεια των γεγονότων;
Μπαίνετε από την αρχή νομίζω στην ουσία αυτού του μυθιστορήματος. Επιτρέψτε μου να αρχίσω την απάντησή μου με μία αναφορά στο δεύτερο κεφάλαιο του 1ου βιβλίου. Ο εκπαιδευτικός Thomas Gradgrind ζητά από έναν μαθητή, τον Bitzer, τον ορισμό του αλόγου. Και παίρνει την εξής απάντηση: «Τετράποδο. Χορτοφάγο. Σαράντα δόντια, δηλαδή είκοσι τέσσερις γομφίοι, τέσσερις κυνόδοντες και δώδεκα κοφτερά δόντια. Αποβάλλει τρίχωμα την άνοιξη. Σε ελώδεις περιοχές αποβάλλει και τις οπλές. Οι οπλές είναι βέβαια σκληρές χρειάζεται όμως να πεταλωθούν με σίδηρο. Η ηλικία του γίνεται γνωστή από σημάδια στο στόμα»
Αυτός είναι ο άριστος μαθητής που θέλουμε; Ο ορισμός του μπορεί να είναι ακριβής, αλλά είναι ξεκάθαρα από μνήμης. Ο Bitzer μπορεί να είναι σε θέση να ορίσει ένα άλογο, αλλά δεν ξέρουμε αν έχει δει κάποιο. Ωστόσο, έχει κάνει ακριβώς αυτό που του ζητήθηκε να κάνει: απλώς απομνημόνευσε και απαγγέλλει γεγονότα. Και προσέξτε και τον δεύτερο δάσκαλο, τον κύριο M ‘ Choakumchild, έναν από τους περίπου εκατόν σαράντα άλλους δασκάλους, «που είχαν γυρίσει τον τελευταίο καιρό την ίδια στιγμή, στο ίδιο εργοστάσιο, στις ίδιες αρχές…»(52-3). Το όνομά του είναι ήδη αρκετά περιγραφικό για τη δουλειά του, ο στόχος του είναι να πνίξει τη φαντασία των παιδιών.
Οι κριτικές του μυθιστορήματος σας χαρακτηρίζουν μονόπλευρο και υπερβολικό στο σημείο αυτό. Η βικτωριανή εκπαίδευση αρχίζει να διαχέει τα αγαθά της πλέον και σε παιδιά φτωχών οικογενειών, το περιβάλλον των οποίων δε θα τους επέτρεπε πρόσβαση σε γνώσεις. Στο βιβλίο σας δίνετε την εντύπωση ότι παραγνωρίζετε αυτό το γεγονός.
Θα μου επιτρέψετε να υποστηρίξω ότι είμαι απόλυτα εξοικειωμένος με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που ξεκίνησε από το 1839 στη δημόσια εκπαίδευση ο Sir James Phillips Kay – Shuttleworth. Ασφαλώς δεν παραγνωρίζω την αξία της συμπερίληψης στην εκπαίδευση των παιδιών χαμηλών κοινωνικών τάξεων που επικαλέστηκε η μεταρρύθμιση του Shuttleworth. Από το 1843 επισκέπτομαι τακτικά και στηρίζω τα σχολεία των φτωχών (Ragged Schools). Ήδη το 1850 δημοσίευσα μια σειρά από άρθρα στο «Household Worlds» που επισημαίνουν τα θετικά της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, όπως την αξιολόγησή της από τον W. H. Wills, καθώς και το άρθρο που συνυπογράφω με τον Henry Morley, “Mr. Bendigo Buster on Our National Defences against Education”. Aπευθύνθηκα και στον ίδιο τον Shuttleworth τον Μάρτιο του 1846 και του πρότεινα ένα σχολείο πρότυπο για τους φτωχούς…
Όμως υπάρχουν πολλές αδυναμίες. Η κατάρτιση των διδασκόντων είναι ακατάλληλη ή ανεπαρκής. Η εκπαίδευση που έχουμε είναι ωφελιμιστική, όχι ανθρωπιστική. Θέλουμε να δημιουργήσουμε μια σκληρή και χρήσιμη τάξη εργατών. Αυτές τις αρχές περάσαμε στους εκπαιδευτικούς μας, στα κολέγια κατάρτισής τους που ίδρυσε ο Kay-Shuttleworth.
Ο λογοτεχνικός λόγος μου επιτρέπει να υπερβάλλω προκειμένου να αντιληφθεί ο αναγνώστης ότι το σύστημα εκπαίδευσης καθοδηγείται σήμερα από τις αρχές του ωφελιμισμού. Επιθυμώ να σατιρίσω τη σημερινή εκπαίδευση. Στην τάξη, οι μαθητές διδάσκονται με αυστηρή πειθαρχία. Έμφαση δίνεται στα 3R δηλαδή την ανάγνωση, τη γραφή και την αριθμητική (reading, writing, arithmetic). H ανάπτυξη της βιομηχανίας και των μηχανών οδηγεί στη θεώρηση των ανθρώπων ως εργαλείων και της εκπαίδευσης ως επιχείρησης.
Ας δεχθούμε ότι έχετε δίκιο ως προς τον εργαλειακό, ωφελιμιστικό χαρακτήρα του εκπαιδευτικού συστήματος. Ποιοι όμως είναι οι κίνδυνοι; Μπορούμε πραγματικά να υποστηρίξουμε ότι απειλείται το άτομο και η κοινωνία ;
Η απάντηση στο ερώτημά σας δίνεται από τα πρόσωπα του έργου… Ας πάρουμε για παράδειγμα και τα δύο παιδιά του Gradgrind. Η Λουίζα έχει έναν δυστυχισμένο γάμο, οδηγείται σε μοιχεία, αποξενώνεται από την οικογένειά της. Ο γιος του, Thomas, αντιδρά στην αυστηρή ανατροφή του αναπτύσσοντας μία ηδονιστική, υποκριτική συμπεριφορά που τον οδηγεί σε ληστεία. Στον αντίποδα υπάρχει η Sissy, ένα ευφάνταστο και συμπονετικό πλάσμα, που δεν αλλοτριώθηκε από τις αρχές της ωφελιμιστικής εκπαίδευσης. Ένα εκπαιδευτικό σύστημα που δίνει έμφαση στην απομνημόνευση γεγονότων με αποκλεισμό της φαντασίας οδηγεί σε έλλειψη επικοινωνίας μέσα στην οικογένεια, αδυναμία κατανόησης των άλλων και αδυναμία διάκρισης του σωστού και του λάθους, με λίγα λόγια σε προσωπική αποτυχία και δυστυχία.
Δε μπορούμε να εκπαιδεύσουμε κανέναν άνθρωπο ολοκληρωμένα και ουσιαστικά, παρά μόνο αν καλλιεργήσουμε τη φαντασία του και του επιτρέψουμε ένα πεδίο ανάπτυξης των συναισθημάτων του. Αυτή τη βασική αρχή θέλω να μεταφέρω στον αναγνώστη, να τον πείσω, όχι ασφαλώς με επιχειρήματα αλλά με μία θερμή απεύθυνση καρδιάς, αν είναι έτοιμος να ανταποκριθεί. Εξάλλου, δεν είναι η πρώτη φορά που τοποθετούμαι απέναντι στο εκπαιδευτικό ζήτημα. Σας θυμίζω την ομιλία που έδωσα στο Μπέρμιγχαμ πριν δέκα χρόνια. Ξεκάθαρα διατύπωσα το αίτημα για μία ολοκληρωμένη, φιλελεύθερη εκπαίδευση ως το μόνο που χρειαζόμαστε και τον μόνο αποτελεσματικό σκοπό. Πρέπει να ανταμείψουμε την ειλικρίνεια, να ενθαρρύνουμε το καλό, να ενεργοποιήσουμε τους αδρανείς και να εξαλείψουμε το κακό.
Επιτρέψτε μου όμως να διατυπώσω έναν προβληματισμό. Η πρόοδος, η ανάπτυξη που φέρνει η βιομηχανία, η μηχανή – την οποία όλοι οι Άγγλοι επιθυμούμε – για να βελτιώσουμε τις ζωές μας- δεν απαιτεί μία εκπαίδευση ρεαλιστική και ορθολογική; Kαι κάτι ακόμα, γνωρίζω πολλά σχολεία της χώρας μας, στα οποία οι νέοι διδάσκονται μυθολογία, λογοτεχνία και ιστορία, και μάλιστα στη διαχρονία τους, από την αρχαιότητα ως σήμερα.
Αναμφισβήτητη είναι η σχέση που υπάρχει μεταξύ της εκπαίδευσης και της βιομηχανοποίησης. Η χρηστική εστίασή του εκπαιδευτικού συστήματος σε ακριβή στοιχεία ενισχύει τα θεμέλια πάνω στα οποία βασίζεται το βιομηχανικό σύστημα και αντικατοπτρίζει τα οικονομικά ιδανικά του σήμερα, που όμως έχουν αποτύχει. Υπάρχουν ακόμα κάποια σχολεία σαν αυτά που περιγράφετε. Όμως προσπαθώ να σας δείξω που πάμε… Τα εκπαιδευτικά ιδρύματα μοιάζουν με εργοστάσια. Οι εκπαιδευτικοί (Gradgrind και M. Choakumchild) επιδιώκουν τον έλεγχο, δημιουργώντας έτσι τους υπάκουους, συμμορφούμενους εργαζόμενους που χρειάζονται οι βιομήχανοι. Το εκπαιδευτικό σύστημα προορίζεται να εξυπηρετήσει τις ανάγκες μιας βιομηχανικής κοινωνίας, οπότε η ατομική και δημιουργική πλευρά του πληθυσμού θυσιάζεται.
Άρα και το υπαινικτικό παιχνίδι που κάνετε με τα ονόματα των προσώπων συνδέεται με αυτές τις απόψεις σας; Έχω στο μυαλό μου τα ονόματα δύο γιων του Gradgrind…
Έχετε δίκιο σε αυτό που λέτε… Θέλω ο αναγνώστης μου να χαμογελά, θεωρώ το χιούμορ αναγκαίο ειδικά στους καιρούς μας. Έτσι φαντάστηκα τον Gradgrind ως συνταξιούχο κατασκευαστή, και δύο γιους που ονομάζονται Malthus και Adam Smith. Ασφαλώς υπαινίσσομαι τους Τόμας Μάλθους και Άνταμ Σμιθ! Θέλω να θυμίσω στον αναγνώστη ότι ο πρώτος συσχετίζει το ζήτημα της φτώχειας με τον υπερπληθυσμό, υποστηρίζοντας ότι τα αριθμητικά στοιχεία του πληθυσμού ξεπέρασαν την ικανότητα της Γης να παράγει! Θέλω να θυμίσω ότι ο δεύτερος μίλησε για το laissez- faire, το δόγμα του βιομηχανισμού, που άφησε τους εργάτες ανυπεράσπιστους στις ορέξεις των βιομήχανων. Είναι ένας τρόπος να τοποθετηθώ απέναντι στο οικονομικό σύστημα του σήμερα.
Μπορούμε να αναζητήσουμε υπαινιγμούς και στο σκηνικό που επιλέγετε στο μυθιστόρημά σας, την πόλη του Coketown;
Ενδιαφέρουσα ερώτηση… Το όνομα (“Coketown”, που υπονοεί τον άνθρακα) παραπέμπει τον αναγνώστη στις βιομηχανικές πόλεις της βόρειας χώρας, όπως το Manchester ή το Lancashire. Για να είμαι ειλικρινής όμως, η έμπνευσή μου προέρχεται από το Preston. Λίγους μήνες πριν τη δημοσίευση του έργου, παρακολούθησα την απεργία του Preston. Συγκλονίστηκα από τη συλλογικότητα που επέδειξαν οι εργάτες της υφαντουργίας απέναντι στην άρνηση των εργοδοτών να αυξήσουν τις αποδοχές τους. Αποφάσισα, λοιπόν, αυτό το γεγονός να δώσει στο μυθιστόρημα το ιστορικό του πλαίσιο.
Το Coketown, όμως, σίγουρα είναι κάθε αγγλική βιομηχανική πόλη του σήμερα: μια σκοτεινή πόλη, βρώμικη από τον καπνό και τις στάχτες των εργοστασίων, χωρίς κανένα πλέον στοιχείο της φύσης. Δεν ήθελα και αυτό το μυθιστόρημα να διαδραματίζεται στο αγαπημένο μου Λονδίνο. Θέλω η ιστορία να αποσυνδεθεί από συγκεκριμένο τόπο. Θέλω, όπως έγραψα και στον Peter Cunningham, «να απευθυνθώ σε κάθε εργαζόμενο σε όλη την Αγγλία.» Και σας καλώ στο σημείο αυτό να προσέξετε τον τίτλο του μυθιστορήματος, ή μάλλον τον υπότιτλο που αποφάσισα να προσθέσω : “Ηard Times: for these times”… Γιατί πραγματικά αυτή η ιστορία διαδραματίζεται τώρα, τη στιγμή που μιλάμε…
Κλείνοντας, κύριε Ντίκενς, επιτρέψτε μου να σας ζητήσω μία τοποθέτηση που πιστεύω ότι όσοι διαβάζουν αυτή τη συνέντευξη θα ήθελαν να γνωρίζουν. Συνολικά μιλώντας , καταδικάζετε την εκβιομηχάνιση της οικονομίας μας;
Επικρίνω εκείνες τις όψεις του εκβιομηχανισμού που προάγουν την ανισότητα. Ήδη αναφερθήκαμε στην εκπαίδευση αλλά και τις αλλαγές στα αστικά κέντρα. Πιστεύω όμως στη βιομηχανική πρόοδο. Εκτιμώ τα καλά διαχειριζόμενα εργοστασιακά συστήματα. Θυμηθείτε την αρθρογραφία μου ως δημοσιογράφος. Για παράδειγμα, συχνά συγχαίρω το βιομηχανικό σύστημα στο Μπέρμιγχαμ. Σε μια από τις πρώτες επισκέψεις μου ως δημοσιογράφος, παρατήρησα ότι υπήρχε απόλυτη τάξη και ότι οι εργαζόμενοι ήταν όλοι αξιοσέβαστοι και καθαρά ντυμένοι. Επιπλέον, μην ξεχνάτε το έντονο πάθος μου για τους σιδηροδρόμους, ένα σαφές σύμβολο της προόδου του αιώνα μας. Και φυσικά σας παραπέμπω και σε προηγούμενα μυθιστορήματά μου. Σας καλώ να διαβάσετε το «Ντόμπυ και υιός» (1848). Οι παρατηρήσεις μου δεν πρέπει να ερμηνευθούν ως επιθέσεις, αλλά ως κριτικές που στοχεύουν στη βελτίωση.
Σας ευχαριστώ πολύ για αυτή τη συζήτηση.
ΠΗΓΕΣ
(https://www.gutenberg.org/files/824/824-h/824-h.htm)
(http://www.ijelr.in/3.4.16/269-276%20ZUBAIR%20AHMAD%20BHAT.pdf)
ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ